Του Στέφανου Κωστούρου,
Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε: Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο… Σίγουρα μέσα σ’ αυτές τις «επιστρώσεις» βρίσκεται και η αρβανίτικη, που μέχρι και σήμερα είναι ορατή σε πολλές ανθρώπινες εκφάνσεις αυτού του τόπου.
Το πότε εμφανίζονται και εγκαθίστανται οι Αρβανίτες στον Ελλαδικό χώρο είναι γνωστό. Ήδη στις αρχές του 14ου αιώνα πολλές οικογένειες «Αλβανών», όπως αναφέρουν οι πηγές της εποχής, μετακινούνται από την περιοχή της σημερινής Αλβανίας προς την ηπειρωτική Ελλάδα (Ήπειρο, Θεσσαλία, Πελοπόννησο, Αττική). Έκτοτε θα παρέχουν στρατιωτικές υπηρεσίες στους Βυζαντινούς άρχοντες του Μυστρά ως μισθοφόροι. Στη περιοχή της Αττικής γνωστές αρβανίτικες φάρες (= οικογένειες) που έφτασαν αυτή τη περίοδο είναι του Μπούα, του Σπάτα (τα σημερινά Σπάτα), του Λίωσα (τα σημερινά Λιόσια) και του Μαλακάση (σημερινή Μαλακάσα).
Οι Αρβανίτες γρήγορα προσαρμόστηκαν και εγκαταστάθηκαν ομαλά. Άλλωστε ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι, κάτι που τους βοήθησε να ενταχθούν ευκολότερα στους ελληνικούς πληθυσμούς και μάλιστα να αποκτήσουν ελληνική συνείδηση και γλώσσα. Στην ελληνική επανάσταση το 1821 πολλοί γνωστοί κλέφτες ήταν Αρβανίτες. Ο Μάρκος Μπότσαρης (ο οποίος ήταν από τους πρώτους που έγραψε αρβανίτικο λεξικό σε ηλικία μόλις 19 χρονών), ο Ανδρέας Μιαούλης, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κ.α. Τα αρβανίτικα, μάλιστα από την περίοδο της επανάστασης έως και τα τέλη του 19ου αιώνα αποτελούσαν τη γλώσσα των ελλήνων ναυτικών. Στα μετέπειτα χρόνια γνωστοί αρβανίτες είναι ο πολιτικός Δημήτριος Βούλγαρης (Λέγεται ότι συνήθιζε να δίνει την απάντηση “άστε ντούα”= Έτσι θέλω στα αρβανίτικα, όταν του ζητούσαν να δικαιολογήσει τις αποφάσεις του), ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης (οι Κουντουριώτηδες ήταν αρβανίτικη φάρα της Ύδρας), ο Αλέξανδρος Κορυζής, ο στρατηγός και δικτάτορας Θ. Πάγκαλος κ.α.
Οι Αρβανίτες στην πλειοψηφία τους ασχολήθηκαν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Εξαίρεση αποτελούν τα νησιά του Αργοσαρωνικού γνωστά για τη ναυτική και εμπορική τους παράδοση. Διακρίνονταν για την ειλικρίνειά τους (ντρέτα και σταράτα σαν Αρβανίτες), (είναι αρβανίτης μπεσαλής), αλλά και για το πείσμα και την οξυθυμία τους (τον έπιασε το Αρβανίτικο), (Αρβανίτικο κεφάλι–ξεροκέφαλος). Από τον 19ο αιώνα έως σήμερα οι περιοχές με αρβανίτικους πληθυσμούς έχουν μειωθεί δραματικά, η γλώσσα όντας προφορική κινδυνεύει να εξαφανιστεί και η αστυφιλία έχει οδηγήσει πολλούς στην εγκατάλειψη της υπαίθρου.
Η αρβανίτικη διάλεκτος αποτελεί ένα αμάλγαμα από ελληνικά, λατινικά και αλβανικά γλωσσικά στοιχεία και τη συναντάμε μόνο σε προφορική μορφή. Έτσι, και λόγω της πλήρους πολιτιστικής ενσωμάτωσης των Αρβανιτών από το ελληνικό περιβάλλον ο κίνδυνος της οριστικής εξαφάνισης της διαλέκτου είναι πολύ μεγάλος. Η αρβανίτικη γλώσσα είναι βραχύφωνη και συμφωνική, δηλαδή οι λέξεις της περιέχουν πολλά σύμφωνα. Σε αρκετές περιπτώσεις μεταξύ των συμφώνων παρεμβάλλεται ένας ηχητικός φθόγγος, ένα ημίφωνο που δεν συναντάται στην ελληνική. Έτσι ο ημίφωνος αυτός ήχος, που εκφέρεται από το στέρνο και δε προφέρεται ως «ε» αποδίδεται γραπτά με το λατινικό «ë», ενώ το ημίφωνο «ι» με το «j». Επίσης στα αρβανίτικα όταν η συλλαβή -ζα προστίθεται στην αρχή της λέξης, δηλώνει κάτι μεγάλο, όπως για παράδειγμα ζάλλογον, ζάμπλουτος. Αντίθετα, όταν η συλλαβή προστίθεται στο τέλος της λέξης, δηλώνεται κάτι το μικρό ή το υποκοριστικό του αντικειμένου. Παράδειγμα βάρκίζα (η βαρκούλα, από εκεί πήρε το όνομά της και η Βάρκιζα).
Μέχρι και σήμερα υπάρχουν αρκετές αρβανιτόφωνες περιοχές, όπως στην ΝΑ Στερεά Ελλάδα και ειδικότερα την Αττική (ιδίως το ανατολικό τμήμα), τη νότια Βοιωτία, το νότιο τμήμα της Εύβοιας και το βόρειο τμήμα της νήσου Άνδρου, ενώ στην Πελοπόννησο εντοπίζονται κυρίως στην Αργολιδοκορινθία, σε μια περιορισμένη μάλλον έκταση στα σύνορα Αχαΐας και Ηλείας, στην Τριφυλία, στην ανατολική Λακωνία, καθώς και στα περισσότερα νησιά του Αργοσαρωνικού (Ύδρα, Σπέτσες, Σαλαμίνα, Αγκίστρι και Πόρος). Ακόμα αρβανίτικος πληθυσμός βρέθηκε στη περιοχή της Λαμίας, αλλά και περιχώρων του Νομού Φθιώτιδας. Αρβανίτες κατοικούν και στην περιοχή της Πάργας και σε πολλά χωριά της Θεσπρωτίας.
Βιβλιογραφία
- Αθανάσιος Σ. Τσίγκος, Κείμενα για τους Αρβανίτες, Αθήνα 1991
- Μαρία Μιχαήλ-Δέδε, Οι Έλληνες Αρβανίτες, Ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών, Αθήνα 1994, Εκδόσεις Δωδώνη
- Λεξικόν της Βυζαντινής Πελοποννήσου, Επιμέλεια έκδοσης Γ. Νικολούδης, Αθήνα 2010, Εκδόσεις Μυρμιδόνες
- Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Αρβανίτικο Λεξικό (Γ΄ Έκδοση), Αθήνα 2014, Εκδόσεις Omni Publishing
Γεννήθηκε το 1998 και ζει στο Ναύπλιο, είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στη Καλαμάτα. Το επιστημονικό του ενδιαφέρον εστιάζει στη Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία.