Της Κωνσταντίνας Γιαννηνάσιου,
Η δεκαετία που αφήνεται πίσω μας μπορεί να σχολιαστεί ποικιλοτρόπως, όταν η συζήτηση στρέφεται γύρω από θέματα πολιτικής και οικονομικών. Τα πρώτα στάδια μιας οικονομικής κρίσης, τα πρώτα χρόνια εισόδου της χώρας σε καθεστώς μνημονίων, η πτώση των πρωταγωνιστών του άλλοτε δικομματισμού, η «πρώτη φορά Αριστερά». Όλα αυτά κατέστησαν τους πολίτες θεατές ενός «σουρεάλ» πολιτικού σκηνικού. Άλλοι από νωρίς εγκατέλειψαν τις ελπίδες τους, άλλοι πίστεψαν πως θα τις αναστούσαν, άλλοι δεν τις έχασαν ποτέ. Παρόλα αυτά, η γρήγορη και διαδοχική εναλλαγή των κυβερνήσεων δεν πρόσφεραν την «αλλαγή» που οι πολίτες προσδοκούσαν. Κοινός παρονομαστής όλων των παραπάνω είναι η πρόκληση της πολιτικής απάθειας.
Μία δεκαετία και πέντε εκλογικές αναμετρήσεις φαίνεται να μην ήταν αρκετές –ή ήταν πάρα πολλές- για να εξασφαλίσουν στους πολίτες το ζητούμενο αίσθημα σταθερότητας και ασφάλειας. Με το πέρας των χρόνων, κάθε εκλογική αναμέτρηση μετρά και απώλειες. Απώλειες που μεταφράζονται με συνειδητή αποχή. Στις συνειδήσεις των πολιτών, ήδη από το Σεπτέμβριο του 2009, είχε χαραχθεί το αίσθημα του αδιεξόδου, μετά τις ρητές δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, για τη δυσχερή οικονομική κατάσταση της χώρας, καθώς και την απροθυμία συνεργασίας του έπειτα κατόχου της εξουσίας, Γιώργου Παπανδρέου, στο ζήτημα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Έτσι, στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 η αποχή εκφράστηκε με το ποσοστό της τάξης του 29%.
Στις δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, και πρώτες εθνικές εκλογές της νέας δεκαετίας, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012, τα κόμματα που εισήχθησαν στη Βουλή αυξήθηκαν, ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε τέλος στον κλασσικό δικομματισμό, αφήνοντας πίσω του το ΠΑΣΟΚ και η αποχή ήταν εκείνη που έλαβε το μεγαλύτερο ποσοστό, καθώς άγγιξε το 35% και το 37.5% αντίστοιχα. Η Νέα Δημοκρατία υπό τον Αντώνη Σαμαρά μετά το πέρας σχεδόν δυόμιση ετών, παραδίδει τη σκυτάλη στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αναδείχθηκε πρώτος στις πρόωρες εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Η αποχή μειώθηκε στο 36%, ίδιο ποσοστό με τον νικητή των εκλογών. Το Σεπτέμβριο του 2015 και η προκήρυξη νέων εκλογών «επιβεβαίωσης» από τον Αλέξη Τσίπρα, εκτόξευσε το ποσοστό της αποχής στο 43,4% μια και δύο μήνες νωρίτερα είχε πραγματοποιηθεί το δημοψήφισμα, άρα οι νέες εκλογές υπήρξαν η τρίτη εκλογική αναμέτρηση σε διάστημα μόλις εννέα (!) μηνών. Τέλος, στις πρόσφατες εκλογές του Ιουλίου του 2019, η αποχή παρέμεινε υψηλή και στο 42%.
Το πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας αριθμεί λίγο περισσότερο από μια δεκαετία όντας ταραγμένο και αβέβαιο. Οι εκλογικές αναμετρήσεις δεν είναι απλά αριθμοί, ποσοστά και στατιστική. Είναι υποσχέσεις, προσδοκίες και ελπίδες. Όταν το κυβερνών κόμμα δεν επανεκλέγεται, σημαίνει ότι δεν ανταποκρίθηκε στις ανάγκες των πολιτών, του κράτους και του συστήματος. Από την πλευρά των πολιτών αυτό σηματοδοτεί την απογοήτευσή τους από την προηγούμενη θητεία. Οι μεταβολές των κυβερνήσεων αλλά η ουσιαστικά ίδια πολιτική πρακτική, τους κατέστησε πολιτικά απαθείς. Όταν στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις σχεδόν ο μισός ελληνικός πληθυσμός αρνείται να ψηφίσει, είναι εμφανές ότι δεν πρόκειται απλά για μια αντίδραση, αλλά μια στάση σταθερή και ακλόνητη. Η αποχή σημαίνει απουσία επιλογής, ότι κανένα κόμμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Είναι σίγουρα ένα γεγονός που δε θα έπρεπε να απουσιάζει από δημόσιες συζητήσεις, ιδίως όταν σ’ αυτές περιλαμβάνονται και πολιτικά πρόσωπα.
Βέβαια, σ’ αυτό το σημείο επιβάλλεται να τεθεί το εξής ερώτημα: Υπάρχει επιλογή πιο λανθασμένη από την αποχή; Το να απαρνείται κανείς το δικαίωμα – θεμέλιο της δημοκρατίας δεν είναι καρποφόρο, δε φέρνει κάποιο καλύτερο αποτέλεσμα, απλά το συντομεύει ή το παραμορφώνει. Η απάθεια, η μη συγκίνηση για το μέλλον της χώρας και, διαδοχικά, το προσωπικό μέλλον, παύει να αποτελεί αντίδραση, αλλά απειλή. Κλείνοντας, λοιπόν, αυτή η δεκαετία, καθώς προχωρούσε, ενίσχυε τα αρνητικά φορτισμένα συναισθήματα στους πολίτες και τους αποξένωσε από την πολιτική ζωή. Αυτή η νέα δεκαετία που έρχεται αποτελεί ένα στοίχημα ανανέωσης την πολιτικής συνείδησης, ένα στοίχημα επανάκτησης της χαμένης εμπιστοσύνης των πολιτών.