Της Κωνσταντίνας Μπριόλα,
Από το 1965, εξαιτίας των ραγδαίων αλλαγών στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον των χωρών, ολόκληρη η προσπάθεια θεμελίωσης του Κράτους Πρόνοιας συνοδεύτηκε από την σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών, και ειδικότερα των δημοσίων δαπανών υγείας. Ως εκ τούτου, ενώ οι δημόσιες δαπάνες υγείας το 1960 ήταν 3,3% επί το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν), το 1975 ανήλθαν σε 5,1%. Για μια περίπου δεκαετία παρατηρείται μια ελεγχόμενη αύξηση των δαπανών υγείας, εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης, των πληθωριστικών πιέσεων και της ανεργίας.
Αναλυτικότερα, το 1984 οι δαπάνες υγείας στην Ελλάδα σημειώνουν σημαντική αύξηση και αποτελούν το 7% του ΑΕΠ, με τις δημόσιες δαπάνες να πρωταγωνιστούν στις γενικότερες δαπάνες του κράτους, αγγίζοντας το 63% επί των συνολικών δαπανών. Μετά τη δεκαετία του 1980, χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών κρατών αποτελεί η προσπάθεια συγκράτησης των δαπανών και η περιστολή του κόστους των υπηρεσιών υγείας, τη στιγμή που η κρατική δαπάνη για την υγεία αυξάνεται συνεχώς. Εντούτοις, παρόλο που συνεχίζεται και αυξάνεται η δημόσια δαπάνη για την υγεία, το κράτος κατέχει έναν σημαντικό ρόλο, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.
Κατά τη δεκαετία του ’90, ο μέσος ρυθμός μεταβολής των δαπανών υγείας στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι θετικός. Στην Ελλάδα παρατηρείται ένας ιδιαίτερα υψηλός ρυθμός αύξησης των δαπανών υγείας. Το πρόβλημα αυτό αποδίδεται στην ανάπτυξη παραοικονομικών δραστηριοτήτων στον χώρο της υγείας, στην φοροδιαφυγή και την ανυπαρξία συσχετίσεως μεταξύ δαπανών και εισοδήματος. Σε ό,τι αφορά τις φαρμακευτικές δαπάνες, από το 2000 έως το 2009 στην Ελλάδα, παρατηρήθηκε άνοδος περίπου 385%, δηλαδή μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης 19,6%. Χαρακτηριστικό είναι πως από το 2005 και μετά διαπιστώνεται πως αν και αυξήθηκαν σημαντικά οι δημόσιες δαπάνες υγείας, δεν επέφεραν αντίστοιχα βελτίωση στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε την αρχή για την περιστολή και τον έλεγχο των δημοσίων δαπανών υγείας. Έτσι, από το 2010, οι πολιτικές εστιάζουν στον έλεγχο του κόστους και στη βελτίωση της αποδοτικότητας, ιδίως στο φαρμακευτικό και το νοσοκομειακό τομέα.
Η οικονομική κρίση είχε σημαντικό αντίκτυπο στον τομέα της υγείας, και ιδιαίτερα στις δαπάνες υγείας. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τα Συστήματα Λογαριασμών Υγείας (2018), η συνολική χρηματοδότηση για τις δαπάνες υγείας ως προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα για το έτος 2016 μειώθηκε στο 8,45% του ΑΕΠ, έναντι 9,10% του έτους 2011. Ο παρακάτω πίνακας εμφανίζει το ποσοστό της συνολικής χρηματοδότησης των δαπανών υγείας ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών 2010.
Έτος | Συνολική χρηματοδότησης για δαπάνες υγείας
(ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ) |
2011 | 9,10% |
2012 | 8,88% |
2013 | 8,41% |
2014 | 7,95% |
2015 | 8,19% |
2016 | 8,45% |
Πίνακας 1. Συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας (ως ποσοστό του ΑΕΠ), 2011-2016, Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
Στο πλαίσιο του δραστικά συρρικνούμενου ΑΕΠ, οι δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν. Η κατά κεφαλήν δαπάνη μειώθηκε από 2.287€ το 2009, σε 1.650€ το 2015, μια μείωση ύψους 28%. Κατά το πρώτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής (ΠΟΠ) τέθηκε ως ανώτατο όριο το 6% του ΑΕΠ προκειμένου να μειωθούν οι συνολικές δημόσιες δαπάνες, έχοντας ως στόχο την αποδοτικότερη χρήση των δημοσίων πόρων, ενώ καθόρισε και μέτρα δημοσιονομικής βιωσιμότητας. Οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία αντιστοιχούν στο 5% του ΑΕΠ, σε σχέση με 7,2% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ και αντιπροσωπεύουν μόλις το 59% των συνολικών δαπανών για την υγεία, το τέταρτο χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ (OECD, 2017).
Σύμφωνα με την μελέτη του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (2017), η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη για φαρμακευτικά και άλλα υγειονομικά αναλώσιμα στην Ελλάδα ακολουθεί πτωτική πορεία, από 430€ ανά κάτοικο το 2009, στα 181€ το 2015. Η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη για φαρμακευτικά και άλλα υγειονομικά αναλώσιμα στην ΕΕ22, από 289€ το 2009, διαμορφώθηκε στα 292€ το 2015, δηλαδή περίπου 100€ υψηλότερα έναντι της Ελλάδας, ενώ στις έτερες χώρες της νότιας Ευρώπης (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), διαμορφώθηκε στα 242€.
Είναι γεγονός πως η Ελλάδα είναι από τις χώρες που βίωσε μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις στις δαπάνες για την υγεία κατά το ξέσπασμα της κρίσης. Σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης «Health at a Glance: Europe 2018», την περίοδο 2009 έως 2013, η κατά κεφαλήν δαπάνη για την υγεία στην Ελλάδα είχε κατά μέσο όρο ένα 8,7% ετήσια πτώση. Είναι αξιοσημείωτο όμως ότι κατά τη διάρκεια 2003-2009, η Ελλάδα γνώρισε μεγαλύτερη αύξηση των πραγματικών δαπανών για την υγεία ανά κάτοικο από το μέσο όρο για τις χώρες της ΕΕ.
Τα στοιχεία από διάφορες χώρες δείχνουν ότι μέχρι το 1/5 των δαπανών για την υγεία είναι σπατάλη και θα μπορούσε να ανακατανεμηθεί για καλύτερη χρήση, χωρίς να υπονομευθεί η ποιότητα των υπηρεσιών. Οι σπατάλες αυτές ευθύνονται για μια σειρά από παθογένειες του συστήματος, όπως για παράδειγμα οι περιττές εξετάσεις ή θεραπείες. Η μείωση των κοστοβόρων δαπανών όχι μόνο συμβάλλει στην ανθεκτικότητα του συστήματος υγείας, αλλά συμβάλλει και στο να διατηρηθεί η καθολική πρόσβαση των πολιτών σε αποτελεσματική περίθαλψη.
Γεννήθηκε το 1997 στην Αλεξανδρούπολη και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστήμιου, και μεταπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Οικονομικών, στο μεταπτυχιακό με τίτλο «Οικονομικά και Διοίκηση της Υγείας» στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Ασχολείται ενεργά με την ερεύνα και τον εθελοντισμό. Στις δημοτικές εκλογές του 2019 ήταν υποψήφια Δημοτική Σύμβουλος στο Δήμο Γαλατσίου, στην Αθήνα. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και ασχολείται ενεργά με την επιχειρηματικότητα.