Του Κωνσταντίνου-Ειρηναίου Σταμούλη,
Προερχόμενος από τα αριστερά του ΠΑΣΟΚ, ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας τη δεκαετία που μας πέρασε. Άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στη πορεία του τόπου και πλέον βρίσκεται σε περίοδο αναδιαμόρφωσης και επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς του, με τον μετασχηματισμό του από ριζοσπαστικά αριστερό σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, θα σταματήσουμε στο 2004, όταν και ιδρύθηκε επίσημα ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αποτέλεσμα του συνασπισμού, υπό ένα κόμμα, πολυάριθμων αριστερών οργανώσεων και ριζοσπαστικών κινημάτων. Το 2012 αποτέλεσε έτος ορόσημο για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς τότε σημειώθηκε η πρωτοφανής εκλογική του άνοδος. Ήταν 6 Μαΐου 2012 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα, κατέλαβε την 2η θέση των βουλευτικών εκλογών με ποσοστό 16,78%. Ένα γεγονός που συνέπεσε με την κατά κράτος ήττα του ΠΑΣΟΚ, το οποίο περιορίστηκε στη 3η θέση και στο 13,18%. Στην εκλογική αναμέτρηση περίπου ένα μήνα αργότερα, επιβεβαιώθηκε η κοινωνική απήχηση που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αποκτήσει αφού όχι μόνο δεν μειώθηκαν τα ποσοστά του, αλλά αντιθέτως αυξήθηκαν κατακόρυφα κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες φτάνοντας το 26,89%. Όλα πλέον έδειχναν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε για να μείνει και πως απλά ήταν θέμα χρόνου να διεκδικήσει επί ίσοις όροις ή ακόμα και να κατακτήσει την εξουσία.
Ο δρόμος προς την εξουσία
Δεν ήταν λίγες οι συγκυρίες που άνοιξαν διάπλατα τον δρόμο στον ΣΥΡΙΖΑ για να πρωταγωνιστήσει στο πολιτικό σκηνικό. Σε πρώτο πλάνο, οι πολιτικές λιτότητας του ΠΑΣΟΚ διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο. Τα σκληρά μέτρα, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και την εμφανή υποβάθμιση του επιπέδου ζωής της ελληνικής κοινωνίας, οδήγησαν σε ραγδαία πτώση της δημοτικότητας του ΠΑΣΟΚ. Το γεγονός αυτό δεν άφησε ανεκμετάλλευτο ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κινήθηκε γρήγορα και προς την σωστή κατεύθυνση και κατάφερε να αποτελέσει την ρεαλιστική επιλογή των κεντροαριστερών πολιτών και των πολιτών που ασπάζονταν τις αρχές της σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίοι στήριζαν το ΠΑΣΟΚ ανά τα χρόνια και πλέον ήταν απογοητευμένοι από τα πεπραγμένα του κόμματος. Παράλληλα είχε ήδη ξεκινήσει η εκροή βουλευτών από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ με χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της Σοφίας Σακοράφα, η οποία διαγράφηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ κατά τη διαδικασία ψήφισης του 1ου μνημονίου και εντάχθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ ενώ εξελέγη και βουλευτής 2 χρόνια αργότερα (στις εκλογικές αναμετρήσεις Μαΐου και Ιουνίου του 2012) και του Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο οποίος καταψήφισε το μεσοπρόθεσμο το 2011 και εξελέγη βουλευτής για πρώτη φορά με τον Σύριζα στις εκλογικές αναμετρήσεις Μαΐου και Ιουνίου του 2012.
Επιπρόσθετα, ο δρόμος των μνημονίων και της λιτότητας κλόνισε και την Νέα Δημοκρατία καθιστώντας τα δύο μεγάλα κόμματα σε πρωτοφανή κρίση. Οι κραδασμοί του πολιτικού συστήματος δεν έμοιαζαν να αγγίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συσπείρωνε γύρω του τη λαϊκή πλειοψηφία δείχνοντας ότι μπορεί να σταθεί άξιος εκπρόσωπος των αιτημάτων της. Έτσι, ο μνημονιακός δρόμος της φθοράς για τα δύο μεγάλα κόμματα συνάμα, αποτέλεσε δρόμο άνθησης και κοινωνικής διεύρυνσης για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι Ευρωεκλογές του 2014 (νίκη ΣΥΡΙΖΑ με 26,56%) προμήνυαν ότι είχε φτάσει η ώρα του ΣΥΡΙΖΑ για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτή επισπεύσθηκε όταν η χώρα οδηγήθηκε σε πρόωρες εκλογές τον Ιανουάριο του 2015 μετά την αδυναμία της Κυβέρνησης να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Δεκέμβριο του 2014. Η 25η ημέρα του Ιανουαρίου του 2015 έμελλε να γραφτεί στην ιστορία καθώς για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση, κόμμα αμιγώς Αριστερό θα αναλάμβανε την εξουσία.
Α εξάμηνο 2015- Ακονίζοντας την πένα του ιστορικού του μέλλοντος
Η 26η Ιανουαρίου βρήκε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία σχηματίζοντας συγκυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Έλληνες (ΑΝΕΛ) του Πάνου Καμμένου. Ήταν η πρώτη φορά που η πλειοψηφία του κυβερνητικού σχηματισμού ορκίστηκε με πολιτικό και όχι με θρησκευτικό όρκο. Από την επομένη των εκλογών η διαπραγμάτευση με τους εταίρους τέθηκε σε νέες βάσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ να καλείται να θέσει σε εφαρμογή το κυβερνητικό του πρόγραμμα, όπως αυτό είχε αναγγελθεί δια στόματος Αλέξη Τσίπρα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2014. Η διαπραγμάτευση με τους θεσμούς ξεκινά στις 30 Ιανουαρίου του 2015, όταν τη χώρα μας επισκέπτεται ο -τότε- πρόεδρος του Eurogroup, Γέρουν Νταινσενμπλουμ. Ο Ολλανδός αξιωματούχος συνομίλησε, μεταξύ άλλων, με τον Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος ήταν ο υπουργός Οικονομικών της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα. Ωστόσο το κλίμα δεν ήταν και το πλέον ιδανικό όπως επιβεβαιώθηκε στην συνέντευξη τύπου όταν και ο Γιάνης Βαρουφάκης αναφερόμενος στην τρόικα υποστήριξε ότι «με αυτή τη σαθρά δομημένη επιτροπή δεν έχουμε στόχο να συνεργαστούμε».
Τα αδιέξοδα στις διαπραγματεύσεις ήταν πολλαπλά και απανωτά με αποτέλεσμα πολύ σύντομα να αρχίσουν να κυκλοφορούν σενάρια περί GREXIT ή και παράλληλου νομίσματος. Το καθοριστικό, για το Ελληνικό μέλλον, Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου ολοκληρώθηκε χωρίς κοινό ανακοινωθέν, με την υποχρέωση όμως της Ελλάδας να υποβάλει σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα αξιόπιστο και βιώσιμο πακέτο μεταρρυθμίσεων. Στο Eurogroup της 24ης Απριλίου, Έλληνας υπουργός Οικονομικών δεν πείθει τους ομόλογούς του για την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων που έφερε στο τραπέζι και έτσι η εκταμίευση της δόσης προς την Ελλάδα μετατίθεται καθιστώντας επείγουσα την ανάγκη για άμεση επίτευξη συμφωνίας. Η πρόταση των δανειστών συνιστούσε ένα νέο μνημόνιο και καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κάνει σαφές με κάθε τρόπο ότι δεν δύναται να ψηφίσει νέο πρόγραμμα λιτότητας, η χώρα οδηγήθηκε σε δημοψήφισμα.
Το δημοψήφισμα και η ψήφιση του 3ου μνημονίου
Επρόκειτο για το 1ο δημοψήφισμα μετά από εκείνο για το πολιτειακό του 1974 και αφορούσε την αποδοχή ή μη των μέτρων λιτότητας, που οι δανειστές πρότειναν στην Ελλάδα. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι το δημοψήφισμα ήταν συμβουλευτικού χαρακτήρα. Στις 28 Ιουνίου η ανεπάρκεια στη ρευστότητα οδηγεί την Ελληνική κυβέρνηση στην επιβολή κεφαλαιοκρατικών ελέγχων (capital controls) θέτοντας όριο στις αναλήψεις. Η κατάσταση αυτή έπληττε βαθύτατα την οικονομία καθώς περιόριζε το εμπόριο και κατ’ επέκταση την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές. Το ημερολόγιο έγραφε 5 Ιουλίου 2015 όταν το «όχι» στα νέα μέτρα λιτότητας επικράτησε με 61,31% οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στο ολονύχτιο θρίλερ της 12ης με 13ης Ιουλίου. Οι συζητήσεις ολοκληρώθηκαν με την επίτευξη συμφωνίας, που στο περιεχόμενό της ισοδυναμούσε με ένα 3ο μνημόνιο. Αφού, λοιπόν, ο Αλέξης Τσίπρας δεν κατόρθωσε και παρά την λαϊκή επιταγή που του έδινε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, να αποτρέψει τα νέα μέτρα, έφερε στις 14 Αυγούστου, στην ελληνική Βουλή προς ψήφιση το μνημονιακό νομοσχέδιο. Παρά την μη ψήφισή του από πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό στηρίχθηκε από τους υπόλοιπους βουλευτές της συγκυβέρνησης και από εκείνους της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού. Έτσι το πρωί της 15ης Αυγούστου 2015, το 3ο μνημόνιο ήταν νόμος του Ελληνικού κράτους.
Από το «τέλος της κρίσης» στην εκλογική ήττα του 2019
Ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε τη ψήφιση του μνημονίου με τη διάσπαση της κοινοβουλευτικής του ομάδας. Συγκεκριμένα αποστασιοποιήθηκε η λεγόμενη «Αριστερή πλατφόρμα» του Παναγιώτη Λαφαζάνη, καθώς και μεμονωμένοι βουλευτές του, οι οποίοι δεν ψήφισαν το εφαρμοστικό πρόγραμμα. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην παραίτηση της Κυβέρνησης στις 20 Αυγούστου και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Στις εθνικές κάλπες της 20ης Σεπτεμβρίου νικητής αναδείχθηκε η αποχή με ποσοστό 43,4% (το δεύτερο μεγαλύτερο από τη μεταπολίτευση). Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε εκ νέου της εξουσία καθώς το 35,46% του εκλογικού σώματος του έδωσε εντολή να εφαρμόσει το πρόγραμμά του σε βάθος 4ετίας.
Στα 4 χρόνια που ακολούθησαν ο ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε να διαχειριστεί πολυάριθμες δύσκολες καταστάσεις. Από την εκπλήρωση των υποσχέσεων προς τους δανειστές μέχρι κοινωνικά ζητήματα, όπως η ψήφιση του συμφώνου συμβίωσης, δραματικές εξελίξεις σαν την τραγωδία στο Μάτι ή τις φονικές πλημμύρες της Μάνδρας μέχρι και την διαχείριση λεπτών ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής όπως η αρμονική συνύπαρξη με την Τουρκία και η διευθέτηση του «Μακεδονικού» που κατέληξε στη Συμφωνία των Πρεσπών, μια συμφωνία που δίχασε την κοινή γνώμη. Ιστορικής σημασίας γεγονός ήταν η έξοδος της χώρας από τις δανειακές υποχρεώσεις, που επισημοποιήθηκε μετά τη λήξη της μνημονιακής σύμβασης τον Αύγουστο του 2018. Τα δύσκολα και επίπονα μέτρα λιτότητας ωστόσο εξάντλησαν την ελληνική κοινωνία, κάτι που δεν μπόρεσε να υπερκαλύψει ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τα θετικά μέτρα (αύξηση κατώτατου μισθού, επαναφορά αναλογικής 13ης σύνταξης) που έλαβε και τα οποία δεν πρόλαβαν να έχουν μακροχρόνιο πρακτικό αντίκρισμα και σε συνδυασμό με την φυσιολογική φθορά μιας κυβέρνησης 4ετίας, οδηγήθηκε στην ήττα στις Ευρωεκλογές του Μαΐου του 2019 με ποσοστό διαφοράς από την πρώτη Νέα Δημοκρατία, το οποίο άγγιζε το 10%. Αυτό δεν άφηνε άλλη επιλογή στον Αλέξη Τσίπρα από την προκήρυξη εθνικών εκλογών. Αυτές διεξήχθησαν στις 7 Ιουλίου του 2019 με την Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη να παίρνει την πρωτιά με 39,85% αφήνοντας δεύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ με 31,53% και σχηματίζοντας κυβέρνηση αυτοδυναμίας.
Στο τραπέζι των ιθυνόντων του ΣΥΡΙΖΑ στα γραφεία της Κουμουνδούρου τίθεται ένα και μοναδικό ζήτημα. Αυτό αφορά την επόμενη μέρα. Το άνοιγμα στην κεντροαριστερά που ορθά ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί, αντιλαμβανόμενος την απήχηση του κόμματός του στις τάξεις των άλλοτε υποστηρικτών του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο η διεύρυνση αυτή προς τη Σοσιαλδημοκρατία συναντά αντιδράσεις στο εσωτερικό του κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταφέρει επιτυχημένα στο παρελθόν να ξεπεράσει ενδοκομματικούς σκόπελους και δεν τίθεται θέμα κατά πόσο μπορεί να το ξαναπετύχει. Θα μπορέσει όμως για ακόμη μια φορά να ξεπεράσει μια εσωκομματική διένεξη χωρίς αυτό να επιφέρει αρνητικό αντίκτυπο στον πυρήνα των υποστηρικτών του; Και συν της άλλοις θα επιτύχει στη πρόκληση να αποτελέσει τον κύριο εκφραστή των κεντροαριστερών και προοδευτικών πολιτών ή θα αποτελέσει μια παρένθεση η οποία έκλεισε γρήγορα επιστρέφοντας στα προ 2012 ποσοστά του;΄Αυτά αποτελούν ρεαλιστικά ερωτήματα στα οποία δύσκολα κάποιος δύναται να δώσει μία στοχευμένη και αξιόπιστη απάντηση. Ένα είναι το σίγουρο προς το παρόν: ο επίλογος δεν έχει γραφτεί… ακόμα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Σπουδάζει Πολιτική Επιστήμη και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Ασχολείται ενεργά με το αντικείμενο των σπουδών του, αρθρογραφώντας και συμμετέχοντας σε συνέδρια και εκδηλώσεις σχετικά με την Πολιτική, τη Διεθνή διπλωματία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.