Του Παύλου Πετίδη,
Η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας οικονομίας και επιχειρήσεων αξιοποιώντας τις δυνατότητες της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας και το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας. Η πεποίθηση αυτή βρίσκει ήδη τεράστια ανταπόκριση στην Ευρώπη, όπου ο τεχνολογικός μετασχηματισμός καθίσταται πλέον αναπτυξιακή προτεραιότητα. Ήδη 19 χώρες έχουν υιοθετήσει εθνικά προγράμματα ώστε η βιομηχανία τους να παραμείνει διεθνώς ανταγωνιστική, να συνεχίσει να δημιουργεί σταθερές και καλά αμειβόμενες δουλειές και να διευρύνει το κοινωνικό της αποτύπωμα με περισσότερα έσοδα για τα δημόσια ταμεία.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία μας προσφέρει αξιόλογα συμπεράσματα για τις προϋποθέσεις επιτυχίας ενός τέτοιου προγράμματος. Καταδεικνύεται, μάλιστα, ότι όσο χαμηλότερη είναι η ψηφιακή ωριμότητα, τόσο πιο έντονη παρουσιάζεται η επενδυτική προσπάθεια για τη Βιομηχανία 4.0, ανεξαρτήτως του μεγέθους μιας χώρας ή της τοπικής βιομηχανίας. Ακόμα, τα προγράμματα Βιομηχανία 4.0 στην Ε.Ε. κατανείμουν τους διαθέσιμους πόρους στο ψηφιακό και τεχνολογικό μετασχηματισμό παρά σε επενδυτικά έργα με περιορισμένο όφελος για την οικονομία. Η ανάλυση της δομής των προγραμμάτων επίσης δεν αναδεικνύει κάποιο εξαιρετικά εξειδικευμένο εργαλείο χρηματοδότησης. Οι δημόσιοι πόροι διατίθενται, ανεξαρτήτως μεγέθους επιχείρησης μέσω τριών κυρίως καναλιών: είτε μέσω ανακυκλούμενης χρηματοδότησης (π.χ. επιδοτούμενα δάνεια, επιστρεπτέες προκαταβολές, φορολογικές ελαφρύνσεις, κλπ.) είτε εφόσον έχουν επιτευχθεί συμφωνημένοι δείκτες απόδοσης (π.χ. προστιθέμενη αξία, ROI, αύξηση εσόδων, κλπ.) είτε μόνο για μηχανολογικό εξοπλισμό και συστήματα που ενσωματώνουν σύγχρονες τεχνολογίες (π.χ. τεχνητή νοημοσύνη, internet of things, εκτυπώσεις 3D, ανάλυση μεγάλων δεδομένων, αισθητήρες στην παραγωγή, κλπ.). Και οι τρεις πρακτικές εστιάζουν κατά προτεραιότητα στο αποτέλεσμα παρά σε κλάδους ή εταιρικά μεγέθη.
Η Ελλάδα, για άλλη μια φορά, βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να περιλαμβάνεται στην μειοψηφία των χωρών που δεν έχουν εκπονήσει αντίστοιχο σχέδιο. Η παρουσίαση του εθνικού σχεδίου του ΣΕΒ για την τοποθέτησης της ελληνικής βιομηχανίας στο επίκεντρο των εξελίξεων που γεννά η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση θέτει, όμως, τις βάσεις για τη διεύρυνση και επιτάχυνση του δημόσιου διαλόγου για τη «Βιομηχανία 4.0». Με τη σαφή θέση ότι η 4η βιομηχανική επανάσταση είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί, η Ελλάδα θα πρέπει να αξιοποιήσει πρακτικές από χώρες με ανάλογα οικονομικά και επιχειρηματικά χαρακτηριστικά, κατάλληλα προσαρμοσμένες για την Ελλάδα. Η εθνική σύμπραξη για την υλοποίηση της, είναι αναγκαία συνθήκη ώστε η «Βιομηχανία 4.0», να γίνει πραγματικότητα και όχι ένα ακόμα σχέδιο στα συρτάρια των υπουργείων.
Ένα ολοκληρωμένο εθνικό πρόγραμμα «Βιομηχανία 4.0»
Το ελληνικό πρόγραμμα έχει διαμορφωθεί πάνω σε πέντε βασικές επιδιώξεις. Αρχικά, χρειάζεται να δοθεί ισχυρή εστίαση σε επενδύσεις σύγχρονων ψηφιακών τεχνολογιών και μηχανολογικού εξοπλισμού, ενώ παράλληλα θα πρέπει να δοθούν σοβαρά κίνητρα ώστε να ενδυναμωθούν οι ικανότητα για την παραγωγή καινοτομιών με βασική προτεραιότητα τη σύνδεση της έρευνας με τις τεχνολογικές ανάγκες της βιομηχανίας. Απαραίτητο συστατικό στοιχείο για τη σταθερή υλοποίηση του προγράμματος καθίστανται οι συμπράξεις ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης, με στόχο τη καθετοποίηση της παραγωγής και τη μεγέθυνση των ΜΜΕ με το σύνολο της επικράτειας να εξελίσσεται σε ενιαίο βιομηχανικό χώρο. Επιπλέον, η καλλιέργεια των σύγχρονων ψηφιακών δεξιοτήτων αποτελεί ζήτημα διαμόρφωσης ενός εκπαιδευτικού προγράμματος που θα ευνοεί την απόκτηση δεξιοτήτων, άρα και την άμεση απορρόφηση στην αγορά εργασίας λόγω της αυξημένης ζήτησης. Μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις αποτελεί η βελτίωση ρυθμιστικού περιβάλλοντος, τόσο για πάγια θέματα της βιομηχανίας (πχ αδειοδότηση, κόστος ενέργειας) όσο και στα θέματα ψηφιακού μετασχηματισμού και κυβερνοασφάλειας.
Η πλήρης εφαρμογή της πρότασης του ΣΕΒ εκτιμάται ότι θα προκαλέσει αύξηση της τάξης του 7,7% περισσότερο το ΑΕΠ (€16 δισ.) σύμφωνα με συντηρητικές παραδοχές, που ταυτίζονται με αυτές στην πρόταση εθνικής στρατηγικής για την Ψηφιακή Ελλάδα του 2017. Η αύξηση αυτή καθίσταται πρόσθετη της βιομηχανικής ανάκαμψης που έχει ήδη δρομολογηθεί. Μέσω του προγράμματος εκτιμάται επίσης σημαντική αύξηση των επενδύσεων σε τεχνολογικό / μηχανολογικό εξοπλισμό στο 25% του συνόλου (από 13% σήμερα), κοντά στη μέση επίδοση της ΕΕ (31%).
Έτσι, η δρομολόγηση πόρων (ειδικά στις περιφέρειες) στο ψηφιακό και τεχνολογικό μετασχηματισμό βοηθά στη δημιουργία ισχυρής και διεθνώς ανταγωνιστικής βιομηχανίας, ένα στόχο που η δημόσια χρηματοδότηση έχει παραμελήσει εδώ και χρόνια.
Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης και μεταπτυχιακός φοιτητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Οικονομικές Σπουδές. Έχει πραγματοποιήσει πρακτικές ασκήσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ενώ έχει συμμετάσχει σε πλήθος συνεδρίων και προσομοιώσεων οργάνων των Ηνωμένων Εθνών (MUN). Απασχολείται σε Ερευνητικό Κέντρο Οικονομικής Πολιτικής, Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης (ΕΚΟΠΔΑ) του Πανεπιστημίου Αθηνών.