Της Αναστασίας Ερνεάνου,
Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός πως η σημερινή κοινωνία μας μαστίζεται από πλήθος παθογενών και φλεγόντων ζητημάτων. Ο άνθρωπος, μέσα στο σύγχρονο χάος και την ανησυχητικά εκτυλισσόμενη πραγματικότητα, αδύναμος να τη διαχειριστεί, καταφεύγει σε λύσεις που ενδεχομένως να του προσφέρουν πρόσκαιρη ευχαρίστηση, ενώ ταυτόχρονα του προκαλούν σημαντικά σωματικά και κυρίως ψυχολογικά προβλήματα. Το ζήτημα που τίθεται σε αυτή την περίπτωση, όπως γίνεται αντιληπτό, αφορά τον εξαρτησιογόνο χαρακτήρα των ναρκωτικών.
Ο νομοθέτης, αντιλαμβανόμενος αυτή τη νέα πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί, προσπαθεί να σταθεί στο πλευρό του σύγχρονου πολίτη και να τον προστατεύσει με κάθε δυνατό μέσο. Σε αυτό ακριβώς έγκειται και η αξία του δικαίου και συγκεκριμένα του ποινικού δικαίου, το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Το ζήτημα προσπαθεί να επιλυθεί με πλήθος νομοθετημάτων, το κυριότερο εξ αυτών να είναι ο νόμος 4139/2013, ο οποίος φυσικά έχει υποστεί τροποποιήσεις, χωρίς βέβαια να χάνει τον κατευθυντήριο ρόλο του. Σύμφωνα με τον νόμο, ναρκωτικά νοούνται ουσίες με διαφορετική χημική δομή και δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα και με κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεταβολή της θυμικής κατάστασης του χρήστη και την πρόκληση εξάρτησης διαφορετικής φύσης. Παράλληλα, δε λησμονούνται οι ουσίες που κρίνονται ιατρικώς επιβεβλημένες και ανακουφίζουν τον πάσχοντα από συμπτώματα συγκεκριμένης νόσου.Το άρθρο 30 αναφέρει ότι όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και αδυνατούν να την αποβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση κατά τους όρους των άρθρων 30-35. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να γίνει κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Προκειμένου να αναγνωρισθεί αυτή η περίσταση, διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτημα του κατηγορούμενου και οι εξετάσεις διενεργούνται σε αρμόδια δημόσια εργαστήρια της χώρας, όπως τα πανεπιστημιακά εργαστήρια και εκείνα των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών και της Ελληνικής Αστυνομίας.
Κατά την προδικασία, το άρθρο 31 ορίζει πως εκείνος που τέλεσε τα εγκλήματα που απαριθμούνται περιοριστικώς στον νόμο, ούτως ώστε να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών λόγω της έξης του, δύναται να ζητήσει να παρακολουθήσει θεραπευτικά προγράμματα. Σε αυτή την περίπτωση, ο ανακριτής με τη συμφωνία του Εισαγγελέα μπορούν αντί της προσωρινής κράτησης να διατάξουν την ένταξή του σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Σε περίπτωση προσωρινής κράτησης υπάρχει η αντίστοιχη δυνατότητα παρακολούθησης προγράμματος σωματικής αποτοξίνωσης από 1 έως 3 εβδομάδες ανάλογα με τις ανάγκες, όπως εκτιμώνται από τον υπεύθυνο. Μετά την επιτυχή έκβαση αυτής της φάσης, ορίζεται ειδική επιτροπή για την ψυχολογική υποστήριξη. Αξίζει να σημειωθεί πως ο χρόνος παραμονής σε αυτά τα καταστήματα υπολογίζεται ως προσωρινός χρόνος κράτησης ή σε περίπτωση καταδίκης με στερητική της ελευθερίας ποινή, ως χρόνος έκτισής της.
Ποιο είναι, όμως, το πρακτικό αντίκρισμα αυτής της ρύθμισης; Πρώτα απ’ όλα, η συμμετοχή σε θεραπευτικά προγράμματα εκτός καταστημάτων κράτησης, στις περιπτώσεις των εγκλημάτων που απαριθμούνται και πάλι στον νόμο, εφόσον ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών με αιτιολόγησή του και την έγκριση του Εισαγγελέα Εφετών μπορεί (του παρέχεται διακριτική ευχέρεια κι όχι η υποχρέωση) να αναβάλει για ορισμένο χρόνο την άσκηση της ποινικής δίωξης, αν λαμβάνει γνώση από εκθέσεις του διευθυντή του θεραπευτικού προγράμματος για την επιτυχή έκβασή του. Μάλιστα, αν ολοκληρώσει με επιτυχία αυτή τη φάση, μπορεί να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη σε περίπτωση που η τελευταία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την επανένταξη του δράστη στην κοινωνία. Βεβαίως, η προσωπικότητά του προστατεύεται, καθώς τα στοιχεία αυτά είναι απόρρητα και γνωστοποιούνται μόνο στον δράστη ή στον νόμιμο αντιπρόσωπό του. Το ίδιο ισχύει και στην αναστολή της ισχύος του εντάλματος σύλληψης, καθώς και της αναστολής της ποινής, εφόσον τα εγκλήματα αυτά τελέστηκαν πριν από την εισαγωγή του στο θεραπευτικό πρόγραμμα και συνεχίζει η συνεπής παρακολούθησή του. Το χρονικό διάστημα της αναστολής, όσον αφορά ποινές στερητικές της ελευθερίας και χρηματικές ποινές, δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριών ετών και ανώτερο των έξι. Αν η αναστολή δεν ανακληθεί λόγω ασυνέπειας του δράστη, η ποινή θεωρείται σα να μην έχει επιβληθεί.Όσον αφορά τους ανήλικους ή τους νεαρούς ενήλικες (18-21 ετών) εφαρμόζεται ο νόμος αυτός, εκτός αν οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα κρίνονται ευμενέστερες. Συγκεκριμένα, αντί της ποινής υπάρχει η δυνατότητα επιβολής παρακολούθησης σε ειδικό πρόγραμμα απεξάρτησης ανηλίκων. Στο άρθρο 39 παρ.3 τονίζεται ότι η παραμονή σε ειδικό πρόγραμμα δεν μπορεί να παραταθεί πέραν του 25ου έτους της ηλικίας τους. Σε μια τέτοια περίσταση, ο παρακολουθών μετάγεται σε γενικά σωφρονιστικά καταστήματα.
Συνεπώς, κατανοούμε πως το δίκαιο προσπαθεί να ανταπεξέλθει στις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινωνίας. Σημαντικό είναι να μη λησμονούμε το γεγονός ότι ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της προσοχής του νομοθέτη, ο οποίος οφείλει να τον αντιλαμβάνεται ως ενιαία ψυχο-σωματική ενότητα, αποσκοπώντας στο να εμβαθύνει στις πραγματικές του ανάγκες και να τον βοηθήσει. Φυσικά, η λύση που προσφέρεται, εκείνη της απεξάρτησης, απαιτεί τη συνεργασία του νόμου με τους κρατικούς και κοινωνικούς φορείς, ούτως ώστε να υπάρχει σύμπνοια λόγων και έργων και να δίνεται πραγματικά, όχι απλώς θεωρητικά, μια διέξοδος στο σοβαρό αυτό πρόβλημα.
Πηγές
- Ν.4139/2013
- Δίκαιο των Ποινικών κυρώσεων, Καϊάφα-Γκμπαντί, Μπιτζιλέκης, Συμεωνίδου- Καστανίδου
Γεννήθηκε το 2000. Σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων σχετικά με τα εγχώρια και τα διεθνή δρώμενα. Αγαπάει τα ταξίδια και είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη όσον αφορά τον εθελοντισμό.