Της Δήμητρας Χαρέλη,
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, 23 χρόνια μετά το θάνατό της, λάμπει ακόμα από τη θέση της κορυφής, έχοντας πετύχει την αιωνιότητα στις καρδιές του ελληνικού κοινού με μεγάλη επιτυχία. Το πιο λαμπρό αστέρι πολέμησε με τα πιο βαθιά σκοτάδια και αν τελικά μπορούμε να πούμε ότι κατάφερε κάποια να τη ρίξει, αυτή ήταν μονάχα η νόσος του καρκίνου, αλλά όχι να την αφανίσει από τις καρδιές μας. Το μέγεθος της καριέρας της όλοι το γνωρίζουμε πάνω-κάτω, οι κινηματογραφικές της επιτυχίες επίσης ευρέως γνωστές, αφού μεγαλώσαμε με την εικόνα της και το γέλιο της. Η φωνή της αντηχεί ακόμα και σήμερα μέσα από τις ελληνικές ταινίες που πρωταγωνίστησε. Όλοι κάπου την έχουμε δει, την έχουμε θαυμάσει και έχουμε σιγοτραγουδήσει μαζί της το κρυφό της «μυστικό ».
«Ήθελα να γίνω ηθοποιός, γιατί απλά δεν μ’ άρεσε ο κόσμος γύρω μου.» Ένας ζωντανός θρύλος της μεγάλης οθόνης με μια εξίσου σημαντική πορεία στο θεατρικό σανίδι. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα ευκατάστατο περιβάλλον. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη ως μωρό, είχε όμως πάνω της πάντα λίγη χρυσόσκονη που την έκανε να ξεχωρίζει. Ο θάνατος του πατέρα της έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του δυναμικού της χαρακτήρα. Το 1952 τόλμησε,κρυφά από όλους,να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου, από το οποίο αποφοίτησε με βαθμό « λίαν καλώς» λόγω της αυστηρότητας του Δημήτρη Χορν, η οποία της είχε κάνει τη ζωή «δύσκολη». Στο δεύτερο έτος καταφέρνει να πάρει ένα μικρό ρόλο στο «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου και κάπως έτσι ξεκινάνε όλα. Παρουσιάζεται αργότερα στο κοινό με το «Ποντικάκι», και στη συνέχεια το κατακτά με πάνω από 40 κινηματογραφικές επιτυχίες. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1960 καταφέρνει να κερδίσει το βραβείο ερμηνείας Α’ γυναικείου ρόλου στο 1ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στην ταινία Μανταλένα. Ένα χρόνο μετά ο δικός της θίασος είναι πλέον γεγονός και έχοντας αφετηρία τη Θεσσαλονίκη ανεβάζει το έργο « Ωραία μου κυρία».
«Το κοινό μου έχει πει ότι δεν συμφωνεί μαζί μου. Αλλά, πάντα πίστευα στην επόμενη φορά που θα το κατακτήσω». Επιχειρεί να ανεβάσει το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» με μουσική επιμέλεια Μάνου Χατζιδάκι την επόμενη χρονιά. Ο τύπος δεν αγκάλιασε την προσπάθεια αυτή και οι κριτικές ήταν επί το πλείστον αρνητικές.Αυτή η αποτυχία ίσως να μαρτυρούσε μια πολύ συγκεκριμένη προτίμηση του κοινού στο πρόσωπο της. Το σενάριο αυτό δικαιώνεται με τις επόμενες επιτυχίες της, οι οποίες ακολουθούν κατά γράμμα την απόλυτη συνταγή επιτυχίας. Η Αλίκη στα μάτια όλων θα είναι μια αθώα μαθητική φιγούρα, που παρά τις προσπάθειες της να αποδεσμευτεί για λίγο από αυτή, ως πλέον μελαχρινή Κλεοπάτρα, επιστρέφει με τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο»και επαναφέρει τους ρυθμούς της επιτυχίας.
Η φυσική ομορφιά, το ταλέντο και η τεράστια αγάπη που της είχε το κοινό ήταν τα ανάρπαστα μαγικά συστατικά. Δεν συνήθιζε συχνά να συμμετέχει σε διαφημίσεις, παρά τις αμέτρητες προτάσεις, όμως όταν το έκανε αντίκριζε πάντα τεράστια επιτυχία. Η αδυναμία που της είχε ο φακός είναι αδιαμφισβήτητη και παρά τις ανερχόμενες δυνατές ανταγωνίστριες που ξεπηδούσαν εκείνη την εποχή, δεν σταματούσε να ξαφνιάζει με τις πρωτοποριακές της κινήσεις τα ελληνικά δεδομένα. Το 1966 ελληνική εταιρία παιχνιδιών την επιλέγει και με γνώμονα την χαρακτηριστική της φυσιογνωμία σπάει ρεκόρ πωλήσεων με την Αλίκη ως παιδική κούκλα, ντυμένη με ρούχα γνωστού σχεδιαστή της εποχής. Η πρώτη Ελληνίδα ηθοποιός που έγινε παιδική κούκλα ήταν πραγματικότητα και πιο πολυσυζητημένη από ποτέ. Σύντομα γίνεται πρωτοσέλιδο σε περιοδικά ξεκινώντας το 1995 ποζάροντας στο εξώφυλλο του τεύχους 145 της «Γυναίκας», το πρώτο από εκατοντάδες που θα ακολουθούσαν.
«Δεν ένιωσα ότι απαίτησα κάτι ποτέ. Προτιμώ το ρήμα διεκδικώ». Η πιο ακριβοπληρωμένη πρωταγωνίστρια της εποχής, με αμοιβές, συμβόλαια και όρους αποκλειστικά κομμένους και ραμμένους πάνω της. Ήταν η πρώτη σταρ που απαίτησε ποσοστά από τις εισπράξεις, με πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Αστέρω» της Φίνος Φιλμ.
Ακόμα και σήμερα δεν έχει σταματήσει να απασχολεί με κάθε παραμικρή είδηση που έρχεται στο φως από τη ζωή της και τις συνεργασίες της. Η ζωή της που μοιάζει με ένα σύγχρονο παραμύθι ανασταίνεται το 2008 μέσα από την τηλεοπτική σειρά «Έχω ένα μυστικό» και το όνομα της για ακόμα μια φορά απασχολεί. Ένας ζωντανός θρύλος που όσα χρόνια και να περάσουν θα διατηρεί αναμμένη την φλόγα του κοινού, την αγάπη και τον σεβασμό στο πρόσωπο της απόλυτης εθνικής σταρ. Στο τελευταίο της ραντεβού με το κοινό της για το έργο «Η Μελωδία της Ευτυχίας», στη Θεσσαλονίκη εκεί από όπου ξεκίνησε θεατρικά, έθεσε την τελευταία της επιθυμία και υποκλίθηκε οριστικά: «Λένε ότι η αγάπη είναι το μεγαλύτερο όπλο που μπορεί να έχει κανείς στη ζωή. Εμένα μου χρειάζεται αυτό το όπλο. Θέλω να με αγαπάτε».
Γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1995 στην Χαλκιδική. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης) με έντονο ενδιαφέρον για γραφή και ανάγνωση ποίησης και λογοτεχνίας.