Του Δημήτρη Τόλια,
Μια δεκαετία κλείνει σε λίγες εβδομάδες. Ένα διάστημα που στην ελληνική πολιτική περιγράφεται παραστατικότερα με το φαινόμενο της παλίρροιας. Ισχυρός δικομματισμός στις αρχές της δεκαετίας, πολυδιάσπαση στο μέσον και ξανά ισχυρός δικομματισμός στην εκπνοή. Ωστόσο, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για την επισκόπηση της προηγούμενης δεκαετίας. Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθώ με βάση το παρόν, στα όσα περιμένουμε να δούμε το 2020 από τα μεγάλα ελληνικά πολιτικά κόμματα.
Θα ξεκινήσουμε από το κυβερνών κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία. Μπορεί το πνεύμα της «τεχνοκρατικής» διακυβέρνησης πολλές φορές να καταρρέει από την πραγματικότητα του Πατέρα, του Διαματάρη, των φιλικών διορισμών καθώς και των κριτικών για ζητήματα διαφθοράς από την αντιπολίτευση ή ακόμα και από εξωτερικές πηγές (π.χ. Financial Times). Μπορεί το πνεύμα του «φιλελεύθερου» να πνίγεται στα βράχια της καταψήφισης της αναθεώρησης του άρθρου 5, παρ. 2, της διάταξης περί κακόβουλης εξύβρισης των θείων -που εν τέλει αποσύρθηκε-, της ακύρωσης της συμφωνίας για τον διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας ή της δήλωσης ότι «η Ελλάδα είναι χώρα ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης». Ωστόσο, το εκλογικό ακροατήριο του κόμματος φαίνεται ιδιαίτερα ικανοποιημένο.
Η ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων, η μείωση της φορολογίας, η φιλελεύθερη οικονομική πολιτική και οι συντηρητικές τάσεις στα κοινωνικά ζητήματα, σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, δείχνουν να επιδρούν θετικά στα μάτια των ψηφοφόρων του κόμματος στις τελευταίες εκλογές. Συνεπώς, τα «αγκάθια» για το 2020 φαντάζουν ιδιαίτερα μακρινά.
Ίσως μόνο όταν τελειώσουν τα μελομακάρονα και υπερθεματιστούν περισσότερο τα ζητήματα ταυτότητας όπως το Μακεδονικό (ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση) ή το προσφυγικό-μεταναστευτικό, να αναδειχθεί μια ενδεχόμενη διάσταση στο κόμμα μεταξύ φιλελεύθερων και συντηρητικών. Μια τέτοια τάση διαφαίνεται από τις δηλώσεις κομματικών στελεχών και ιδιαίτερα του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, που εκφράζουν αντίθετη γνώμη ως προς την διαχείριση των δύο προαναφερθέντων ζητημάτων ταυτότητας. Το συμπέρασμα είναι πως το κόμμα της ΝΔ δείχνει μέχρι στιγμής πιο συνεκτικό από ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΙΝΑΛ, κάτι που συμβαίνει παραδοσιακά κατά τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης. Είναι περισσότερο το αίσθημα της προσδοκίας παρά της απώλειας που διακατέχει τον ψηφοφόρο αλλά και τα μέλη του κόμματος.
Στην κεντροαριστερά φαίνεται πως έχουν μπερδέψει τις γιορτές και τσουγκρίζουν αυγά. Ξεκινώντας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το πνεύμα εκσυγχρονισμού και ανασυγκρότησης συγκρούεται πάνω στην ιδιοκτησιακή λογική των στελεχών του 4%. Γίνεται φανερό πως το προοδευτικό άνοιγμα δεν αποτελεί τόσο μια ανοιχτή συνεστίαση, άλλα μάλλον μια παρτίδα διελκυστίνδας. Παλαιά, περισσότερο αριστερά στελέχη, αυτό-παρουσιάζονται ως νόμιμοι «φυσικοί» ιδιοκτήτες του κόμματος που «ανέχονται» τους μουσαφίρηδες από το ΠΑΣΟΚ, όπως λένε, ενώ αντίθετα άλλες τάσεις περισσότερο κεντροαριστερές στηρίζουν ένα άνοιγμα που θα οδηγήσει σε εξαΰλωση του ΚΙΝΑΛ και που θα ανεβάσει τα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε όλα αυτά, ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται να τοποθετείται υπέρ της δεύτερης αντίληψης δίχως να έχει αντίπαλο για την ηγεσία. Κύριος αντίπαλός του είναι η μερίδα του κόμματος που δείχνει να έχει στριμωχτεί στην κιβωτό της ανασυγκρότησης και αναζητά ζωτικό «ριζοσπαστικό» χώρο. Ο όρος «πασοκοποίηση» δεν είναι ακριβής. Αυτό που συμβαίνει είναι ένας νωχελικός ακόμη βηματισμός της κιβωτού προς την κεντροαριστερά που αναπόφευκτα συναντά ορισμένους ναυαγούς από το ΠΑΣΟΚ.
Το 2020 θα τονώσει τα προβλήματα συνοχής στον ΣΥΡΙΖΑ. Σημασία λοιπόν θα έχει εάν θα βρεθεί η κοινή φόρμουλα μέσω ενός συνεδρίου ή αν μερικοί χρόνιοι ναύτες της κιβωτού θα οδηγηθούν στην «σανίδα».
Και εδώ ερχόμαστε στο ΚΙΝΑΛ. Στο κόμμα αυτό όχι απλώς έσπασαν αυγά άλλα έψησαν και ομελέτα και μάλιστα καμένη. Το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ φανέρωσε ένα κόμμα ασυνεχές στα πρόθυρα της διάλυσης. Από την μια οι μεθοδεύσεις της Γεννηματά και από την άλλη η ναρκοθέτηση ενός ανοίγματος που θα μπορούσαν να φέρουν οι πιο φρέσκοι πολιτικά Γερουλάνος και Ανδρουλάκης που άσκησαν δριμεία κριτική στο κόμμα, τόση που ακόμα και ο λόγος του Λεβέντη στο συνέδριο του ΚΙΝΑΛ πριν κάποια χρόνια θα ακουγόταν περισσότερο συναινετικός.
Η Γεννηματά θα παραμείνει στην ηγεσία μέχρι το ’21 και το ζήτημα είναι η απουσία πλάνου και προσδοκίας από το κόμμα. Διιστάμενες και αντιφατικές θέσεις του κόμματος πετούν την μπάλα σε μια άδεια κερκίδα, παρουσιάζοντας μια εικόνα ανορεξίας και στασιμότητας. Σαν να μην θέλει να χτυπήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, σαν να μην θέλει να ασκήσει αντιπολίτευση στην ΝΔ. Στα όρια της ύπαρξης και της ανυπαρξίας αναζητούνται πλέον πυξίδες, χάρτες ή από κάποιους βέβαια και πασατέμπο για να «ροκανίσουν» τον χρόνο μέχρι την εκλογή νέου αρχηγού το 2021. Συνεπώς, το 2020 το ερώτημα είναι αν θα δούμε τον τροχό να κινείται ή την άμμο να καταπίνει ολόκληρο το όχημα.
Συμπερασματικά, όσο η ΝΔ δεν φαίνεται να έχει απώλειες και ιδιαίτερα εκ δεξιών, καθώς δεν υπάρχουν ισχυρά κόμματα και φορτισμένοι άξονες να προκαλέσουν διχοτομήσεις στον δεξιό χώρο, ο φακός στρέφεται από το κέντρο και αριστερά. Το 2020 θα μεσολαβήσει μεταξύ Κυβερνητικού έργου και ζυμώσεων στον αντιπολιτευτικό χώρο. Από τη μια η ΝΔ θα επιχειρήσει να ρίξει αλάτι σε ενδεχόμενα ζητήματα ταυτότητας ενώ από την άλλη μένει να δούμε εάν η κιβωτός της ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ θα πετάξει (και με ποιους επάνω) το κολλημένο όχημα του ΚΙΝΑΛ εκτός πορείας ή εάν ενδεχόμενες εξελίξεις θα οδηγήσουν σε τρακάρισμα οδυνηρό για την παράταξη Τσίπρα που θα επαναφέρει το ΚΙΝΑΛ ή το ΠΑΣΟΚ (και έχει σημασία) στο πολιτικό παιχνίδι.
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ έχει φοιτήσει και για ένα έτος στο ίδιο τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι λάτρης της πολιτικής ιστορικής ανάλυσης και έρευνας. Ασχολείται με την ανίχνευση της διαδικασίας διάδοσης και τις επιδράσεις των πολιτικών ιδεών στην κοινωνία τόσο στο παρελθόν όσο και φυσικά στο σήμερα.