Του Ιάσονα Χαλκίδη,
Η δεκαετία του 2010, αν μη τι άλλο μόνο ήπια δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί για τις χώρες της χερσονήσου του Αίμου από πολλές απόψεις. Ήταν μια δεκαετία, που αν και μπορεί από τη μία να σημαδεύτηκε από δεκάδες εκλογές, διαμάχες σε διακρατικό επίπεδο και εγχώριες εντάσεις, αλλά από την άλλη πραγματοποιήθηκαν διάφορες προσπάθειες, επιτυχείς ή ανεπιτυχείς, για τη γεφύρωση των διαφορών που μπορεί να υπήρχαν μεταξύ των κρατών και τη λειτουργική συνεργασία μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, το δυτικό προσωνύμιο που φέρουν τα Βαλκάνια ως η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης καλά κρατεί και είναι επίκαιρο ακόμη και σήμερα.
Η κληρονομιά που αφήνει πίσω της η απερχόμενη δεκαετία μόνο με αρνητικό πρόσημο θα μπορούσε να προσδιοριστεί. Βέβαια, έχει αφήσει πίσω της και κάποιες θετικές για τη Βαλκανική χερσόνησο εξελίξεις. Πιο συγκεκριμένα, η προσπάθεια κάποιων χωρών, όπως η Βουλγαρία, η Ελλάδα, και μερικώς η Σερβία και η Ρουμανία, να ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας με τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής ήταν αξιοσημείωτη, με την διενέργεια κατά καιρούς διαβαλκανικών συναντήσεων, την υπογραφή συμφωνιών για την εγκαθίδρυση νέων εμπορικών ροών, την υπογραφή συμφωνιών και τις τρεις κατά σειρά Ευρωπαϊκές Προεδρίες της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Επίσης, θετικό σημάδι αποτελούν οι δύο Ευρωπαϊκές υποψηφιότητες της Σερβίας και του Μαυροβουνίου για το μέλλον της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πέραν αυτών των εξαιρέσεων όμως, όλες οι υπόλοιπες εξελίξεις δυστυχώς μόνο με αρνητικό πρόσημο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Πιο συγκεκριμένα, χρόνιες διαμάχες και ζητήματα, που έχουν τις ρίζες τους βαθιά ριζωμένες ανά τις δεκαετίες, όπως το ονοματολογικό ζήτημα της Βορείου Μακεδονίας, μεταξύ της ιδίας χώρας και της Ελλάδας, που παρά και την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών πριν ένα χρόνο, μόνο τη λύση δεν έφερε στις διαφορές των δύο χωρών. Ακόμη, το ζήτημα του Κοσόβου, ακόμα αποτελεί ένα μελανό σημείο για τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων, με τη Σερβία να είναι αμετανόητη στις αρχικές της αξιώσεις και το Κόσοβο να μην αναγνωρίζεται ακόμη από πέντε χώρες της ΕΕ και σχεδόν ενενήντα από τον ΟΗΕ, πράγμα που σημαίνει πως η ανεξαρτητοποίηση του Βαλκανικού κρατιδίου ακόμη βρίσκεται στον πάγο.
Επιπρόσθετα, εγχώριες προκλήσεις εντός των βαλκανικών χωρών ταρακουνούν συνεχώς το status quo τους. Όπως για παράδειγμα, το πολιτικό χάσμα μεταξύ των τριών κυρίαρχων κοινοτήτων της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (Κροατών, Μουσουλμάνων και Σέρβων) λόγω και του ιδιαίτερου συστήματος οργάνωσης της χώρας, τα βήματα εμπρός που γίνονται από μέρος της είναι λιγοστά και με πολλές δυσκολίες. Ακόμη, με αποκορύφωμα και τον ισχυρό σεισμό που χτύπησε προ ενός μηνός την Αλβανία, η κατάσταση που επικρατεί στη Δυτικό-Βαλκανική χώρα δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική, με τις εγχώριες διαμάχες, τις διαδηλώσεις κατά της Αλβανικής ηγεσίας και την εκτράχυνση της θέσης της χώρας για το Κόσοβο, να αποτελούν σύνηθες φαινόμενο επί σειρά ετών. Τέλος, τα τελευταία Ευρωπαϊκά βέτο που τέθηκαν πριν ένα μήνα όσον αφορά την Ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας και της Βορείου Μακεδονίας, αποτελούν ένα καταλυτικό αρνητικό παράγοντα στην περαιτέρω ανάπτυξή τους και την εξομάλυνση της δυσμενούς κατάστασης στην οποία βρίσκονται.
Κλείνοντας, εκτός όλων των παραπάνω, η αύξηση των μεταναστευτικών ροών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική μέσω Τουρκίας και Ανατολικής Μεσογείου, έπληξαν και συνεχίζουν να πλήττουν, ακόμη και σήμερα, σημαντικά τα κράτη της Χερσονήσου που αποτελούν μέρος της λεγόμενης Βαλκανικής Μεταναστευτικής διόδου, όπως η Ελλάδα, η Βόρειος Μακεδονία, η Σερβία και η Κροατία, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Μια κατάσταση που ώθησε κάποια από αυτά τα κράτη να υψώσουν τείχη στα σύνορά τους εμποδίζοντας την είσοδο μεταναστών και προσφύγων στο εσωτερικό τους.
Εν κατακλείδι, μετά από όλα τα παραπάνω, και με τις Βαλκανικές χώρες να αποτελούν σχεδόν καθημερινά το “μήλον της έριδος” μεταξύ των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Τουρκίας και της ΕΕ για την επιβολή της επιρροής τους στην περιοχή, έρχεται μια νέα δεκαετία γεμάτη νέες προκλήσεις και δυσκολίες για τη Βαλκανική χερσόνησο. Για να λυθούν αυτές, το μόνο σίγουρο είναι πως θα πρέπει οι χώρες της περιοχής να καταφέρουν να λύσουν τελικώς την εξίσωση για την τελειωτική εξομάλυνση των σχέσεων τους. Το πότε όμως θα συμβεί αυτό, αποτελεί και το μεγαλύτερο ερωτηματικό της εν λόγω εξίσωσης.
Είναι βαλκανιολόγος, 25 χρονών και κατάγεται από την Θεσσαλονίκη. Κάνει το μεταπτυχιακό του στις Ευρωπαϊκές Σπουδές, με ιδιότητα τις Δημόσιες Σχέσεις και τη Διοίκηση, στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ στην Ολλανδία. Έχει διατελέσει ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ, έχει αρθρογραφήσει σε ιστοσελίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά και ομιλεί 5 ξένες γλώσσες.