Της Αλεξάνδρας Οικονόμου,
Η απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου συνιστά θεμελιώδη αρχή, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 470 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (εφεξής ΚΠΔ) και ισχύει σε περίπτωση εκδίκασης της ίδιας υπόθεσης από διαφορετικού βαθμού δικαστήρια. Αποτελεί ένα ευεργέτημα που παρέχει ο νομοθέτης στον κατηγορούμενο και έχει ως ratio την προστασία του τελευταίου, ο οποίος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση κι επιθυμεί τον έλεγχο της υπόθεσής του από ανώτερο δικαστήριο, ως παρέχον μεγαλύτερα εχέγγυα ορθής κρίσης, ώστε να µην εμποδίζεται αυτός ή τα πρόσωπα που ενεργούν υπέρ αυτού στην άσκηση των παρεχόµενων από τον ΚΠΔ ενδίκων μέσων από τον φόβο μιας αυστηρότερης καταδίκης. Γι’ αυτό, το ανώτερο δικαστήριο δεσμεύεται από την κρίση του κατώτερου ως εξής: Δε μπορεί να εκδώσει απόφαση με διατακτικό «δυσμενέστερο» για τον κατηγορούμενο.
Η διάταξη του 470 ΚΠΔ ισχύει μόνο κατά την άσκηση ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων ή οιονεί ενδίκων μέσων , όπως η ακύρωση της διαδικασίας κι η ακύρωση απόφασης (341 ΚΠΔ). Αφορά και τα οιονεί ένδικα μέσα (ή βοηθήματα), τα οποία στρέφονται κατά διάταξης του Εισαγγελέα ή του ανακριτή κι όχι κατά δικαστικής απόφαση/βουλεύματος, ζητώντας την εκ νέου κρίση ζητήματος από το ίδιο όργανο ή δικαστήριο και όχι ανώτερο!
Αντίθετα δεν μπορεί να ισχύσει η διάταξη στη προδικασία, όπως στην περίπτωση επιβολής περιοριστικών όρων από τον ανακριτή. Η υπ’ αριθμ. 10/1990 απόφαση του ΣυμβΠλημΚαβ δέχθηκε ότι η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουµένου ισχύει και στην περίπτωση άσκησης από αυτόν του οιονεί ενδίκου µέσου της προσφυγής κατά της διάταξης του ανακριτή, που του επέβαλε περιοριστικούς όρους, οπότε το αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο δε μπορεί να επιβάλει σε αντικατάσταση αυτών προσωρινή κράτηση. Η επιφύλαξη για τη θεµελίωση της εν λόγω απαγόρευσης στο άρθρο 470 ΚΠ∆. συνίσταται στο ότι η αρχή της µη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουµένου δεν καλύπτει την προδικασία και σίγουρα δεν καλύπτει, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, τα ένδικα µέσα κατά βουλευµάτων. Εξάλλου, ελάχιστα αποδοτική θα ήταν η επίκληση του άρθρου 470 στην περίπτωση του 285 ΚΠΔ, τη στιγµή που το ίδιο πράγµα, δηλαδή η επιβολή προσωρινής κράτησης αντί των περιοριστικών όρων ή η αντικατάσταση των περιοριστικών όρων µε άλλους επαχθέστερους, μπορεί ν’ αποφασίσει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ή Εφετών μεταγενέστερα, κατά την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Η αρχή αυτή αφορά δικαστικές αποφάσεις και μόνο. Πρέπει, δηλαδή, η υπόθεση να έχει φτάσει στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, με την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, ενδιαφέρει καταρχήν επί καταδικαστικών αποφάσεων. Καταδικαστική θεωρείται η απόφαση που κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο κι επιβάλλει σ’ αυτόν ποινή είτε στερητική της ελευθερίας είτε χρηματική (ΟλΑΠ 5/2000, ΑΠ 51/2003, ΑΠ 1283/1989). Υποστηρίζεται ωστόσο, ότι για την ταυτότητα του νομικού λόγου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εφαρµογή της αρχής επιτρέπει στον κατηγορούμενο να μη φοβάται τη χειροτέρευση της θέσης του, όταν ασκεί ένδικα μέσα κατά αποφάσεων που τον καταδίκασαν, και από την άλλη να επικρατεί ανασφάλεια ως προς την προσβολή αθωωτικών για αυτόν αποφάσεων. Αφετέρου, η άσκηση ενδίκου μέσου κατά απόφασης μόνο ως προς το σκέλος του αιτιολογικού, δηλαδή όταν ο κατηγορούμενος αθωώνεται λόγω έμπρακτης μετάνοιας ή με αιτιολογία που θίγει την υπόληψή του, σύμφωνα µε τα άρθρα 486 § 1 περ. α΄ και 506 περ. α΄ του ΚΠΔ. Δεν είναι δυνατόν να επιφέρει χειροτέρευση στο διατακτικό της απόφασης, δηλαδή να προσλάβει τελικά καταδικαστικό χαρακτήρα, επειδή τότε επέρχεται παραβίαση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων και της αρχής «ne bis in idem», δεδομένου ότι το διατακτικό δεν έχει προσβληθεί. Το διατακτικό, λοιπόν, σε αυτήν την περίπτωση παραμένει αμετάβλητο. Ούτε, όμως, να αιτιολογήσει με επαχθέστερο τρόπο δύναται το δικαστήριο των ενδίκων μέσων, επειδή η ratio της διάταξης του άρ. 470 ΚΠΔ. έγκειται στην ευνοϊκή μεταχείριση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου και πολύ περισσότερο επιβάλλεται η αυτή αντιμετώπιση του αθωωθέντος, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο αθωώθηκε.
Βασικές Μορφές χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου
Η χειροτέρευση μπορεί να είναι άμεση, όταν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή ή έμμεση, όταν αξιολογείται η ενοχή του βαρύτερα, όταν, δηλαδή, ενώ καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε πλημμέλημα, στο δευτεροβάθμιο καταδικάζεται για κακούργημα. Ειδικότερα, υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις χειροτέρευσης :
1) Η από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκη του κατηγορουμένου για συρρέον έγκλημα, για το οποίο είχε αθωωθεί πρωτοδίκως. Στην υπ’ αριθμ. 594/2007, ενώ ο κατηγορούμενος πρωτοδίκως είχε κηρυχθεί αθώος για την πράξη της καταπάτησης δημόσιας δασικής εκτάσεως (άρθρο 280 παρ. 1 Ν.∆ 86/1969, όπως αντικαταστάθηκε µε άρθρο 13 ΝΔ 996/1971) και ένοχος του ότι ενήργησε επί εκχερσωθείσης παράνομα δασικής έκτασης, πράξεις διακατοχής, ανεγείροντας κτίσμα (άρθρ. 71 παρ. παρ. 1,3 Ν.998/1979, όπως αντικαταστάθηκε µε άρθρο 46 Ν.2145/1993), και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 7 μηνών, η οποία ανεστάλη επί 3ετία. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μολονότι είχε ασκηθεί έφεση μόνο από τον κατηγορούμενο κατά της καταδικαστικής διάταξης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου -μη μεταβιβασθείσας της υπόθεσης, κατά το μέρος που κήρυξε αθώο αυτόν, κήρυξε αυτόν ένοχο αμφοτέρων των πράξεων και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί 3ετία. Χειροτέρευσε, έτσι, τη θέση του, έστω κι αν επέβαλε σ’ αυτόν και για τα δύο ως άνω συρρέοντα εγκλήματα μικρότερη ποινή από εκείνη που είχε επιβάλει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
2) Επίταση του ύψους της ποινής χωρίς να αλλάζει το είδος της και συγκεκριμένα: α) επιβολή μεγαλύτερης ποινής φυλάκισης από την πρωτοδίκως επιβληθείσα (ΑΠ 11693/1999 ΠοινΧρ Ν.΄743, ΑΠ 1463/1999 , ΑΠ 974/1996 ,ΑΠ 457/1984), β) επιβολή μεγαλύτερης χρηματικής ποινής, γ) Επιβολή μεγαλύτερης παρεπόμενης ποινής.Οι περιπτώσεις έμμεσης χειροτέρευσης έχουν ιδιαίτερη σημασία αλλά και δυσκολία στον εντοπισμό τους. Η νομολογία θεώρησε ως ανεπίτρεπτη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου τη μεταβολή του χαρακτηρισμού της πράξης από τοκογλυφία του άρθρου 404 § 2 εδ. β΄ ΠΚ σε τοκογλυφία του άρθρου 404 § 3 ΠΚ, ως ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, από αυτοδικία (άρθρο 331 ΠΚ) σε ηθική αυτουργία σε φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρα 46 §1 α΄ και 381 § 1 ΠΚ), ως ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, από αποδοχή προϊόντων εγκλήματος (άρθρο 394 ΠΚ) σε κακουργηματική κλοπή (άρθρο 374 ΠΚ).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, γίνεται φανερό πως θίγεται ένα βασικό δικαίωμα του κατηγορουμένου, αυτό της δίκαιης δίκης, δεδομένου ότι η μη χειροτέρευση της θέσης προσλαμβάνει έναν κυρωτικό χαρακτήρα κι εμποδίζει την άσκηση ενδίκων μέσων από τον κατηγορούμενο. Στερείται, ο κατηγορούμενος, με άλλα λόγια μία δεύτερη ευκαιρία για ορθότερη κρίση από ένα ανώτερο δικαστήριο με περισσότερα εχέγγυα ορθοκρισίας!
Πηγές
- ΑΠ 14/1960.
- ΑΠ 1378/1992.
- ΑΠ 797/1982.
- ΑΠ 1868/1983.
- ΑΠ 1493/1983.
- Παπαδαμάκης Αδάμ, Ποινική Δικονομία, (σελ751-762).
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Πρέβεζας, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πλέον σπουδάζει στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.