Του Θάνου Γκλαβέρη,
Τη δεκαετία του 2000 η Ευρώπη –τότε βέβαια δεν αντιδιαστελλόταν με την Ελλάδα, παρά αποτελούσαν συνώνυμα– κοιτούσε τον κόσμο περήφανα. Είχε το καλύτερο επίπεδο δημοκρατίας, το καλύτερο επίπεδο φιλελευθερισμού και το καλύτερο επίπεδο κοινωνικής προστασίας. Και όχι μόνο αυτό· φιλοδοξούσε να τα διδάξει και να τα μεταδώσει και στα υπόλοιπα κράτη που στάθηκαν λιγότερο τυχερά.
Είναι δύσκολο να διανοηθεί κανείς πόσο πρόσφατα υπήρξε αυτό το χρεοκοπημένο παρελθόν. Γιατί ο σημερινός κόσμος δε του θυμίζει σε τίποτα. Για την αλλαγή του διακόπτη θα έλεγε κανείς ότι χρειάστηκε μια στιγμή, ίσως όσο περίπου πήρε στη Μέρκελ να μετατρέψει το πολυδιαφημιζόμενο πρώτο καλωσόρισμα στους πρόσφυγες σε σιωπηλό κλείσιμο συνόρων.
Στο δημόσιο λόγο, το άλλοτε περιφερειακό και καφενειακό, το χουντικό ακόμη, έχει μετατραπεί σε κυρίαρχη αφήγηση, ενώ και αυτή η απλή και καθόλου ρηξικέλευθη παραδοχή ότι «όλοι είμαστε άνθρωποι» ή «αυτός ο αστυνομικός δε χρειαζόταν να χτυπά έτσι αφότου έχει καταφέρει τη σύλληψη» βαφτίζεται «συριζαϊκή» και «φασιστική», και στιγματίζεται ως ακραία. Οι ρόλοι δηλαδή ανάμεσα σ’ αυτό που ντρέπεσαι να πεις και στο κοινώς αποδεκτό, που λέγεται άφοβα, έχουν πλήρως αντιστραφεί.
Σήμερα, τα social media έχουν δώσει τη δύναμη στους πολίτες –πλέον και στους πενηντάρηδες, κάτι που κάποτε ήταν αδιανόητο– να καθορίζουν την ημερήσια διάταξη. Και αυτοί, από τη στιγμή που συντηρητικοποιήθηκαν μαζικά, νιώθοντας απαλλαγμένοι από τη επιφανειακή σοβαρότητα των καναλιών, επέβαλλαν ένα νέο αυθεντικότερο κώδικα ηθικής και επικοινωνίας. Πλέον τα πράγματα, όπως και οι βρισιές, λέγονται με το όνομά τους. Τα γελάκια βρίσκονται σαν από πάντα κάτω από κάθε είδηση σεξουαλικής κακοποίησης από καθηγήτρια. Η σιγουριά ότι η καταγγέλλουσα βιασμό από διάσημο ψεύδεται, τα «έλα που δεν ήθελε», τα αμέτρητα αιτήματα για απαγχονισμό, οι προδότες πολιτικοί, η δικαιοσύνη που τους βγάζει όλους έξω, οι «λάθρο», αυτοί που ξέρουν πολλά (αλλά δε μας τα λένε), οι ακόλουθοι του Σώρρα, οι φουσκωτοί χρυσαυγίτες, οι θεωρίες συνωμοσίας, οι θεούσες, όλα με όσα ξεδίνουν οι Έλληνες από τη στιγμή που τους δόθηκε η φωνή είναι εκεί. Τα βγάζουν από μέσα τους, λες και δε θα τα δει κανείς, πράγματα που διά ζώσης θα σκέφτονταν δυο φορές πριν ξεστομίσουν στους τριγύρω. Και έτσι ενθαρρύνονται ακόμα παραπάνω, ο ένας απ’ τον άλλο. Διεκδικούν απ’ τα sites μόνο τα θέματα που θέλουν να διαβάζουν. Αναγιγνώσκουν την πραγματικότητα κατά το δοκούν, τη διαστρεβλώνουν και φτιάχνουν εξαπατώντας και εξαπατώμενοι μια πιο βολική.
Όμως τα πρότυπα μιας κοινωνίας ανεκτικής, που κάποτε κυριαρχούσε έστω και κατ’ επίφαση, είναι απλά. Δεν χρειάζεσαι να αγαπάς τον άλλον για να τον ανέχεσαι. Είτε τον αγαπάς είτε τον μισείς, είτε τον φοβάσαι είτε τον φθονείς, η ανεκτικότητα ανταπαντά απλά: δε μας ενδιαφέρει. Απ’ όποια ράτσα ή θρησκευτική κοινότητα κι αν είσαι, τι μας νοιάζει; Δεν μπορείς να φωνάζεις στον άλλο, σα να είσαι παιδάκι, ούτε να τον κοιτάζεις περίεργα, ή να κάνεις «τς, τς, τς» αποδοκιμαστικά. Είναι αγένεια. Τρόπους δε σου έμαθαν;
Στις ανεκτικές κοινωνίες, αυτές που νομίζαμε ότι θα διαρκούσαν για πάντα (τουλάχιστον από τη στιγμή που νιώθαμε ότι «ανήκουν στο μέλλον»), δεν είναι τίποτα που σε περιορίζει περισσότερο από την αστική ευγένεια. Η ίδια ακριβώς που σε προστάζει να μη κοιτάζεις επίμονα τον ανάπηρο στη διπλανή θέση ή που σε σταματά από το να πάρεις τα όπλα εναντίον εκείνου που έχει άλλη άποψη ή διαφορετική θρησκεία. Σε κοινωνίες ανεκτικότητας, είναι εκείνος που φέρεται ανάγωγα που στιγματίζεται ως ρατσιστής, ως απολίτιστος, ως ακροδεξιός, και όχι το θύμα, που δε θα κεντρίσει εν προκειμένω την προσοχή. Έτσι, το σύνολο των ρατσιστικών πεποιθήσεων, των συμπλεγμάτων ή των θεωριών που επιφυλάσσουν μια προνομιούχα θέση στον άντρα στις οποίες τυχόν πιστεύει κάποιος θα απωθηθούν στο ενδόμυχο και θα εξωτερικευτούν μόνο τώρα, που το κοινωνικό συμβόλαιο της ανεκτικότητας έχει λυθεί.
Πλέον είναι κοινωνικά αποδεκτό να φωνάζεις στον άλλο από θέση υπεροχής, να του κλείνεις χαιρέκακα την πόρτα στα μούτρα, να τον υποβάλλεις σε μεροληπτικούς ελέγχους εισιτηρίων ή να φωνάζεις προς τα μωρά που κλαίνε να σταματήσουν «γιατί στην Ελλάδα είμαστε αλλιώς, τα μωρά δεν κλαίνε». Ξέρεις ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αφού κανείς δε θα σου ζητήσει το λόγο, κανείς δε θα σε τιμωρήσει, κανείς ή σχεδόν κανείς δε θα προβάλει αντίλογο. Έχει επιβληθεί μια σιωπηρή συμμαχία της πλειοψηφίας, καθώς και ένα αφήγημα περί «μουσουλμάνων», εχθρών της Ελλάδας, που τους στέλνει ο Ερντογάν για να μας αλλοιώσουν, που τους δίνουν λεφτά, που θα εξεγερθούν εναντίον μας», το οποίο ενίοτε τη νομιμοποιεί ιδεολογικά.
Στην πραγματικότητα, η ίδια η λέξη «λαθρομετανάστης» έχει ακριβώς τη λειτουργία να αποστασιοποιεί τον χρήστη της από αυτόν για τον οποίο χρησιμοποιείται. Να τον απανθρωποποιεί. Να νομιμοποιεί ό,τι κι αν πει ή κάνει αυτός μετέπειτα σε βάρος του δεύτερου. Η αλήθεια είναι ότι όλοι είμαστε μαθημένοι σ’ αυτή την ηθική της ομάδας, βρίσκεται στο υποσυνείδητό μας. Ο Χ είναι είτε δικός μας, είτε εχθρός μας, είτε άνθρωπος είτε τέρας. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι προπαγάνδες που εμψυχώνουν τους στρατιώτες σε καιρό πολέμου ξεκινούν από το ότι οι απέναντι δεν είναι άνθρωποι, αλλά κτήνη· κάτι που πετυχαίνει επί αιώνες.
Την ίδια χρησιμότητα επιτελούν και οι διαχωρισμοί τύπου πρόσφυγες/μετανάστες. Δεν ενδιαφέρει εδώ η νομική έννοια του πρόσφυγα, ούτε φυσικά ο χρήστης των όρων αντιλαμβάνεται τη στάθμιση ανάμεσα στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη διαφύλαξη της πολιτειακής εξουσίας, όπου η πρώτη εδώ υπερτερεί. Αλλά ούτε και στο διαχωρισμό ανάμεσα σε νόμιμους και παράνομους μετανάστες συνειδητοποιούνται αληθινά οι όροι και οι προϋποθέσεις ώστε μια μετανάστευση να είναι νόμιμη. Αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει είναι η ηθική φόρτιση των λέξεων. Η ίδια η απλή, βολική, μανιχαϊκή ερμηνεία του κόσμου, όπου η διάκριση είναι μόνο ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς, στους δικούς μας και τους εχθρούς. Δυνητικά, αυτούς που απαγορεύεται να κακομεταχειριζόμαστε και αυτούς που επιτρέπεται.
Σήμερα, η αλήθεια είναι ότι μπορούμε ακόμα να μιλάμε για έναν κόσμο αρκετά όμορφο, όπου όλοι απολαμβάνουν τα στοιχειώδη δικαιώματα, τις ελευθερίες, τη δημοκρατία. Κι ωστόσο με μία τεράστια τρύπα. Η οποία είναι τόσο αναπόφευκτη, όσο ήταν κάποτε αναπόφευκτη μια αντίστοιχη τρύπα για τους φιλοσόφους οι οποίοι προσπαθούσαν να μιλήσουν για δικαιώματα και ισότητα σε κοινωνίες με δούλους, δηλαδή ανθρώπους όχι σαν και όλους τους άλλους. Όπου η τρύπα αυτή έχασκε εκκωφαντικά.