Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Είθισται, οι ημέρες των Χριστουγέννων και οι τελευταίες ημέρες κάθε χρονιάς που τις ακολουθούν να χαρακτηρίζονται από διάθεση στοχασμού, ανασκόπησης τους έτους που φεύγει και ανακήρυξης στόχων γι’ αυτό που έρχεται.
Αναμφισβήτητα, το πολιτικό γεγονός του 2019 στη χώρα μας ήταν η κυβερνητική αλλαγή. Πέρα όμως από την ποσοτική και ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων, πέρα από τις αντιπαραθέσεις σχετικά με το αν όντως επιστρέψαμε στην «κανονικότητα», αν βγήκαμε ουσιαστικά από τα Μνημόνια και ποιος μας έβγαλε, αξίζει να διατρέξουμε όλη αυτή τη δεκαετίας της κρίσης που συμπληρώνεται το 2020 αναζητώντας ένα ευρύτερο και ταυτόχρονα βαθύτερο πολιτικό στίγμα.
Εξετάζοντας από πολιτική σκοπιά την εποχή μας θα μπορούσαμε να πούμε ότι ζούμε στην εποχή του εκφυλισμού των ιδεών και των θεωριών και της συνακόλουθης στρέβλωσής τους. Κι αν υπάρχει μία έννοια η οποία έχει εκφυλιστεί, ειδικά στη χώρα μας, αυτή είναι η ανανέωση της πολιτικής ζωής. Βιώνουμε εδώ και χρόνια την περίοδο της «νεολαγνείας» η οποία αποτελεί στρέβλωση της ανανέωσης κι έχει καταλάβει τη θέση που παλαιότερα κατείχε στη δημόσια σφαίρα και στο συλλογικό υποσυνείδητο, η προγονοπληξία. Πλέον έχουμε περάσει στη φάση που αποθεώνεται η νεότητα απλά και μόνον ως ταμπέλα. Αρκεί μια νεανική εξωτερική εμφάνιση, μια αναγραφόμενη ημερομηνία γέννησης που να απέχει το πολύ 40 χρόνια από σήμερα κι ένας δημόσιος λόγος που να ηχεί μοντέρνα. Επιμέρους εκτροπές λοιπόν συνιστούν τη «νεολαγνεία»: τεκμαίρεται αμάχητα ότι ένας πολιτικός φορέας ανανεώθηκε και εκσυγχρονίστηκε απλώς και μόνον επειδή τοποθέτησε στη βιτρίνα του φρέσκα πρόσωπα, χωρίς βέβαια να εξετάζεται ποτέ αν οι ιδέες τους είναι μπαγιάτικες.
Το είδαμε στην περίπτωση Τσίπρα. Βάσει της ανωτέρω λογικής, ο Αλαβάνος τον επέλεξε ως υποψήφιο Δήμαρχο Αθηναίων κι ακολούθως τον επέβαλε στην Προεδρεία του ΣΥΡΙΖΑ. Πίστευε ότι υπό αυτό το καθεστώς διαρχίας θα εξασφάλιζε το επικοινωνιακό πλεονέκτημα ασκώντας παράλληλα την ουσιαστική εξουσία ο ίδιος.
Η στάση του Τσίπρα και συνολικά του κόμματός του στα επεισόδια που ακολούθησαν το φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήταν η πρώτη απόδειξη ότι μπορεί να ήταν ηλιακά νέος αλλά σε επίπεδο πολιτικής συγκρότησης ήταν φανατικός θιασώτης των πλέον παρακμιακών αντιλήψεων και πρακτικών της λεγομένης Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Του μπάχαλου, της βίας, της εμφυλιοπολεμικής ρητορικής.
Ένα δείγμα γραφής που δυστυχώς δεν ελήφθη υπόψη από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος όταν η πολυεπίπεδη κρίση επέτρεψε στον Τσίπρα να αναδειχθεί επικεφαλής των δυνάμεων του «νέου» που ερχόταν να τιμωρήσει το «παλιό». Στην ουσία, τι το νέο και το πρωτοποριακό κόμιζε στην πολιτική ζωή του τόπου και στη διακυβέρνηση της χώρας ένας άνθρωπος που υποστήριζε τη βία έναντι των πολιτικών του αντιπάλων; Ποια επαφή με την κοινωνία και ειδικά με την ελληνική νεολαία και τα προβλήματά της μπορούσε να έχει κάποιος που ως προϊόν του κομματικού σωλήνα στερούταν στοιχειώδους μορφώσεως και εργασιακής εμπειρίας; Πόσο αποτελεσματικός Πρωθυπουργός θα ήταν κάποιος που αγνοούσε πλήρως τον τρόπο λειτουργίας του ευρωπαϊκού και διεθνούς συστήματος και η ηγετική του εμπειρία εξαντλούταν στη διατήρηση των ισορροπιών μεταξύ των γκρουπούσκουλων του ΣΥΡΙΖΑ;
Το μόνο νέο που κόμιζε ήταν μια πρωτοφανής μορφή λαϊκισμού ως απάντηση σ’ ένα καινοφανές πρόβλημα, την απειλή της άτακτης χρεοκοπίας και της αναίρεσης των μεταπολιτευτικών μας βεβαιοτήτων. Εύκολες απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα, απλές λύσεις σε σύνθετα προβλήματα, γενίκευση, μανιχαϊσμός, κατασκευή εχθρών. Σε μια Ελλάδα παρηκμασμένη, με μια κοινωνία καθημαγμένη, σοκαρισμένη και ανεκπαίδευτη από το πολιτικό της προσωπικό αυτή η μουχλιασμένη, παιδαριώδης και ανιστόρητη προσέγγιση της πραγματικότητας κατοχυρώθηκε ως το «νέο». Τα αποτελέσματα γνωστά: τρίτο και χειρότερο Μνημόνιο, αφού πρώτα η χώρα βρέθηκε με το ένα πόδι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κι ευρωζώνης, καταστροφική εξωτερική πολιτική, με αποκορύφωμα τη Συμφωνία των Πρεσπών, διαρκής υπονόμευση των Δημοκρατικών Θεσμών, με δημοψήφισμα –παρωδία, εκτρωματικούς εκλογικούς νόμους, απόπειρα ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης και ελέγχου των ΜΜΕ.
Φυσικά, οι ευθύνη για την άνοδο του Τσίπρα δια του εκφυλισμού της έννοιας της ανανέωσης βαρύνει σε πολύ μεγάλο βαθμό και το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα εξουσίας. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ουδέποτε ασχολήθηκαν σοβαρά τη δεκαετία προ της κρίσης με την ουσιαστική ανανέωση της πολιτικής ζωής. Αντιθέτως, το κομματικό κατεστημένο επέλεξε να αναδείξει τις ηγεσίες, τους απογόνους των δύο μεγάλων δυναστειών. Όταν δε σαρώθηκε στις εκλογές του 2012 το παραδοσιακό σκηνικό, μέσα στον πανικό τους αποφάσισαν ν’ αντιμετωπίσουν τον Τσίπρα στο δικό του γήπεδο: προωθώντας παιδιά του κομματικού σωλήνα στη βιτρίνα. Στη ΝΔ, Γραμματέας ανέλαβε ο Παπαμιμίκος, τινάζοντας στον αέρα τις εκλογές ανάδειξης νέας ηγεσίας και στο ΠΑΣΟΚ, ο Νίκος Ανδρουλάκης με το κόμμα να καταγράφει το χειρότερο ποσοστό της ιστορίας τους, κάτι για το οποίο βέβαια δεν ευθύνεται ο ίδιος.
Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει στη νέα της γενιά όχι με όρους βιτρίνας αλλά με όρους ουσίας. Ναι, πρέπει να μπουν στα κοινά και ηλικιακά νέοι άνθρωποι -ακόμα και σ’ αυτό το κομματικό σύστημα ήδη υπάρχουν κάποιες αξιόλογες περιπτώσεις- αλλά κυρίως πρέπει να μπουν νέοι στις αντιλήψεις και στις πρακτικές. Άνθρωποι που δεν επιδιώκουν απλά την ταμπέλα του «προοδευτικού» ή του «συντηρητικού» αλλά μπορούν ν’ αντιληφθούν τι πρέπει να προασπιστεί και τι πρέπει ν’ αλλάξει για το κοινό καλό. Ας είναι αυτή, μία ευχή για το 2020…
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.