Της Σωτηρίας Γιαννακοπούλου,
Η σαρωτική νίκη Τζόνσον στις πρόσφατες βρετανικές εκλογές ερμηνεύθηκε ως μια προσπάθεια από μέρους των Βρετανών για λήξη των μαραθωνίων διενέξεων περί της εξόδου του κράτους τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρακινούμενοι, σαφώς, από την κόπωση που έχει προκαλέσει το μεταβατικό αυτό στάδιο στο οποίο έχουν εγκλωβιστεί τη τελευταία διετία, χωρίς ωστόσο να αποκομίζουν και κάποιο απτό αποτέλεσμα, επέλεξαν τη λύση των συντηρητικών, προκειμένου να δοθεί ένα οριστικό τέλος στη διαιώνιση του υπάρχοντος κλίματος αβεβαιότητας, το οποίο θίγει την αξιοπιστία της παραδοσιακής αυτής «Μεγάλης Δύναμης» στους διπλωματικούς κύκλους, ενώ ταυτόχρονα φθείρει σημαντικά και την οικονομία της. Εντούτοις, η επιλογή του Brexit μέσω της παραχώρησης του χρίσματος στην κυβέρνηση Τζόνσον φαίνεται να πλήττει την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου, λειτουργώντας ως δίκοπο μαχαίρι στις σχέσεις μεταξύ των χωρών που το συγκροτούν, επαναφέροντας στο προσκήνιο τις αυτονομιστικές τάσεις της Σκωτίας, η οποία αντιτέθηκε εξ αρχής στην ιδέα της αποχώρησης από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, κατηγορώντας το Λονδίνο για αδιαφορία έναντι των αντιρρήσεών της και λήψη μονομερών αποφάσεων, διατρανώνοντας παράλληλα την επιθυμία της για παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμη και εκτός Ηνωμένου Βασιλείου.
Τι έδειξαν οι κάλπες;
Η έκβαση των εκλογών ασφαλώς και προσδίδει στο συντηρητικό κόμμα την απαραίτητη δυναμική, ώστε να προχωρήσει το σχέδιο του Brexit, δεδομένου ότι εξασφάλισε την πολυπόθητη αυτοδυναμία με ποσοστά, τα οποία είχαμε να δούμε στην βρετανική πολιτική σκηνή για τους συντηρητικούς από την εποχή της «Σιδεράς Κυρίας», λαμβάνοντας συνολικά 368 έδρες. Παρά τις δάφνες στο πρόσωπο του Τζόνσον “η μαύρη τρύπα” των εκλογικών αποτελεσμάτων στην Σκωτία προκαλεί ανησυχία, καθώς το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP) κατάφερε να συντρίψει τους συντηρητικούς, λαμβάνοντας τις 48 από τις 59 έδρες της Σκωτίας, προτάσσοντας τα αιτήματα για παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος περί ανεξαρτησίας ως ναυαρχίδες της προεκλογικής του εκστρατείας. Η Σκωτία έπειτα από τη «Συμφωνία του Εδιμβούργου» κατάφερε να διεξάγει το πολυπόθητο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της το 2014, η έκβαση του οποίου, ωστόσο, δεν ικανοποίησε τις αποσχιστικές φωνές με το όχι να επικρατεί κατά 55,4%, λειτουργώντας ως φρένο στις προσπάθειες περί απόσχισης.
Οι συνθήκες και τα αιτήματα πάνω στα οποία συγκροτήθηκαν οι βάσεις του εν λόγω δημοψηφίσματος ήταν, βέβαια, εντελώς διαφορετικά, με την ιδέα της ανεξαρτησίας να βασίζεται κατά κύριο λόγο σε οικονομικά κριτήρια και φυσικά, στο σκωτσέζικο εθνικισμό που πηγάζει από την εποχή του μεσαίωνα, καλλιεργώντας προοδευτικά το μίσος έναντι της Αγγλίας και διαμορφώνοντας μια διαφορετική εθνική ταυτότητα, την οποία μάλιστα υπερασπίζονται σθεναρά και σε διεθνές επίπεδο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το αίτημα του Brexit δεν είχε αναδυθεί την εν λόγω περίοδο. Αντιθέτως, ο παράγοντας της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτούργησε αποτρεπτικά για την υπερψήφιση του δημοψηφίσματος, καθώς ο σκωτσέζικος λαός επιθυμούσε την παραμονή του στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα την οποία και θα απειλούσε η ενδεχόμενη ανεξαρτητοποίηση του από το Ηνωμένο Βασίλειο. Η φιλοευρωπαϊκή στάση της Σκωτίας επιβεβαιώθηκε και στο δημοψήφισμα του 2016 για την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία καταψηφίστηκε μαζικά στις σκωτσέζικες περιφέρειες με ποσοστό 62% κατά της εξόδου, με την τοπική κυβέρνηση να κατηγορεί άμεσα στο Λονδίνο για παραγκώνιση της θέλησης του σκωτσέζικου λαού.
Η στάση Τζόνσον έναντι των αποσχιστικών τάσεων και η αντίδραση της πρωθυπουργού της Σκωτίας
Ο Μπόρις Τζόνσον σε συνέντευξη του στο Sky news ,ένα μήνα σχεδόν πριν από τις Βρετανικές εκλογές, κατέστησε σαφές ότι δεν προτίθεται να ξανανοίξει το ζήτημα της απόσχισης της Σκωτίας, ούτε να επιτρέψει την διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος, υπογραμμίζοντας ότι η έκβαση του δημοψηφίσματος του 2014 ήταν σαφής, χαρακτηρίζοντας κάθε προσπάθεια επανάληψής της ως περιττή. Μάλιστα, τόνισε ότι τα συνεχή δημοψηφίσματα είναι κάθε άλλο παρά εποικοδομητικά, καθώς αποφέρουν νέα σχίσματα και απειλούν την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Πιστός στην κάθετη στάση του επί του ζητήματος εμφανίστηκε και στις δηλώσεις του έπειτα από την διθυραμβική νίκη του στις εκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων χαρακτήρισε ως «καθοριστικό», νομιμοποιώντας τη στάση του έναντι των εσωτερικών και εξωτερικών ζητημάτων που ταλανίζουν τα τελευταία χρόνια τη Μεγάλη Βρετανία, δίνοντας μέσω της έκβασης τους μια οριστική απάντηση στους επικριτές του.
Η πρωθυπουργός της Σκωτίας Νικολά Στέρτζεον, έπειτα από τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των κεντρικών εκλογών γνωστοποίησε ότι θα ξεκινήσει τις διαδικασίες για την ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας, καταγγέλλοντας την απόλυτη στάση του Τζόνσον και προκαλώντας τον ανοιχτά να υπερασπιστεί τα «ισχυρά» επιχειρήματά του περί της παραμονής της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο του έναντι του σκωτσέζικου λαού, ενώ παράλληλα υπενθύμισε τα χαμηλά ποσοστά που έλαβαν οι συντηρητικοί εντός της Σκωτίας, τα οποία υποδηλώνουν την αντίθετη στάση της χώρας της έναντι των σχεδίων αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ίδια ,επικαλούμενη τις συνεχείς πορείες διαμαρτυρίας έναντι του Brexit στο Εδιμβούργο και στη Γλασκώβη, καθώς και τις αλλεπάλληλες διαδηλώσεις υπέρ της ανεξαρτησίας, δηλώνει έτοιμη να υπερασπιστεί το αίτημα για την παραμονή της Σκωτίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ρήξη με το Ηνωμένο Βασίλειο, δεσμευόμενη ότι το νέο δημοψήφισμα θα πραγματοποιηθεί μέχρι το 2021.
Τα προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Σκωτία
Οι φιλόδοξες προσπάθειες της Στέρτζεον για την έναρξη των διαδικασιών απόσχισης από το κεντρικό κράτος της Βρετανίας θα αντιμετωπίσουν σημαντικές δυσκολίες, με πολλούς να κάνουν λόγο για έναν αγώνα μετ’ εμποδίων μέσα στον οποίο θα δοκιμαστούν οι αντοχές του σκωτσέζικου λαού. Το πρώτο εμπόδιο στο δρόμο για την ανεξαρτησία είναι η παραχώρηση αρμοδιοτήτων από την κεντρική κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην τοπική κυβέρνηση της Σκωτίας για την οποία απαιτείται ειδική συμφωνία, όπως πραγματοποιήθηκε και στην περίπτωση του δημοψηφίσματος του 2014 από τον πρωθυπουργό Κάμερον. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο Τζόνσον δεν είναι διατεθειμένος να επαναλάβει το εν λόγω εγχείρημα και να συναινέσει σε μια τέτοιου είδους συμφωνία, διότι έχει αντιτεθεί ανοιχτά έναντι ενός νέου δημοψηφίσματος. Άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα που θα προκύψει σε περίπτωση που ευοδωθεί η απόσχιση είναι το ζήτημα του ελλείμματος της Σκωτίας, το οποίο ξεπερνά τα ποσοστά της Μεγάλης Βρετανίας, δεδομένου και του ότι οι δημόσιες δαπάνες της υπερβαίνουν κατά πολύ ποσοστιαία τις αντίστοιχες δαπάνες των υπόλοιπων χωρών της Βρετανίας, γεγονός το οποίο θα λειτουργήσει επιβραδυντικά για την οικονομία της, ενώ θα αποτελέσει τροχοπέδη και για την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία φυσικά, δεν επιθυμεί την είσοδο ελλειμματικών οικονομιών στο οικοδόμημά της.
Επιπλέον, κατά την ανεξαρτητοποίησή της οι δύο μεριές θα κληθούν να διαπραγματευθούν όσον αφορά το νόμισμα, αλλά και το διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων τους, όπως για παράδειγμα την πυρηνική βάση Trident που βρίσκεται εντός Σκωτίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση του 2014, το Λονδίνο είχε ξεκαθαρίσει ότι σε περίπτωση εξόδου της Σκωτίας από την Ένωση η στερλίνα θα πάψει να αποτελεί το εθνικό της νόμισμα. Η θέση της Σκωτίας σε διεθνές επίπεδο καθιστά έναν ακόμη παράγοντα που θα χρήζει διευθέτησης σε περίπτωση απόσχισης. Η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποτελέσει μια μακροχρόνια διαδικασία, κατά την διάρκεια της οποίας θα βρεθεί απροστάτευτη έναντι των διεθνών εξελίξεων, δεδομένου ότι η έξοδός της από το Ηνωμένο Βασίλειο απορρέει και την παράλληλη αποχώρησή της από το ΝΑΤΟ, με το οποίο θα κληθεί επίσης να διαπραγματευθεί, αντιμετωπίζοντας τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις της Μεγάλης Βρετανίας.
Γεννήθηκε το 1997 στη Δράμα. Από μικρή ηλικία είχε έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική, το οποίο έμελλε να καθορίσει και την επιλογή των σπουδών της. Σήμερα είναι απόφοιτη του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Έχει δουλέψει ως ασκούμενη στο Υπουργείο Εξωτερικών και σε εταιρεία δημοσκοπήσεων, ενώ έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις πολιτικών θεσμών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και ενδιαφέροντα της αποτελούν οι διεθνείς σχέσεις και η πολιτική ανάλυση με την οποία φιλοδοξεί να ασχοληθεί και σε μεταπτυχιακό επίπεδο.