12.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964


Του Παναγιώτη Τσελέκη,

Αν θέλουμε να σημειώσουμε τις πέντε πιο εμβληματικές προσωπικότητες που δραστηριοποιήθηκαν στη ελληνική πολιτική σκηνή, κατά τον 20ο αιώνα, τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου συγκαταλέγεται για πολλούς λόγους σ’ αυτούς. Η πολιτική παρουσία του Γ. Παπανδρέου στο χώρο της παιδείας, δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε παροδική. Συνδέεται βαθύτερα με μια μακρά εποχή, όπου το ελληνικό έθνος πάσχιζε να βρει την σύγχρονη πνευματική και γλωσσική του ταυτότητα.

Οι πιο εμφανείς εκδηλώσεις αυτής της αναζήτησης ήταν το εκπαιδευτικό και το γλωσσικό ζήτημα. Ζητήματα, τα οποία, στη πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, εξελίχθηκαν σε πραγματικά κινήματα, όπως οι δημοτικιστές και ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, που με εξέχοντες εκπαιδευτικούς και ανθρώπους των γραμμάτων, ήταν από το 1910 για δυο σχεδόν δεκαετίες στο προσκήνιο των αγώνων. Τα δύο αυτά ζητήματα -το εκπαιδευτικό και το γλωσσικό- τα έβλεπε ως ένα ενιαίο εθνικό ζήτημα, ως ζήτημα εθνικής παιδείας. Ήταν η θέση του πολιτικού ηγέτη, που απέβλεπε σε μια φιλελεύθερη κοινωνική δημοκρατία, η οποία θα στηριζόταν στην κοινωνική απελευθέρωση και πρόοδο του λαού. Η πιο φιλόδοξη απόπειρα μεταπολεμικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στάθηκε αυτή του 1963-1965, η οποία έμεινε γνωστή ως η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1964.

Ήταν συνολική, αφορούσε δηλαδή τη διάρθρωση, τη διοίκηση, τη χρηματοδότηση, το περιεχόμενο των σπουδών και προσπάθησε να γίνει, όχι απλώς ένας σταθμός της στατικής πορείας αλληλοδιαδοχής μεταρρύθμιση-αντιμεταρρύθμιση, αλλά αυτό που έχει προσδιοριστεί ως αλλαγή προσανατολισμού και που συνίσταται σε νέους σκοπούς, νέους φορείς και σε ευέλικτα σχήματα. Διακατεχόμενος από έντονο προσωπικό ενδιαφέρον για την τύχη της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αναλαμβάνει ο ίδιος το Υπουργείο Παιδείας.

Στις 16 Νοεμβρίου του 1964, λίγες μόνο ημέρες μετά από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την Ένωση Κέντρου, σε εισήγησή του προς το Υπουργικό Συμβούλιο ανακοινώνει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Η Κυβέρνηση έχει αποφασίσει να δώσει πνοή στο εκπαιδευτικό έργο. Θα αναπτερώσει το φρόνημα των εκπαιδευτικών λειτουργών, θα ενισχύσει την υλική επάρκεια, την αξιοπρέπεια και το κύρος τους και θα εμπνεύσει ενθουσιασμό για να γίνουν στρατιώτες στην μεγαλύτερη προσπάθεια ανύψωσης της στάθμης των σπουδών, καθώς και του ήθους, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η αρετή και η πίστη στα εθνικά πεπρωμένα είναι το εκπαιδευτικό ιδεώδες. Ελεύθερους, έντιμους και γενναίους πολίτες καλούνται να δώσουν στην κοινωνία τα σχολεία.»

Αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα σημεία της εκπαιδευτικής αυτής μεταρρύθμισης, για να δείξουμε τη σημασία της μέσα στο ιστορικό πλαίσιο των καιρών, από το οποίο εμφορείται. Δύο από τα βασικά μέτρα ήταν η καθιέρωση της δωρεάν παιδείας και η επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στα εννέα χρόνια, μέτρα που κατοχυρώνουν το ιδανικό του Παπανούτσου για δημοκρατική παιδεία. Αναφορικά με το θέμα της γλώσσας, φαίνεται πως για μια ακόμη φορά μετατρέπεται σε πεδίο αντιπαράθεσης και για μια επιπλέον φορά, γίνεται φανερό ότι πλαισιώνει πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές. Η λόγια γλώσσα έχει πλέον συνδεθεί σε μεγαλύτερο βαθμό ή έστω σε μεγάλο με τη συντήρηση στην εκπαίδευση, τη διακυβέρνηση και τον τρόπο σκέψης, ενώ η δημοτική φαίνεται πιο ευέλικτη, ικανή να εκφράσει και να μορφοποιήσει τις τάσεις και τις ανάγκες των καιρών.

Ένα άλλο σημαντικό μέτρο ήταν η καθιέρωση του ακαδημαϊκού απολυτηρίου, που έδινε τη δυνατότητα να περνούν οι υποψήφιοι σε σχολές της επιλογής τους, γεγονός που με τις εκπαιδευτικές αλλαγές της μεταπολίτευσης, δεν κατορθώθηκε. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Γ. Παπανδρέου εξάλλου, προδρομικά, είχε διαβλέψει και απεμπολήσει τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί η εκπαίδευση, όχι αυτοτελώς, αλλά ως μονόδρομος για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Πρέπει να τονιστεί, επίσης, η έμφαση που δίνεται στη ξένη γλώσσα, καθώς και η εισαγωγή της διδασκαλίας στοιχείων Κοινωνιολογίας. Άλλωστε και η οργάνωση των Παιδαγωγικών Ακαδημιών και η πρόνοια για την αναβάθμιση της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, δείχνει πόσο ειλικρινής ήταν η προσπάθεια για την ανόρθωση της εθνικής παιδείας. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, στρεφόταν και η ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, στο να γίνει δηλαδή οργανωμένος και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την παιδεία -απαλλαγμένος από τις κομματικές σκοπιμότητες που θα προσδιόριζε τις εκπαιδευτικές αλλαγές, που ήταν αναγκαίες για το ελληνικό κράτος-. Μέσω αυτού, οι εκπαιδευτικοί και οι προϊστάμενοι θα έπαυαν να είναι φορείς ελέγχου και χειραγώγησης και θα γίνονταν διάμεσοι της καθημερινής εκπαιδευτικής πραγματικότητας και του απαιτούμενου κρατικού προγραμματισμού. Βέβαια, για τη μεταρρύθμιση αυτή εκφράστηκαν και αντιδράσεις, οι οποίες ήταν με τη νηφάλια σιγουριά των από καθέδρας αρμοδίων.

Όλοι συμφωνούσαν για τους σκοπούς, αλλά επισήμαιναν πως τα νέα μέτρα όχι μόνο δεν τους κάλυπταν, αλλά τους πρόδιδαν κιόλας. Σ΄ ένα κοινό πλαίσιο πολεμικής συσπειρώνονται η Ιερά Σύνοδος, η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων, η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης και η Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία, καθώς και πανεπιστημιακοί και Ακαδημαϊκοί με προεξέχοντα τον Κωνσταντίνο Γεωργούλη. Είναι πολύ, ενδεικτικό, όμως ότι όλοι παρά τις διαφορές στις πρακτικές επίλυσης των προβλημάτων, ξεκινούν, υπερθεματίζοντας τους στόχους της μεταρρύθμισης. Δηλωτικό του γεγονότος, είναι επίσης το γεγονός ότι μέσα σε όλη τη σύγχυση έχουν πάψει να υφίστανται σημεία στασιμότητας και ότι ο λαός μπορεί να αξιώνει την κοινή επαγγελία του εκσυγχρονισμού, την πορεία προς το δρόμο της Ευρώπης. Ο Παπανούτσος εξοστρακίζει τις πολεμικές, θέτοντας το ζήτημα σε άλλη βάση: μιλά για διακομματικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Ο Γ. Παπανδρέου έγινε πατέρας της σύγχρονης ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Η εκπαιδευτική πολιτική, όπως τη συνέλαβε, αποτέλεσε τη βάση της μεταπολεμικής εκπαιδευτικής πολιτικής και έγινε η λύση που, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, ανταποκρινόταν με τον καλύτερο τρόπο στην ελληνική πραγματικότητα. Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα, σχεδόν ταυτόχρονα με τον υπόλοιπο κόσμο αντιλαμβάνεται τις δυνατότητες ανάπτυξης στον τομέα της εκπαίδευσης και αρχίζει να βλέπει πως η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εφαρμογή του οράματος των ίσων ευκαιριών, των ανάλογων με τις ικανότητες των ατόμων. Το μεταρρυθμιστικό έργο του 1963-1965 και η επίδρασή του στις μεταπολιτευτικές μεταρρυθμίσεις αποδεικνύουν πως οι νόμοι που στηρίζονται στις κοινωνικές ανάγκες και τα αιτήματα των καιρών έχουν ισχύ και μπορούν να επιτελέσουν έργο που ξεπερνά τη βραχύβια ισχύ τους και καθιστούν, έτσι, προσωρινή την όποια προσπάθεια επιβολής πολιτικού ή άλλης μορφής αυταρχισμού.


Βιβλιογραφία:

  • Ελευθέριος Βερυβάκης, Το πολιτικό σκίτσο ενός ηγέτη-Γεώργιος Παπανδρέου Πρωθυπουργός 1888-1968, Αθήνα 2005.
  • Σόλων Γρηγοριάδης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974 (Από το Λίβανο ως τη Βάρκιζα), Αθήνα 2011.
  • Γεώργιος Κασιμάτης, Παύλος Πετρίδης, Άγγελος Σιδεράτος, Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968) Κορυφαίες στιγμές της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας, Αθήνα 1988.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Τσελέκης
Παναγιώτης Τσελέκης
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Αποφοίτησε το 2018 από το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών με τίτλο «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία: Νέες θεωρήσεις και προοπτικές, ενώ παράλληλα ολοκληρώνει και το δεύτερο πτυχίο του σε προπτυχιακό επίπεδο στο Τμήμα Πολιτικών επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος σεμιναρίων, ημερίδων και συνεδρίων με θέματα που άπτονται του ενδιαφέροντός του.