Της Μαριλένας Γιαννίκα,
Εάν μία φράση θα μπορούσε να συνοψίσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Αμερική θα ήταν η εξής: “15 κατά του Τραμπ, με ελάχιστες ελπίδες”. Στις αρχές του 2019 ξεκίνησε και επίσημα η κούρσα των Δημοκρατικών με σκοπό την ανάληψη του χρίσματος του κόμματος για την αναμέτρηση με τους Ρεπουμπλικανούς στις 59ες αμερικανικές εκλογές. Ο αρχικός αριθμός ρεκόρ των 21 υποψηφίων πλέον έχει περιοριστεί στους 15 και πλέον διαφαίνεται πως κανείς εξ αυτών δεν είναι μέχρι στιγμής σε θέση να υπερκεράσει τον Τραμπ τον Νοέμβριο του 2020 για 3 βασικούς λόγους.
Πρώτος και αναμφισβήτητος, το impeachment, δηλαδή η διαδικασία αποπομπής. Υπό τις κατηγορίες της κατάχρησης εξουσίας και παρακώλυσης του Κονγκρέσου, που κάθε άλλο παρά αβάσιμες δεν είναι, ο Τραμπ θα κατορθώσει να βγει δυνατότερος για τον απλούστατο λόγο ότι οι Ρεπουμπλικάνοι διαθέτουν 53/100 έδρες στην Γερουσία και συσπειρωμένη κομματική βάση, οπότε μία καταδίκη από την τελευταία δε διαφαίνεται καν ως ενδεχόμενο. Από την άλλη πλευρά, το παράδειγμα της πρόσφατης απόπειρας αποπομπής του προέδρου Κλίντον το 1998-1999, έπρεπε να έχει διδάξει τους Δημοκρατικούς πως όταν ο στόχος είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτος και αυτό είναι κοινό γνώρισμα, συνήθως το εξιλαστήριο θύμα θα είναι εκείνοι που εκκίνησαν εξαρχής τη διαδικασία. Εν προκειμένω, το αποτέλεσμα θα είναι μία σύντομη δίκη και θυματοποίηση του Τραμπ, μετέπειτα αθώωσή του από τη Γερουσία και κατά συνέπεια, ένας ακόμη πιο ενισχυμένος πυρήνας των Ρεπουμπλικανών.
Δευτερευόντως, οι Δημοκρατικοί βρίσκονται σε πόλωση. Από τους 5 επικρατέστερους υποψηφίους οι τέσσερις βρίσκονται ισάριθμα μοιρασμένοι σε αντίθετα ιδεολογικά στρατόπεδα με τους Σάντερς και Γουόρεν να επικρίνονται για τα πιο αριστερά τους προγράμματα από τους Μπάιντεν και Μπούτιτζατζ και τον Μάικλ Μπλούμπεργκ να διατυμπανίζει πως κανείς από τους προαναφερθέντες δεν μπορεί να ορθώσει ανάστημα έναντι του Τραμπ. Όλοι καταδικάζουν την προεδρική πολιτική, ωστόσο αυτό είναι ίσως, το μοναδικό στοιχείο στο οποίο συλλογικά συμφωνούν, με τις απόψεις τους σε ζητήματα υγείας και εξωτερικής πολιτικής να παρουσιάζουν σοβαρές αποκλίσεις.
Τέλος, είναι σαφές πως σαν αυτούσια παρουσία κανένας υποψήφιος δε θα μπορούσε μέχρι στιγμής να αποτελέσει αντίπαλο δέος για τον Τραμπ, διότι ο καθένας αντλεί τη δύναμή του από ορισμένες μόνο πηγές εκλογέων, χωρίς καμία συσπειρωτική τάση. Πέρα από τις φανερά ασύμβατες με τα αμερικανικά δεδομένα εξόχως αριστερές πολιτικές, το γενικότερο προφίλ των υποψηφίων δε φαίνεται να ικανοποιεί. Οι 4 ηλικιακά (και όχι μόνο) κορεσμένοι υποψήφιοι είναι ένα στοιχείο που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί, ενώ από την άλλη ο μόλις 37χρονος Μπούτιτζατζ, δήμαρχος μιας πόλης μόλις 100.000 κατοίκων στην Ιντιάνα, πρώτος ομοφυλόφιλος υποψήφιος που έχει πραγματικά πιθανότητες στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο, αποτελεί σαφώς ένα θετικό ριζοσπαστικό μοντέλο, ίσως όμως με σύντομη ημερομηνία λήξης λόγω έλλειψης αντικρίσματος.
Αποτελεί κοινό γνώρισμα πως η νίκη του 2016 βασίστηκε στην ανάγκη του πληγωμένου εγωισμού του αμερικανικού λαού για ισχυρή οικονομία, σκληρή πολιτική απέναντι στη μετανάστευση και έναν πρόεδρο που κρατά επιτέλους αυστηρή στάση απέναντι στην Κίνα. Εκεί πρέπει να εστιάσουν οι Δημοκρατικοί εάν θέλουν να έχουν κάποια πιθανότητα νίκης στις εκλογές του 2020· στην ανάγκη του λαού για ένα πρόεδρο που θα σέβεται περισσότερο τις δημοκρατικές αξίες, θα βάζει σε πρώτο πλάνο τις επιχειρήσεις και την οικονομία, ικανό να προσελκύσει όλες τις μερίδες του πληθυσμού που ο Τραμπ απομακρύνει, διατηρώντας όμως πάντα τα στοιχεία εκείνα που ανέδειξαν εξαρχής τον τελευταίο στην εξουσία. Τέλος, με την κούρσα πλέον στην αυγή της νέας χρονιάς να αναδεικνύεται αγώνας για τέσσερις, αναμένονται σημαντικές ανακατατάξεις.