Της Στέλλας Μίτιλη,
Σε παρόμοια κατάσταση με προηγούμενους Προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπως τον Άντριου Τζόνσον (1868) και τον Μπιλ Κλίντον (1998), τρίτος στη σειρά φαίνεται να βρίσκεται και ο σημερινός Πρόεδρος των Η.Π.Α., Ντόναλντ Τραμπ, που με βάση τα τελευταία γεγονότα, τίθεται αντιμέτωπος με την πιθανότητα της καθαίρεσης, αυτή τη φορά μετά την αποκάλυψη του «ουκρανικού σκανδάλου». Πιο συγκεκριμένα, τα δύο αδικήματα με τα οποία κατηγορείται ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος είναι η κατάχρηση εξουσίας και παρεμπόδιση της ορθής λειτουργίας του Κογκρέσου, ενώ η πλειοψηφία των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων -με πάνω από 216 ψήφους για την πρώτη κατηγορία- ενέκρινε την ιστορική παραπομπή του σε δίκη στη Γερουσία.
Αιτία για τις γενικότερες, όπως φαίνεται, παραπάνω κατηγορίες αποτέλεσαν οι πιέσεις που άσκησε ο Πρόεδρος στην Ουκρανική κυβέρνηση για την διεξαγωγή έρευνας και την αναζήτηση ενοχοποιητικών στοιχείων σε βάρος ενός εκ των κυριότερων πολιτικών του αντιπάλων, του Τζο Μπάιντεν, αλλά και του γιου του, Χάντερ. Αυτές έγιναν γνωστές με την καταγγελία και την συνοδευτική επιστολή από ανώνυμο πληροφοριοδότη, στις οποίες εξέφραζε τις ανησυχίες του αναφορικά με το τηλεφώνημα μεταξύ του Αμερικανού και του Ουκρανού Προέδρου, Βλαντίμιρ Ζελένσκι και που οδήγησαν στην έναρξη της έρευνας κατά του Τραμπ, η οποία ανακοινώθηκε από την επικεφαλής των Δημοκρατικών και Πρόεδρο στην Βουλή, Νάνσι Πελόζι. Η τελευταία αποκάλυψε τηλεφωνικές συνομιλίες των δύο Προέδρων, που μετά από δημόσιες ακροάσεις, καταθέσεις και αιχμηρά σχόλια και από τις δύο πλευρές, κατά τους περισσοτέρους -νομικούς, ανωτέρους αξιωματούχους και άλλα σχετικά πρόσωπα-, αποτελούν ενέργειες που στοιχειοθετούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και εμπίπτουν στα άρθρα περί παραπομπής, τα οποία κατά πολλούς δικαίως εγκρίθηκαν από την Επιτροπή με 23 ψήφους, με λίγους να έχουν ενδοιασμούς για τον ρόλο της Ρωσίας στα παραπάνω.
Από τη μία, λοιπόν, η Πελόζι, παρά τις έντονες αντιδράσεις της μειοψηφίας των Ρεπουμπλικάνων, καταδικάζει τον Πρόεδρο, καθώς και την υπεράσπιση της συμπεριφοράς του από αυτούς και απευθύνεται στο πρόσωπό του με τον χαρακτηρισμό «συνεχής απειλή για την εθνική ασφάλεια». Κατ’ εκείνη, η δίκη είναι αποτέλεσμα των δικών του ανεύθυνων πράξεων και τονίζει ότι «κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου», ενώ ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δικαστικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, Τζέρολντ Νάντλερ, δήλωσε σε δημοσιογράφους πως ο Τραμπ έθεσε σε κίνδυνο το Σύνταγμα των ΗΠΑ και την εθνική ασφάλεια, υπονομεύοντας συγχρόνως την ακεραιότητα των εκλογών του 2020.
Ο αμερικανός πρόεδρος, από την άλλη, αρνείται κάθε κατηγορία, χαρακτηρίζοντας αυτές «γελοίες», ενώ την όλη κατάσταση παρομοιάζει με «κυνήγι μαγισσών», μεγάλη «απάτη» και ακόμα παραπέρα, «πραξικόπημα», ενώ διακηρύσσει την αθωότητά του με φράσεις όπως «Κάντε μια προσευχή»! Τονίζει ότι οι πράξεις των δημοκρατικών «κηρύσσουν τον πόλεμο στην αμερικανική δημοκρατία» και αντιτάσσει ότι εκείνοι καταπατούν τον όρκο τους και το Σύνταγμα και «εκδικούνται» για την ήττα τους το 2016, την οποία ουδέποτε κατάφεραν να ξεπεράσουν, παρεμβαίνοντας τις εκλογές έμμεσα για δικό τους όφελος. Συνεχίζει, θεωρώντας τις κατηγορίες σε βάρος του ασήμαντες, μια απλή πολιτική διαφωνία που μετατράπηκε σε δικαστική και μια φθηνή αφορμή που έψαχναν χρόνια και επιτέλους βρήκαν για να μειώσουν την δημοτικότητά του και την εξουσία του, κάτι που πολύ καιρό πριν την καταγγελία προετοίμαζαν. Ταυτόχρονα, καλεί τον κόσμο να μην εθελοτυφλεί και να αναγνωρίσει ότι όλοι ξέρουν τι συμβαίνει πραγματικά.
Περιγράφει με διάφορους τρόπους και υπερβολές μερικές φορές την όλη διαδικασία ως άδικη για εκείνον, κάνει λόγο για παρακώλυση της δουλειάς του, να βελτιώσει τις ζωές των πολιτών και επισημαίνει σε επιστολή του ότι γνωρίζοντας ότι δεν θα σταματήσουν, συντάσσει την τελευταία για να μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες οι στιγμές αυτές στο μυαλό των ανθρώπων και την ιστορία και ο κόσμος να καταλάβει και να διδαχθεί από τα τωρινά λάθη μετά από χρόνια. Στη συνέχεια, κατηγόρησε τους Δημοκρατικούς για έντονες πιέσεις στους βουλευτές του να ψηφίσουν θετικά παρά τις αρνήσεις τους και ισχυρίστηκε ότι, παρά τις ελπίδες τους ότι αυτό θα λειτουργήσει αρνητικά για την δημοτικότητα του ίδιου, στην πραγματικότητα θα συμβεί το αντίθετο. Δε διστάζει, τέλος, πιο δηκτικός και προκλητικός από ποτέ, να αποκαλύψει την στρατηγική του και μετά το ρεκόρ δημοτικότητάς του, να αποφανθεί για την διαδικασία παραπομπής ως καλή για εκείνον πολιτικά, αναμένοντας μια ευκολότερη νίκη για τους Ρεπουμπλικάνους στις εκλογές 2020. Υποστηρίζει ότι δεν θα υπάρξει αντίκτυπος στην προεκλογική εκστρατεία, όπως ευελπιστούν οι Δημοκρατικοί, ώστε να ανακτήσουν τον έλεγχο στον Λευκό Οίκο, και ότι πιθανότατα θα βγει αλώβητος και ίσως ενισχυμένος.
Και πράγματι, σε αντίθεση με τη Βουλή των Αντιπροσώπων, το νομοθετικό σώμα, δηλαδή, του αμερικανικού Κογκρέσου, που στην προκειμένη περίπτωση ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς και οδήγησε στην παραπομπή του, και δεδομένου ότι απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων για να καταδικαστεί και να απομακρυνθεί από την εξουσία, η Γερουσία, όπου θα διεξαχθεί η δίκη υποστηρίζει τον Ρεπουμπλικάνο Πρόεδρο και επομένως, αναμένεται να εμποδίσει την αποπομπή του. Αλλάζοντας λίγο τον τόνο και γενικεύοντας την επικαιρότητα, όλα αυτά «ανοίγουν το δρόμο» και επιτρέπουν μια μεγαλύτερη εμβάθυνση στην προσωπικότητα και τις πολιτικές τακτικές του Τραμπ. Όπως φαίνεται, ο 45ος Πρόεδρος των Η.Π.Α. είναι ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους ηγέτες. Η πολιτική και οι δηλώσεις του απέχουν αισθητά από αυτές των προκατόχων του, ενώ πολλοί τον χαρακτηρίζουν λαϊκιστή και εθνικιστή· και αυτό όχι αδικαιολόγητα, καθώς κανείς δεν λησμονεί το προεδρικό διάταγμα του 2017 με το οποίο απαγορεύτηκε η είσοδος των μουσουλμάνων στην χώρα και το οποίο αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα ανάμεσα σε πολλές ενέργειές του, που οδήγησαν σε έντονες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις.
Αναφορικά με την εξωτερική πολιτική, λοιπόν, όπως αποδεικνύουν και πολλά πρόσφατα γεγονότα, προσπαθεί να υποβαθμίσει το ρόλο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), με απώτερο και ύψιστο σκοπό την ανάδειξη των Η.Π.Α. σε μια ανεξάρτητη, κυρίαρχη δύναμη. Τον ίδιο στόχο θέτει και στην οικονομία, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα του και για την ηγεμονία των Η.Π.Α. στο παγκόσμιο εμπόριο και την διεθνή σκηνή. Το τελευταίο προσπαθεί να επιτύχει με την επιβολή δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα, μεταξύ των οποίων και αυτά από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), και την καθιέρωση ευνοϊκής φορολογίας για τους Αμερικανούς πολίτες. Είναι φανερό ότι κεντρικός άξονας της πολιτικής του είναι η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων.
Άξια να αναφερθεί είναι η ασυνήθιστη ρητορική, μέσα από την οποία ο Τραμπ εκφράζει αυτές του τις επιδιώξεις. Χρησιμοποιώντας έντονο, πολλές φορές επιθετικό και στομφώδη λόγο, στοχοποιεί κοινωνικές ομάδες, αλλά και άλλους ηγέτες για να αναδείξει τις προσωπικές του ικανότητες, ενώ παράλληλα, όπως προκύπτει και από τα παραπάνω, δε διστάζει να προβεί σε ανταγωνιστικές και αντισυμβατικές δηλώσεις για να πείσει το έθνος του ότι το υπερασπίζεται. Εντούτοις, οι δηλώσεις αυτές στις οποίες γεμάτος αυτοπεποίθηση και έπαρση προβαίνει, μάλλον ακολουθούν περισσότερο την πρακτική του εντυπωσιασμού, χωρίς να ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα.
Το αυστηρό θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται να δράσει, τον αναγκάζει να περιοριστεί σε πιο μετριοπαθείς σε σύγκριση με τις δηλώσεις του πράξεις. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, η προεδρία Τραμπ δεν έχει αποδειχθεί τόσο καταστροφική, όσο προβλεπόταν κατά την εκλογή του πάντα. Βέβαια, με τα γεγονότα να «τρέχουν», την επικαιρότητα να «καλπάζει» και την φράση «μέχρι τώρα τουλάχιστον» να ακολουθεί δικαιολογημένα την παραπάνω πρόταση.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999, έχει καταγωγή από τον Τύρναβο και είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αποτελεί ενεργό μέλος της AIESEC και έχει συμμετάσχει σε πληθώρα φοιτητικών προσομοιώσεων, συνεδρίων και σεμιναρίων, όπως το MRC 2018, το EuroPA.S 2019 και το 23ο Πανελλήνιο Κοινοβούλιο Νέων της SAFIA. Έχει ασχοληθεί με την ρητορική, έχει γίνει μέλος σε ομάδες, και έχει παρακολουθήσει ομιλίες ποικίλης θεματολογίας. Γνωρίζει την Αγγλική γλώσσα και έχει συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα Erasmus+ στο Τορίνο. Παίζει πιάνο και γενικότερα ασχολείται με την μουσική, λατρεύει τα ταξίδια και τις ταινίες. Έχει έντονο ενδιαφέρον για διεθνή, νομικά και κοινωνικά ζητήματα.