Της Αναστασίας-Δήμητρας Βογιατζή,
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, μετά από έναν καταιγισμό πληροφοριών για την απόφαση της Κυβέρνησης για τεμαχισμό και απόσπαση των αρχαιοτήτων του Σταθμού Μετρό Βενιζέλου και ύστερα από πολύωρη συνεδρίαση ενέκρινε τελικά την επίσημη αυτή κρίση και συνεκδοχικά προσέτρεξε στην άμεση υλοποίηση της.
Τους τελευταίους μήνες η ετυμηγορία αυτή ταλανίζει μανιωδώς αρκετούς αρχαιολόγους, πολίτες αλλά και τους σεσημασμένους φορείς καθώς ο αρχαιολογικός θησαυρός, όπως αναφέρεται από πολλούς και η ιστορία του συντροφεύονται στον σκελετό των εδαφών της χώρας και φυλάσσονται όπως θα ανέφερε κάθε ειδικός, έτσι ώστε να αποτρέπονται από τη χλιδή του ανθρώπινου λήθαργου για υπερεκμετάλλευση. Τα αντικείμενα και οι αναπαραστάσεις αυτές αποτελούν την πολιτιστική μας κληρονομιά, το στίγμα της ελληνικής παρουσίας εν μέσω χρόνων και περιόδων όπου οι νέες γενιές δεν είχαν και σαφώς δεν διαθέτουν προσβασιμότητα. Αμέσως-αμέσως, λοιπόν, η εμπλοκή και η «λεηλάτηση» αυτών, αποτελεί στοιχείο, το οποίο υποδηλώνει την ασέβεια και την υποβάθμιση της αξίας των σπουδαίων αυτών ευρημάτων. Πρόκειται για χώρους και αντικείμενα, τα οποία ομιλούν από μόνα τους βάσει του ρυθμού τους, της εποχής τους και την πολύμορφης κατασκευής τους, που ενδεχομένως να καθήλωσαν κάθε ανθρώπινο ον ανεξαρτήτως ηλικίας και καταγωγής.
Παρόλα αυτά και με τα εύσημα της ΚΑΣ ο αρχαιολογικός αυτός χώρος, διότι περί αυτού πρόκειται, θα αποτελέσει λάφυρο της Αττικό Μετρό για την κατασκευή του σταθμού Βενιζέλου με 15 ψήφους υπέρ, δύο ψήφους κατά και δύο αποχές. Το μετρό της Θεσσαλονίκης ίσως να αποτελεί και «τρένο διασποράς» σημαντικών ελληνικών αρχαίων.
Ωστόσο, μία ιστορική αναδρομή στην απόφαση του ΚΑΣ το 2015 μαρτυρά ότι η έγκριση αποτελούσε πρόταση και μάλιστα όχι οριστικοποιημένη, ενώ το 2017 το ΚΑΣ και η ΥΠΑ αφορούσε πρώιμη μελέτη με κατά χώραν διατήρηση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων με την προσυπογραφή της «Αττικό Μετρό» που όπως και στο παρελθόν έτσι και σήμερα δεν υφίσταται καν στον χάρτη. Η απόφαση αυτή πέρα από την φθορά και βλάβη των αρχαιοτήτων προσυπογράφει και την παραβίαση της αρχαιολογικής νομοθεσίας, παρόλο που σαφέστατα υφίστανται λύση για την ταυτόχρονη πραγματοποίηση των έργων του σταθμού και της παρουσίασης των αρχαίων 100% και όχι διατμηματικά όπως υπολογίζεται με μικρότερο ποσοστό (92%). Αναμφίβολα ο ελληνικός λαός για ακόμα μία φορά δεν υπολογίζεται και δεν εμπεριέχεται στα όργανα και τα μέσα των αποφάσεων παρόλο που συγκέντρωσε πάνω από 20.000 υπογραφές πολιτών που τάσσονται κατά.
Συγχρόνως, η Europa Nostra απέστειλε επιστολή η οποία δεν υποστηρίζει την απόσπαση αυτή, λίγο πριν το ξεκίνημα της συνεδρίασης των 14ων ωρών. Αξίζει να τονιστεί ότι ο πανευρωπαϊκός οργανισμός για την Πολιτιστική Κληρονομιά, αναγνωρισμένος σύμβουλος και μη κυβερνητικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της UNESCO δεν είναι τυχαίο που λαμβάνει μία αρνητική θέση απέναντι σε ένα τέτοιου είδους αίτημα ανεπίτρεπτου χαρακτήρα, το οποίο δεν συμφωνεί με τις δεσμεύσεις πολιτιστικής κληρονομιάς που έχει υπογράψει η Ελλάδα, ενώ παράλληλα καταπατά μέρος του ελληνικού πολιτισμού και τον φθείρει ακαριαία. Επιπροσθέτως, το συγκεκριμένο μνημειακό τμήμα αποτελεί μικρό ποσοστό από τα κατάλοιπα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και χρονολογείται στην άγνωστη Ύστερη Ρωμαϊκή και Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (4ος-9ος αιώνας μ.Χ ). Για τους παραπάνω λόγους ο πανευρωπαϊκός οργανισμός πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να συνεχίζει την συντήρηση των αρχαίων όπως ακριβώς είχε συμφωνηθεί έτσι ώστε να εναγκαλίζεται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς που υπογράφηκε στη Βαλέτα (1992) και έγινε αποδεκτή στην Ελλάδα το 2005 καθώς υπακούει στο «άρθρο 5, IV.»
Η ουσία, αναμφίβολα, της απόφασης έγκειται στο γεγονός ότι ως Έλληνες υπήκοοι αδιαφορούμε για την πολιτιστική κληρονομιά μας και δείχνουμε το μέγιστο ενδιαφέρον για τα υλικά αγαθά τα οποία μεν διευκολύνουν τον τρόπο ζωής μας αλλά μας χαλιναγωγούν αντίστοιχα προς την κατεύθυνση της απαξίωσης και αδιαφορίας για τον ίδιο τον πολιτισμό μας και την ταυτότητα μας. Εκτός αυτού η Ελλάδα κατατάσσεται στους ευρωπαϊκούς λαούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μία διαφορετική και μοναδική νοοτροπία και ιστορία με αποτέλεσμα να στηρίζεται σε γεγονότα που μέχρι και σήμερα αναγράφονται μέσα από τέτοιου είδους ευρήματα. Είναι, λοιπόν, απαράδεκτο να ταφεί ένας πολιτισμός και να υποδουλωθεί στον ζυγό της νέας υπερκαταναλωτικής κοινωνίας και της τεχνολογίας. Διότι δεν πρέπει να φαινόμαστε κατώτεροι της πολιτιστικής μας ταυτότητας την κομβική στιγμή που εκείνη φτάνει στην επιφάνεια της παρουσίασης.