Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου,
Ας ανατρέξουμε σε μια ανάμνηση: είναι Σεπτέμβριος, πιθανότατα έχει ακόμα αρκετή ζέστη. Βρίσκεσαι σε ένα μέχρι πρότινος άγνωστο κτήριο, γεμάτο νέα πρόσωπα που – λίγο λόγω ηλικίας, λίγο λόγω χαράς, λίγο λόγω της έξαψης για το άγνωστο που ανοίγεται μπροστά – είναι έτοιμα να ξεκινήσουν μια εντελώς καινούργια ζωή, ίσως για πρώτη φορά μακριά από το οικείο περιβάλλον της οικογενειακής τους εστίας· μια καινούργια ζωή της οποίας το εναρκτήριο λάκτισμα αποτελεί μια εγγραφή στο μητρώο φοιτητών της σχολής τους. Όσο περιμένεις για την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας μπροστά στο γκισέ μιας γραμματείας που εξ όψεως καθόλου δεν μοιάζει με τέτοια, όσο η δύσμοιρη υπάλληλος παλεύει μέσα στην ανείπωτη βαβούρα να εξυπηρετήσει ανθρώπους που – δικαιολογημένα, βέβαια – καμία ιδέα δεν έχουν από τα τεκταινόμενα και σε τριάντα δευτερόλεπτα συναντούν καμιά δεκαριά άγνωστες λέξεις (πρόγραμμα σπουδών; Αριθμός Ειδικού Μητρώου; Ακαδημαϊκή ταυτότητα; Δήλωση μαθημάτων; Εύδοξος;), όσο λοιπόν αυτή η σκηνή εξελίσσεται και επαναλαμβάνεται φορές ισάριθμες με τους επιτυχόντες πρωτοετείς, όσο περιμένεις υπομονετικά τη σειρά σου και ανταλλάσσεις τηλεφωνικούς αριθμούς με τους ανθρώπους που ίσως θα βλέπεις κάθε μέρα στο μάθημα, ίσως θα τους δεις στην εξεταστική και ίσως δε θα τους ξαναδείς και ποτέ, άλλες ομάδες φοιτητών έχουν διαφορετικό λόγο να πλησιάζουν τη γραμματεία, που δεν είναι η διεκπεραίωση καθημερινών διαδικασιών: με χαμόγελο και καλωσορίσματα, αρχικά χωρίς σαφές αφήγημα, συστήνονται, σε συγχαίρουν για την επιτυχία σου, ζητούν τον αριθμό του κινητού σου και σε διαβεβαιώνουν πως είναι εκεί «για ό,τι χρειαστείς». Η αλήθεια όμως είναι πως μάλλον εκείνοι θα σε χρειαστούν περισσότερο.
Αν αυτή η ανάμνηση φαντάζει ασυνήθιστα οικεία και τρομακτικά ακριβής, δεν είναι βεβαίως γιατί η γράφουσα κατέχει το κληρονομικό χάρισμα. Ο βαθμός στον οποίο ο καθένας, κατά το μάλλον ή ήττον, έχει μια παρόμοια κατάσταση καταγεγραμμένη στο σκληρό του δίσκο, είναι μάλλον η πιο τρανή απόδειξη της ομοιομορφίας των πρακτικών των φοιτητικών παρατάξεων, μιας ομοιομορφίας που, αφού αποθεώθηκε σε περασμένες δεκαετίες και συνεχίζοντας προκάλεσε τον γέλωτα, έχει φτάσει εσχάτως στα όρια της γραφικότητας, καλύπτοντας, όπως και οι θιασώτες της, όλο το φάσμα της ευρύτερης πολιτικής σκηνής. Με τακτικές που ποικίλουν, από τις προσκλήσεις σε εξόδους ή οργανωμένες εκδρομές και την προμήθεια των φοιτητών με αμφίβολης ποιότητας σημειώσεις, μέχρι διαβεβαιώσεις πως «ο καθηγητής είναι δικός μας» (είτε αυτό ισχύει είτε όχι), οι πολιτικές παρατάξεις και η διείσδυση που έχουν κατορθώσει να πετύχουν στην καθημερινότητα της φοιτητικής ζωής, είναι ζήτημα που έχει απασχολήσει και συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις. Οι μεν υποστηρίζουν πως οι φοιτητικές παρατάξεις συμβάλλουν στην πολιτικοποίηση των νέων και πως αποτελούν αναπόδραστη πραγματικότητα του πανεπιστημιακού γίγνεσθαι, αφού οι αποφάσεις των φοιτητικών οργάνων λαμβάνονται συλλογικά. Οι δε αντιτείνουν πως επί της ουσίας δεν πρόκειται για καθαυτές πολιτικές παρατάξεις αλλά για κομματικές νεολαίες, των οποίων η δράση εξομοιώνει την κεντρική πολιτική σκηνή με το αρκετά πιο οριοθετημένο περιβάλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εξευτελίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις δυνατότητες εκπροσώπησης του φοιτητικού κόσμου στα θεσμικά όργανα των πανεπιστημίων τους. Όποια από τις δύο οπτικές κι αν υιοθετεί κανείς, λίγοι θα ήταν σε θέση να πουν πως τους ευχαριστεί η εικόνα των σχολών που βρίθουν αφισών και πανό – με αποκορύφωμα την περίοδο των φοιτητικών εκλογών κάθε Μάιο – ή πως η κατάσταση που επικρατεί στις γενικές συνελεύσεις τους εμπνέει να κινητοποιηθούν και να ασχοληθούν εκτενέστερα με τα ζητήματα που άπτονται της καθημερινότητας των φοιτητών στη σχέση τους με το πανεπιστήμιο. Γιατί, ας μην απατώμεθα, τα πράγματα τα οποία επηρεάζουν με άμεσο τρόπο την ολοκλήρωση των σπουδών δεν είναι η εκλογή Τραμπ και η κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας.
Εντούτοις, το πρόβλημα ανακύπτει όταν η δράση των φοιτητικών παρατάξεων όχι μόνο δεν εξομαλύνει την καθημερινότητα του φοιτητή (αφού κάτι τέτοιο θα ήταν όχι μόνο ανεκτό, όχι μόνο θεμιτό, αλλά το ζητούμενο) αλλά τη δυσχεραίνει, κάτι που συμβαίνει σε σταθερά υψηλή συχνότητα: θέματα που επηρεάζουν άμεσα την εξέλιξη αλλά και την ποιότητα των σπουδών, όπως για παράδειγμα η διάρθρωση των μαθημάτων, οι εμβόλιμες εξεταστικές, ο εμπλουτισμός του προγράμματος σπουδών με νέα αντικείμενα ή η δυνατότητα αναβαθμολόγησης, κρίνονται με γνώμονα τις κομματικές ιδεοληψίες του εκάστοτε εκλεγμένου αντιπροσώπου, που με αυτόν τον τρόπο εικάζει είτε ότι αποκτά επαναστατικές περγαμηνές, είτε ότι θεμελιώνει το μελλοντικό του δίκτυο επαφών, προς τέρψιν μικροκομματικών σκοπιμοτήτων. Σε πιο σκληροπυρηνικές καταστάσεις, καταλήψεις αποφασισμένες από ισχνές μειοψηφίες καταλήγουν να γίνονται πραγματικότητα, καθώς στελέχη κομματικών νεολαίων μετέρχονται ποικίλες μεθόδους για τον έλεγχο των συλλόγων από ημέτερους, χωρίς ίχνος δημοκρατικής νομιμοποίησης. Εξάμηνα περνούν αναξιοποίητα, καθώς δεν συμπληρώνονται οι απαιτούμενες εβδομάδες διδασκαλίας («χάνονται», κατά τη φοιτητική καθομιλουμένη), και μαζί τους παρέρχονται κόποι γονιών και σπουδαστών, καθώς οι τελευταίοι παρακολουθούν ανήμποροι ορκωμοσίες να ακυρώνονται και προθεσμίες εισδοχής σε μεταπτυχιακά προγράμματα να κλείνουν χωρίς αυτούς.
Βεβαίως, θα μπορούσε ίσως κανείς να εντοπίσει και περιπτώσεις όπου η δράση των πολιτικών παρατάξεων να έχει συμβάλει στην προώθηση της φοιτητικής ατζέντας και στην ουσιαστική εκπροσώπηση των εκλογέων. Η εμπειρία όμως δείχνει πως τέτοιες πρωτοβουλίες είναι μάλλον σποραδικές, περιορισμένες σε συγκεκριμένα πανεπιστημιακά τμήματα, αν όχι απολύτως μεμονωμένες. Δεν είναι ψέμα παρόλα αυτά πως η φοιτητική κοινότητα χρήζει ξεχωριστής αντιπροσώπευσης, με συγκεκριμένο και θεσμικά αναγνωρισμένο τρόπο, προκειμένου να υπάρχει μια πρόσθετη δικλείδα ασφαλείας για τα συμφέροντά της. Παράλληλα, είναι επίσης αληθές πως η σύνδεση των πανεπιστημίων με κομματικές νεολαίες έχει καταστήσει τα προγράμματα και τους κανονισμούς σπουδών έρμαια ιδεοληψιών, άγνοιας και μικροπολιτικών συμφερόντων, φέροντας έτσι κομμάτι της ευθύνης για την κατάσταση που επικρατεί στα ελληνικά πανεπιστήμια, καθώς οι όποιες πρωτοβουλίες καταπνίγονται όταν αποτυγχάνουν να λάβουν το χρίσμα κάποιας κυρίαρχης, οργανωμένης παράταξης ή όταν – ακόμα χειρότερα – αποπειρώνται να αμφισβητήσουν τα κακώς κείμενα της παρούσας κατάστασης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η πρόθεση της κυβέρνησης για μεταρρυθμίσεις στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που να άπτονται, μεταξύ άλλων, του τρόπου εκλογής των αντιπροσώπων του φοιτητικού σώματος δίνει μια ελπίδα ανανέωσης και σταδιακής επίλυσης του ζητήματος, ειδικά αν λάβουμε υπόψη την πάγια και εκφρασμένη από το 2017 θέση του τωρινού Πρωθυπουργού για πλήρη αποκομματικοποίηση των τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Μολαταύτα, η πολιτική των τελευταίων δεκαετιών εξασθενεί τις όποιες προσδοκίες, καθώς δείχνει ότι δύσκολα μια κυβέρνηση θα κάνει αυτό που οφείλει να κάνει, θα μπει σθεναρά στο ρινγκ προκειμένου να παλέψει με σταθερά εδραιωμένες ιδεοληψίες και την πολύχρονη πρωτοκαθεδρία τους στην ελληνική κοινωνία εν γένει, της οποίας τα πανεπιστήμια αποτελούν κομμάτι και μικρογραφία.