Της Στεφανίας Αρβανιτάκη,
Μεγάλο μέρος της ελληνικής κληρονομιάς (και κυρίως της αρχαίας) εντοπίζεται κάτω από τις φτερούγες ξένων χωρών που άνοιξαν σχεδόν «ευλαβικά» θα λέγαμε, για να καλωσορίσουν στην συλλογή τους το «θείο» και «ιερό» ελληνικό επίτευγμα τέχνης που έμελλε να διαγράψει μια σύγχρονη ιστορία, αποφέροντας στους «προνομιούχους» (όχι όμως και δικαιούχους) μεγάλα κέρδη.
Μια σειρά σημαντικών ελληνικών γλυπτών διακοσμεί το Μουσείο του Λούβρου, το Βρετανικό Μουσείο, το Μουσείο Περγάμου στο Βερολίνο, τα Μουσεία του Βατικανού, το Ερμιτάζ, το Μητροπολιτικό Μουσείο στη Νέα Υόρκη κ.ά. Πίσω από την «ακούσια μετανάστευση» κάθε αγάλματος υπάρχει και μια διαφορετική ιστορία που μαρτυρεί το πώς μεταφέρθηκε αυτό, κάτω από ποιες συνθήκες και γιατί (Βλ. υπόθεση Έλγιν και γλυπτών Ακρόπολης). Στο παρόν άρθρο θα προβληματιστούμε με τη «Βασίλισσα του Λούβρου», που δεν είναι άλλη από τη Νίκη της Σαμοθράκης, η ανεύρεση της οποίας έγινε το 1863, η μεταφορά το 1864 και η έκθεση δύο χρόνια αργότερα.
Όπως και άλλα ελληνικά αγάλματα, έτσι και αυτό δεν ξεφεύγει από τον γενικό κανόνα της προβολής σε περίοπτη θέση, τοποθετημένο σε μία από τις πλέον εξέχουσες αίθουσες του μουσείου. Αναμφίβολα, είναι μεγάλη τιμή για τον δημιουργό του (που άλλοι αναφέρουν ότι είναι άγνωστος και άλλοι πως είναι ο Πυθόκριτος) το ότι μετά από 2.220 χρόνια σχεδόν (η κατασκευή του αγάλματος έλαβε χώρα μεταξύ τέλους 3ου αιώνα και αρχές 2ου με πιο διαδεδομένη και αποδεκτή την χρονολογία του 190 π.Χ.) όχι μόνο διασώζεται, αλλά κοσμεί μόνο του ένα μεγάλο δωμάτιο, μη έχοντας «συναγωνιστές» και αποδίδοντας του με αυτόν τον τρόπο την αξία που του πρέπει. Άλλωστε, είναι γνωστό πως εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως κάνουν ουρές για να φωτογραφίσουν πέρα από την Νίκη της Σαμοθράκης, την Αφροδίτη της Μήλου και τη Μόνα Λίζα, καθώς τα παραπάνω εκθέματα είναι τα σημαντικότερα.
Ανεβαίνοντας κανείς τη σκάλα Νταρού, φτάνει όλο και πιο κοντά στη φτερωτή Νίκη, η οποία χρειάστηκε κάποιες αναστηλώσεις για τη σημερινή της μορφή. Η τελευταία μάλιστα που πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 2013-2014, κέρδισε την άμεση υποστήριξη στο έργο πολλών ιδιωτών, οι οποίοι προχώρησαν σε δωρεές που συνολικά άγγιξαν το 1.000.000 ευρώ (το Λούβρο απέκτησε επίσης 3.000.000 ευρώ μέσα από χορηγίες). Η επιχείρηση αυτή ονομάστηκε «Όλοι μαικήνες» και μόλις συγκεντρώθηκαν τα χρήματα, εργάστηκαν οκτώ αρχαιολόγοι και ένας σιδηρουργός για την αποκατάσταση.
Γνωστό είναι πως ο καλλιτέχνης συνέθεσε το άγαλμα τμηματικά, πρακτική η οποία συνηθιζόταν αρκετά στα ελληνιστικά χρόνια (και όχι μόνο). Βέβαια αυτό, όταν έλαβε χώρα ο σεισμός στη Σαμοθράκη, λειτούργησε αρνητικά, καθώς το άγαλμα διασπάστηκε σε πολλά μικρότερα κομμάτια. Συνεπώς, όταν το 1863 ανακαλύφθηκε το άγαλμα από τον Γάλλο αρχαιολόγο και πρόξενο Σαρλ Σαμπουαζό, ο ίδιος συνέλεξε τα κομμάτια του και μετέπειτα τα μετέφερε στο Λούβρο. Πώς συνέβη αυτό; Και με ποια άδεια; Η Οθωμανική αυτοκρατορία επέτρεψε την μεταφορά ελληνικών αρχαιοτήτων δίνοντας την έγκριση της στον πρόξενο και πρέσβη Γαλλίας (να σημειώσω πως η Σαμοθράκη απελευθερώθηκε στις 19 Οκτωβρίου του 1912). Λίγα χρόνια αργότερα, το 1879, ο Σαμπουαζό χρειάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα για να πάρει και τα υπόλοιπα κομμάτια τα οποία αντιστοιχούσαν στο κατώτερο τμήμα του γλυπτού, την πλώρη του πλοίου, πάνω στο οποίο υποστηρίζεται πως στάθηκε η θεά κατεβαίνοντας από τον ουρανό για να αναγγείλει την νίκη σε μια ναυμαχία.
Η θεά χαρακτηρίζεται για την θεατρικότητα της και την παραστατική της σπειροειδή κίνηση που φαντάζει αέναη στον χρόνο. Τονίζεται το γυναικείο καλλίγραμμο σώμα της, για την απόδοση του οποίου εργάστηκε σκληρά ο καλλιτέχνης προδίδοντας μια θαυμαστή δεξιοτεχνία. Ο τρόπος με τον οποίο σκάλισε το μάρμαρο είναι έξοχος και φαίνεται να παρατήρησε μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια. Αυτό που τραβάει τις εντυπώσεις είναι το ύφασμα που ντύνει την θεά με τις έντονες πτυχώσεις, που άλλοτε αναδεικνύει το σώμα της με το να γίνεται ένα με αυτό, και άλλοτε αποτελεί κομμάτι του αέρα που φυσάει.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Δημήτρη Πέτροβιτς, αντιπεριφερειάρχη Έβρου: «Η Νίκη της Σαμοθράκης είναι ένα εμβληματικό πραγματικά άγαλμα και παγκοσμίως γνωστό, το οποίο αντικατοπτρίζει τα μεγάλα ιδανικά ανά τους αιώνες για ελπίδα, για προσπάθεια και διαρκή μάχη προκειμένου να επιτευχθεί η νίκη, μια νίκη που έχει σχέση με όλους τους αγώνες που δίνουμε καθημερινά, όχι μόνο στη ζωή, αλλά και για την επίτευξη υψηλών στόχων».
Δεν θα μπορούσα να κλείσω χωρίς να αναφέρω πως η Νίκη της Σαμοθράκης έχει εμπνεύσει πολλούς ανά την υφήλιο. Αυτό το ιδιοφυές σύμπλεγμα έχει αναγνωριστεί από ένα ευρύ κοινό και έχει χρησιμοποιηθεί η απεικόνιση του σε πλήθος γραμματοσήμων διαφορετικών χωρών (ενδεικτικές είναι οι: Ουγγαρία, Ουρουγουάη, Γαλλία, Αυστραλία, Βραζιλία, Ιταλία, Νορβηγία, Σερβία, Σλοβακία, Κύπρος, Ελλάδα). Επίσης, έχει αποτυπωθεί σε ολυμπιακά μετάλλια, καρτ ποστάλ, σφραγίδες και φακέλους που κυκλοφορούσαν κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής δίνοντας ένα μήνυμα κατά του ναζισμού και ως μέσο εμψύχωσης των συμμάχων.
…Άλλωστε πως δεν θα μπορούσε να εμπνεύσει κάτι το οποίο υπόσχεται πίστη στην ελευθερία και στην νίκη! Νίκη της Σαμοθράκης, ένα αθάνατο δημιούργημα της αρχαίας Ελλάδας.
Βιβλιογραφία
- «Ο πυρετός των μαρμάρων», μετάφραση Γιώργος Δεπάστας, Βούλα Λούβρου, Αθήνα 1996.
- «Τα γλυπτά του Παρθενώνα», Άλκηστις Χωρέμη Σπετσιέρη, Αθήνα 2004.