Του Παύλου Πετίδη,
Άλλη μια έρευνα ήρθε να μας υπενθυμίσει το πρόβλημα της παραοικονομίας που ταλανίζει την Ελλάδα. Για την ακρίβεια πρόκειται για μια ενδελεχή μελέτη που περιλαμβάνεται στα Working Papers του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δηλαδή τα κείμενα εργασίας των οικονομολόγων του. Με τίτλο «Explaining the Shadow Economy in Europe: Size, Causes and Policy Options», η μελέτη επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει το μέγεθος και τα αίτια της σκιώδους αυτής οικονομίας ενώ ανάμεσα στα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει, υπογραμμίζει ότι παρόλο που η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις αναπτυγμένες χώρες με βάση την κατάταξη του ΔΝΤ, διαθέτει μια σκιώδη οικονομία που ξεπερνά το 30% του ΑΕΠ, κάτι που συνήθως παρατηρείται σε αναδυόμενες οικονομίες όπως αυτές της Ανατολικής Ευρώπης.
Η συγκεκριμένη μελέτη, μολονότι δεν είναι ακριβώς εμπειρική, χρησιμοποιεί μια προσέγγιση μοντέλου, την MIMIC (Multiple Indicators – Multiple Causes), η οποία ενσωματώνει άλλες παραμέτρους της οικονομίας από το ποσοστό συμμετοχής του εργατικού δυναμικού μέχρι την παραγωγικότητα και το βαθμό κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, προκειμένου να μπορέσει να εντοπίσει το ποσοστό της παραοικονομίας που βρίσκεται πίσω από αυτές τις παρατηρούμενες παραμέτρους. Ανεξαρτήτως της ακρίβειας της, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος τονίζει ένα πραγματικό ζήτημα, καθώς και τα προβλήματα που γεννιούνται από τη σκιώδη οικονομία πρώτα και κύρια ως προς την απώλεια δημόσιων εσόδων για τη φορολογία και το ασφαλιστικό σύστημα, ιδίως όταν τα έσοδα από άτυπες δραστηριότητες ανακυκλώνονται σε άτυπες δραστηριότητες και δεν καταναλώνονται με τρόπους που επιτρέπουν φορολόγηση.
Το πρόβλημα στην ελληνική περίπτωση με τη συνεχιζόμενη ύπαρξη σημαντικής παραοικονομίας, υπογραμμίζει η έρευνα, σχετίζεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αφορούν την ελληνική οικονομία. Δύο παράμετροι είναι κρίσιμοι: η υπερφορολόγηση και η σταδιακή συρρίκνωση των εισοδημάτων ως αποτέλεσμα της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης. Όσον αφορά την υπερφορολόγηση, είναι γεγονός ότι εάν συνυπολογίσουμε την φορολογία, τις ασφαλιστικές εισφορές, το τέλος επιτηδεύματος και την προκαταβολή φόρου, ένας ελεύθερος επαγγελματίας μπορεί να βρεθεί να δίνει έως και το 70% των εισοδημάτων του, την ώρα που ως καταναλωτής έχει να αντιμετωπίσει και αυξημένους ΦΠΑ. Ακόμα και αν λάβουμε υπόψη μας ότι τα σύγχρονα κράτη αφιερώνουν 40% με 50% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος τους σε δημόσιες δαπάνες, θα ανάμενε κάποιος να υφίσταται όντως επιβάρυνση στην «επιχειρηματική δραστηριότητα». Όμως υπάρχει τεράστια διαφορά, απόσταση ανάμεσα σε μια επιβάρυνση 40% και μια επιβάρυνση 70%, την ίδια ώρα που οι ίδιες οι αμοιβές για παροχή διαφόρων υπηρεσιών παραμένουν χαμηλές.
Κατά συνέπεια, κατασκευάζονται οι κατάλληλες συνθήκες και γεννούνται πραγματικά κίνητρα ώστε ένα μέρος του εισοδήματος να μην δηλώνεται και άρα να μην υφίσταται υπερφορολόγηση. Παράλληλα, το γεγονός ότι οι «ελεύθεροι επαγγελματίες» με μικρά εισοδήματα είναι οι αποδέκτες των μεγαλύτερων επιβαρύνσεων, σημαίνει ότι π.χ. για μισθωτούς η όποια παράλληλη απασχόληση συμπληρώνει το εισόδημα δεν έχει κίνητρο να είναι δηλωμένη. Μάλιστα εδώ παρατηρούμε το φαινόμενο οι χαμηλοί μισθοί και ημερομίσθια να σπρώχνουν στην παράλληλη απασχόληση και ταυτόχρονα να την κάνουν συμφέρουσα μόνο εάν είναι αδήλωτη. Μάλιστα, καταλήγουμε στο εξής παράδοξο: να αποτελεί συμφέρον για ορισμένους φορολογούμενους να διατηρούν τη δική τους «παράλληλη» οικονομία! Να συνδυάζουν, δηλαδή, την δική τους αδήλωτη εργασία ή παροχή υπηρεσιών με την αντίστοιχη πληρωμή επίσης αδήλωτων υπηρεσιών που ως καταναλωτές μπορεί να έχουν ανάγκη. Ο τεχνικός κάνει επισκευές χωρίς να κόβει απόδειξη για να μπορεί να πληρώσει τα ιδιαίτερα μαθήματα του παιδιού, επίσης χωρίς απόδειξη.
Όπως αποκαλύπτουν οι συγγραφείς της μελέτης, η έως τώρα διαχείριση του φαινομένου της παραοικονομίας περιλάμβανε τη χρήση της αστυνομίας, με σημαντικές επιβαρύνσεις όποτε διαπιστώνεται, χωρίς όμως ουσιώδη κίνητρα ώστε να μην συνεχίζονται η πρακτική των αδήλωτων εισοδημάτων. Επίσης, η χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών που το ίδιο το Δημόσιο προσφέρει δυσχεραίνει τα πράγματα ακόμα περισσότερο. Διατηρούνται, βεβαίως και ριζωμένες νοοτροπίες που συντηρούν την αδήλωτη εργασία και δεν κατανοούν ότι σε τελική ανάλυση τέτοιες πρακτικές προκαλούν σοβαρές αγκυλώσεις στη λειτουργία της οικονομίας και οδηγούν το Δημόσιο στην υιοθέτηση «τιμωρητικών πρακτικών» για να καλύψει τις απώλειες στα δημόσια οικονομικά. Η επιτυχής κατάκτησης μίας υγιούς «φορολογικής συνείδησης» προϋποθέτει και μία διαφορετική στάση από το κράτος και το σύνολο του κρατικού μηχανισμού. Απαιτεί την προσφορά υπηρεσιών υψηλού επιπέδου, την λήψη μέτρων με αναπτυξιακό χαρακτήρα καθώς και την αντιμετώπιση των «νόμιμων» μορφών φοροδιαφυγής. Μια τέτοια στάση θα παρήγαγε πραγματικά κίνητρα, υλικά και ηθικά, σε όλους τους φορολογούμενους να αμβλύνουν τις σκιώδεις πρακτικές που συστηματικά ακολουθούν.
Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης και μεταπτυχιακός φοιτητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Οικονομικές Σπουδές. Έχει πραγματοποιήσει πρακτικές ασκήσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ενώ έχει συμμετάσχει σε πλήθος συνεδρίων και προσομοιώσεων οργάνων των Ηνωμένων Εθνών (MUN). Απασχολείται σε Ερευνητικό Κέντρο Οικονομικής Πολιτικής, Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης (ΕΚΟΠΔΑ) του Πανεπιστημίου Αθηνών.