Του Μανώλη Ανδριγιαννάκη,
Η Ελλάδα, από την αρχή της οικονομικής κρίσης έως και σήμερα, υφίσταται αδιαλείπτως πληθυσμιακή συρρίκνωση λόγω της υπογεννητικότητας και ταυτόχρονα αφαίμαξη του εργατικού της δυναμικού εξαιτίας του brain drain. Τα παραπάνω ζητήματα εξακολουθούν να αποτελούν ανοικτές πληγές για την πατρίδα μας και θέτουν εν αμφιβόλω το μέλλον της μακροπρόθεσμα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναζητούνται οι πολιτικές που θα οδηγήσουν στην οριστική ανάσχεση των δύο αυτών αρνητικών φαινομένων, αφού οι μέχρις στιγμής προσπάθειες κρίνονται αποσπασματικές και αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στη ρίζα του. Απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση που θα στοχεύει τόσο στην τόνωση των γεννήσεων όσο και στην επιστροφή των νέων επιστημόνων που έφυγαν εκτός Ελλάδος τα χρόνια της κρίσης, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, με την εξάλειψη των αιτιών που τους οδήγησαν στη μετανάστευση.
Αρχικά, κρίνεται σκόπιμο να αναλύσουμε την κατάσταση που επικρατεί, καθώς και τις οικονομικές επιπτώσεις που ενέχουν τα φαινόμενα αυτά, προτού περάσουμε σε κάποιες σκέψεις ως προς τους τρόπους αντιμετώπισής τους. Οι επιπτώσεις τους αγγίζουν τόσο το εθνικό σύστημα ασφάλισης, όσο και την αγορά εργασίας και κατ’ επέκταση τα δημόσια οικονομικά και τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας. Είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε τη σημασία λήψης αμέσως μέτρων για να αλλάξουμε επιτέλους σελίδα και να προχωρήσουμε μπροστά, στην καθημερινότητα του 21ου αιώνα. Αυτός είναι και ο στόχος του παρόντος άρθρου.
Εκκινώντας από το δημογραφικό, είναι φανερό ότι συνιστά πρώτης τάξεως απειλή για την Ελλάδα. Όταν μειώνεται ο πληθυσμός της χώρας κατά χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες άτομα κάθε χρόνο και συγχρόνως έχουμε και μαζική φυγή νέων υψηλής κατάρτισης στο εξωτερικό, μοιραία είναι η γήρανση και συρρίκνωση του πληθυσμού. Μάλιστα, η πορεία αυτή θα είναι μάλλον μη αναστρέψιμη αν δεν παρθούν μέτρα. Παραθέτουμε μερικά μόνο βασικά στοιχεία που συνθέτουν αυτό το εκρηκτικό δημογραφικό μείγμα.
Εν αναμονή των στοιχείων για το 2019, την προηγούμενη χρονιά, το 2018, σημειώθηκε νέο αρνητικό ρεκόρ στον αριθμό των γεννήσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, οι γεννήσεις στην Ελλάδα, το 2018, ανήλθαν σε 86.440, καταγράφοντας μείωση ύψους 2,4% σε σχέση με το 2017, που ήταν 88.553. Την ίδια στιγμή, οι θάνατοι κατά το 2018 ανήλθαν σε 120.297. Συνολικά, δηλαδή, οι θάνατοι ήταν περισσότεροι από τις γεννήσεις κατά 33.857. Το φαινόμενο πλέον αποκτά χαρακτηριστικά μονιμότητας, αφού αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων καταγράφεται αδιαλείπτως από το 2011, με την «ψαλίδα», ειδικά την τελευταία τετραετία, να κυμαίνεται μεταξύ 25.894 το 2016 και 35.948 το 2017. Οι προβλέψεις για το πληθυσμιακό μέλλον της Ελλάδας είναι εξαιρετικά δυσοίωνες. Με βάση το χειρότερο σενάριο, ο πληθυσμός της χώρας θα φτάσει τα 8,3 εκατομμύρια το 2050. Μια πιο μετριοπαθής πρόβλεψη κάνει λόγο για 8,8 εκατομμύρια. Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για μία μείωση τουλάχιστον 2 εκατομμυρίων.
Ταυτόχρονα, ο υπάρχων πληθυσμός ολοένα και γηράσκει. Σε επίπεδο μέσης ηλικίας, αυτή αντιστοιχούσε στα 30,2 έτη το 1950, ενώ πλέον βρίσκεται στα 44 περίπου έτη, σε στοιχεία του 2018. Οι εκτιμήσεις του Ινστιτούτου για τη Δημοκρατία “Κωνσταντίνος Καραμανλής” κάνουν λόγο για μέση ηλικία στα 49 έτη, ως το 2050. Η αλλαγή στη σύνθεση του πληθυσμού γίνεται ολοένα και πιο έντονη και η δημογραφική γήρανση επιταχύνεται. Για πρώτη φορά στην δημογραφική ιστορίας μας, μάλιστα, η ηλικιακή ομάδα 0-14 ετών είναι πληθυσμιακά μικρότερη από την αντίστοιχη 65+ ετών. Αντίστοιχα, παρατηρείται συνεχής μείωση του εν δυνάμει εργατικού δυναμικού 15-64 ετών που συντελεί σε πλήθος προβλημάτων τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στο ασφαλιστικό σύστημα.
Ως αποτέλεσμα λοιπόν της δημογραφικής γήρανσης και συρρίκνωσης, συμπεριλαμβανομένου και του φαινομένου του brain drain, το εργατικό δυναμικό συρρικνώνεται. Από τη μία πλευρά, αυτό συνεπάγεται αδυναμία κάλυψης του συνόλου των θέσεων εργασίας που έχει ανάγκη η οικονομία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αστάθεια στην αγορά εργασίας. Την ίδια στιγμή, θα αναζητούνται εργατικά χέρια και εκτός Ελλάδος, γεγονός που βαθμιαία θα επέφερε μια σταδιακή αντικατάσταση πληθυσμού. Από την άλλη, ένα αποδυναμωμένο εργατικό δυναμικό οδηγεί με τη σειρά του σε μικρότερο αριθμό οικονομικά ενεργού πληθυσμού και άρα φόρων στα κρατικά ταμεία, όπως και εισφορών στα ασφαλιστικό σύστημα.
Με δεδομένο, ταυτόχρονα, πως οι συνταξιούχοι όλο και αυξάνονται, ενώ και το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται, δημιουργείται μια μη υγιής συνθήκη για την οικονομία. Λιγότεροι εργαζόμενοι πρέπει να θρέψουν, διαμέσου των εισφορών τους, περισσότερους συνταξιούχους. Αυτό, δεδομένου του ισχύοντος αναδιανεμητικού μοντέλου που ακολουθεί το εγχώριο ασφαλιστικό σύστημα, προοδευτικά έχει ως αποτέλεσμα τη διόγκωση της “μαύρης τρύπας” στα ασφαλιστικά ταμεία που χαρακτηρίζονται από υψηλά ελλείμματα. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που δεν μπορεί αυτόματα να αντιστραφεί, αλλά απαιτούνται συγκεκριμένες πολιτικές.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν για να ανακοπεί η φθίνουσα πορεία των γεννήσεων;
Σε πρώτη φάση, θα λέγαμε ότι απαιτείται η δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για νέες οικογένειες και εν δυνάμει γονείς, το οποίο θα ενθαρρύνει την τεκνοποίηση και τη δημιουργία οικογένειας. Ταυτόχρονα, εξίσου βοηθητική θα ήταν μια συντονισμένη προσπάθεια αλλαγής των αναπαραγωγικών συμπεριφορών, η οποία απαιτεί χρόνο και προϋποθέτει την προοδευτική αντικατάσταση των κυρίαρχων κοινωνικών αξιών με αξίες που «ευνοούν» περισσότερο την τεκνογονία. Στο πλαίσιο του σύγχρονου τρόπου ζωής, βέβαια, δεν είναι ξεκάθαρο το κατά πόσο είναι εφικτό το τελευταίο.
Στην πράξη, η δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την τόνωση των γεννήσεων μπορεί να περιλαμβάνει μια ευρεία δέσμη μέτρων, όπως ενισχύσεις οικονομικής φύσης στις νέες οικογένειες, παρεμβάσεις που επικεντρώνονται στη διευκόλυνση των γονέων, με στόχο την εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική τους ζωή, είτε και παρεμβάσεις που στοχεύουν στην καθημερινότητα του παιδιού και εν γένει στο γονικό λειτούργημα. Οι οικονομικές ενισχύσεις προς τους νέους γονείς μπορούν να πάρουν, επί παραδείγματι, τη μορφή οικογενειακών επιδομάτων, ειδικών πριμ για τη γέννηση παιδιού, φοροελαφρύνσεων ή και επιδοτήσεων για δωρεάν χρήση δημόσιων υπηρεσιών. Πρέπει δηλαδή η γέννηση και η ανατροφή ενός παιδιού από τεκμήριο και φορολογητέα ύλη να μετατραπεί σε στόχο και παράγοντα κρατικής ενίσχυσης.
Ταυτόχρονα, απαιτούνται με τη σειρά τους παρεμβάσεις και διευκολύνσεις που βοηθούν τους εν δυνάμει γονείς στο να μεγαλώσουν ένα παιδί, όπως άδειες μητρότητας και γονικές άδειες προς όφελος των παιδιών, ευέλικτα για τους γονείς ωράρια εργασίας, η ύπαρξη χώρων δημιουργικής απασχόλησης όλων των παιδιών προσχολικής ηλικίας, καθώς και η ύπαρξη κατάλληλων δομών και χώρων ψυχαγωγίας, προσβάσιμων στα παιδιά και τους γονείς (πλατείες, παιδικές χαρές, πάρκα με άλλες δραστηριότητες). Οτιδήποτε μπορεί να βοηθήσει την καθημερινότητα της νέας οικογένειας είναι στη σωστή κατεύθυνση και δύναται να βοηθήσει στην αντίστροφη της παρούσας κατάστασης.
Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να ανατραπεί η υπογεννητικότητα, απαιτείται τελικώς να περάσει στη συνείδηση των εν δυνάμει γονιών πως αξίζει να φέρουν ένα παιδί στον κόσμο που θα μεγαλώσει με τον καλύτερο τρόπο. Αυτό σχετίζεται άμεσα και με την πορεία της χώρας, της οικονομίας, των εισοδημάτων. Όσο διαρκεί ο φαύλος κύκλος της κρίσης θα παραμένει δύσκολο για πολλούς νέους να “ανοίξουν σπίτι” και οι μειωμένες γεννήσεις θα εξακολουθούν να αποτελούν τον κανόνα. Μέσα από την ανάπτυξη, της καλύτερη ποιότητα ζωής και τις προαναφερθείσες αναγκαίες παρεμβάσεις μπορεί να αντιστραφεί το κλίμα και οι γεννήσεις στη χώρα να πάρουν ξανά τα πάνω τους, θεμελιώνοντας τις επόμενες γενιές ελληνοπαίδων.
Από την άλλη πλευρά, το brain drain ως κατεξοχήν προϊόν της κρίσης και της εσωτερικής υποτίμησης που ακολούθησε, βλέπουμε να εμφανίζεται έντονα από τα πρώτα χρόνια των μνημονίων. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι και νέες, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, πήραν την απόφαση να μεταναστεύσουν, με σκοπό να βρουν όσα δεν μπορούσε να τους προσφέρει η πατρίδα τους. Το ποσοστό όσων επέλεξαν να φύγουν ανέρχεται συνολικά, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στο 8% επί του συνόλου των Ελλήνων που γεννήθηκαν στην χώρα. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σε περίπου 800.000- 900.000 ανθρώπους, με τους περισσότερους νέους Έλληνες μετανάστες να έχουν κατευθυνθεί προς την κραταιά Γερμανία.
Η συστηματική φυγή νέων επιστημόνων, στην πλειονότητά τους, και συχνά υψηλά καταρτισμένων έχει οδηγήσει σε μια σταδιακή ανισορροπία στην αγορά εργασίας. Στερεί από τη χώρα την αφρόκρεμα μάλιστα των επιστημόνων της, των δυνητικών διευθυντικών στελεχών, αλλά και άλλων εξειδικευμένων εργαζομένων και τεχνικών. Πρόσφατα στοιχεία ανέδειξαν το κενό που αφήνει το brain drain στην κάλυψη νευραλγικών θέσεων που έχουν ανάγκη δημόσιος και ιδιωτικός τομέας. Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε ο ΣΕΒ, για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις συστηματικά αδυνατούν να βρουν το κατάλληλο δυναμικό για την στελέχωση συγκεκριμένων θέσεων, φαινόμενο που λαμβάνει χώρα σε σημαντικό βαθμό. Είναι φανερό πως το brain drain έχει συντελέσει και σε μια ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας, με αποτέλεσμα οι απαιτήσεις των επιχειρήσεων να μην ταιριάζουν με τα προσόντα των υφιστάμενων υποψήφιων εργαζομένων.
Μάλιστα παρά τα μέτρα υπέρ της ανάπτυξης που έχουν ληφθεί τα τελευταία δύο χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των φοροελαφρύνσεων και της αύξησης του κατώτατου μισθού, η κατάσταση δεν έχει διαφοροποιηθεί ιδιαίτερα. Αντίθετα, εξακολουθεί να προκαλεί προβληματισμό το γεγονός ότι συνεχίζεται η φυγή νέων στο εξωτερικό, έστω και σε μικρότερο βαθμό, αποδεικνύοντας ότι οι πολιτικές αναστροφής του brain drain επί του παρόντος είναι αναποτελεσματικές.
Το κλειδί για τον τερματισμό του brain drain είναι η εξάλειψη των αιτιών που τους οδήγησαν στην μετανάστευση. Περισσότερες θέσεις εργασίας, υψηλότεροι μισθοί, ένα πιο θετικό εργασιακό περιβάλλον με καλύτερες συνθήκες εργασίας, εργασιακή ευελιξία, αξιοκρατία και δυνατότητες ανέλιξης είναι εκ των ον ουκ άνευ, ώστε να πεισθούν οι νέοι μετανάστες να επιστρέψουν στην πατρίδα. Γίνεται κατανοητό πως δεν είναι εύκολο, από τη μία μέρα στην άλλη, να γυρίσουμε πίσω στα προ κρίσης επίπεδα τόσο σε επίπεδο εισοδήματος όσο και ποιότητας ζωής, ωστόσο με τις κατάλληλες διαρθρωτικές αλλαγές μπορούμε να επαναφέρουμε ένα δείγμα αξιοπιστίας, σταματώντας σε πρώτη φάση τις νέες εκροές εργατικού δυναμικού. Με την πάροδο του χρόνου, τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και την άνοδο των εισοδημάτων, παρέχοντας και τα κατάλληλα κίνητρα για την επιστροφή, θα σταλεί το μήνυμα του επαναπατρισμού. Αρκεί να συνειδητοποιήσουν όσοι έφυγαν πως αν επιστρέψουν θα μπορούν να έχουν μια καλύτερη ζωή στην πατρίδα και περισσότερες ευκαιρίες να προκόψουν.
Καταλήγοντας, η κατάσταση αυτή, όπως έχει διαμορφωθεί, θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας της σε και της δημόσιας ασφάλισης. Η πολιτική ηγεσία του τόπου έχει το χρέος να αναλάβει τις ευθύνες της, προσφέροντας πραγματικές λύσεις σε δύο φαινόμενα που απειλούν το μέλλον του ελληνικού έθνους. Η ιστορία θα κρίνει αν οι ηγεσίες θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων ή θα συνεχίσουν να στρουθοκαμηλίζουν, αγνοώντας το μέλλον που έρχεται με ταχύτητα για την Ελλάδα μας.