Του Χρήστου Αμανατίδη,
Κραχ: η κρίση που τον Οκτώβριο του 1929 έπληξε αρχικά την Αμερική και στη συνέχεια ολόκληρο τον κόσμο. Παρόλο που έχει τις ρίζες της στον οικονομικό τομέα, δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτόν. Αυτή η κρίση συμπαρέσυρε και τον πολιτικό και κοινωνικό κόσμο των δεκαετιών του ’20 και του ’30.
Τα θεμέλια της «Μαύρης Πέμπτης» βρίσκονται στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα τέλη του Ιουλίου του 1914, με την έναρξη του πολέμου, οι χρηματιστηριακές αγορές έκλεισαν. Ακόμα και με τη λήξη αυτής της διεθνούς συρράξεως και την ανάδειξη του συνασπισμού των παραδοσιακά αποικιακών δυνάμεων ως νικητών της, χρειάστηκε χρόνια υπερπροσπάθεια για την επαναφορά της παραγωγής στα προπολεμικά επίπεδα. Επιπροσθέτως, η λήξη του πολέμου κατέστησε εμφανή την οικονομική εξάντληση, από την οποία υπέφεραν σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες.
Το 1918, η Αμερική εκτόπισε από τον «θρόνο» της παγκόσμιας οικονομικής πρωτοκαθεδρίας την Βρετανία. Η υπεροχή της καθίστατο φανερή από δύο κύριους τομείς της σύγχρονης οικονομίας: πρωτίστως, κατείχε περίπου το 42% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, ενώ συγκριτικά οι τρεις μεγαλύτερες βιομηχανικές δυνάμεις της καπιταλιστικής Ευρώπης (Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία) είχαν υπό τον συνδυαστικό έλεγχό τους περίπου το 28%.
Δευτερευόντως, ένα σημαντικό τμήμα της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής υφίστατο με την χορήγηση μεγάλων ποσών σε μορφή δανείου. Τα κολοσσιαία ποσά που διατέθηκαν για την ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση αποτελούσαν απόδειξη της ευρωστίας της αμερικανικής οικονομίας, μιας ευρωστίας που ξεπερνούσε την αντίστοιχη οποιασδήποτε ευρωπαϊκής δύναμης είχε ασκήσει ποτέ παρόμοια δραστηριότητα.
Σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση, η κατοχή σχεδόν του μισού της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και η εκτεταμένη χορήγηση δανείων σήμαιναν πως η αμερικανική και η παγκόσμια οικονομία ήταν δύο παράλληλα οικονομικά συστήματα που συνδέονταν και οποιοσδήποτε κλυδωνισμός του ενός θα σήμαινε τον κλυδωνισμό του άλλου και όσων βασίστηκαν πάνω τους.
Τα πρώτα απειλητικά σημάδια φάνηκαν στον αγροτικό τομέα, καθώς το 1928 οι παγκόσμιες τιμές των αγροτικών προϊόντων έπεσαν, λόγω της υπεραφθονίας τους. Την ίδια χρονιά έπεσε και η τιμή της ξυλείας εξαιτίας της σοβιετικής δραστηριότητας (τα δάση της Σιβηρίας αποδείχθηκαν χρυσωρυχείο τόσο σε κοσμικό όσο και συμβολικό κεφάλαιο, αλλά και σχετική εξωστρέφεια για την σοβιετική Ρωσία). Όμως, η πιο σοβαρή μείωση τιμών, λόγω υπερπροσφοράς, αφορούσε αυτή των σιτηρών το 1929: οι ΗΠΑ και ο Καναδάς διέθεσαν στην παγκόσμια αγορά τόσο μεγάλες ποσότητες που οι τιμές έπεσαν κατακόρυφα.
Η συνεχής δημιουργία νέων αναγκών από το καταναλωτικό κοινό, οδηγούσε σε νέες μορφές ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας. Εν τέλει, το κοινό δεν ήταν σε θέση να απορροφήσει την υπερβάλλουσα παραγωγή. Αναγκαστικά η παραγωγή περιορίστηκε, λόγω της χαμηλής ζήτησης και η χρηματιστηριακή αξία πολλών αμερικανικών εταιρειών μειώθηκε.
Η προαναφερθείσα μείωση της παραγωγής σε συνδυασμό με την αδράνεια της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, που έμεινε απαθής οδήγησε την πτώση των εγχωρίων χρηματικών αποθεμάτων στο 1/3 της αρχικής τους ποσότητας μεταξύ 1929 και 1933. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν, η έγκαιρη παρέμβασή της θα μπορούσε ενδεχομένως να υποβιβάσει την κατάσταση σε μια συνηθισμένη ύφεση. Επακόλουθο αυτής της ολέθριας αλληλουχίας γεγονότων ήταν η σπασμωδική αντίδραση των κατόχων των μετοχών που έσπευσαν να απαλλαγούν από αυτές, πουλώντας τις σωρηδόν. Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών, η κατάρρευση του τραπεζικού και του επενδυτικού συστήματος στην Αμερική, γεγονός που μεταφράστηκε σε παύση των επενδυτικών σχεδίων, καλπάζοντα πληθωρισμό και παρακμή της βιομηχανίας, όπως και ταχεία αύξηση της ανεργίας (από περίπου 1.500.000 τον Οκτώβριο του 1929 σε σχεδόν 3.250.000 τον Μάρτιο του 1930).
Μικρότερη ζήτηση για προϊόντα συνεπάγεται με μικρότερες ανάγκες μεταφοράς, συνεπώς παρακμή της ναυτιλίας και της ναυπηγικής. Μικρότερες ανάγκες για κατασκευή ισοδυναμούν με λιγότερα προϊόντα, με άλλα λόγια μείωση ζήτησης σε πρώτες ύλες, επομένως μαρασμό των αγορών Αφρικής, Ασίας και Λατινικής Αμερικής.
Η επιδείνωση της αμερικανικής οικονομίας σήμαινε εξάπλωση του προβλήματος και στον υπόλοιπο κόσμο: προκειμένου να ανακουφίσουν την εγχώρια οικονομία τους, οι ΗΠΑ επέβαλαν υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα και ανέστειλαν την παροχή δανείων στην Ευρώπη, ενώ απαίτησαν και τα χρήματα που είχαν δανείσει. Ιδίως η Γερμανία δεινοπάθησε με αυτές τις πρακτικές, γιατί πέρα από την ανοικοδόμησή της ήταν αναγκασμένη να καταβάλει τις πολεμικές αποζημιώσεις που της επέβαλε η Συνθήκη των Βερσαλλιών και αυτή η κρίση ήταν ένας από τους παράγοντες που συντέλεσαν στην άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών και του αρχηγού τους, Χίτλερ στην γερμανική εξουσία, το 1933.
Το παράδειγμα των ΗΠΑ στην επιβολή δασμών ακολούθησαν και άλλες χώρες, που έσπευσαν να απομονώσουν εαυτόν από την κρίση. 23 χώρες επέβαλαν δασμούς και άλλες 32 ποσοστώσεις στις εισαγωγές τους. Στην τριετία από το 1929 ως το 1932 το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε περίπου κατά 60% και η στροφή της Βρετανίας στα μέτρα οικονομικού προστατευτισμού το 1932 σήμαινε την λήξη ενός αιώνα ελεύθερου εμπορίου.
Παραδόξως, η ΕΣΣΔ δεν υπέφερε από την κρίση που κατέστρεψε τις καπιταλιστικές δυνάμεις: ήταν αυτάρκης σε πρώτες ύλες και ο απομονωτισμός της δεν επέτρεψε την εισαγωγή αμερικανικών κεφαλαίων, ενώ η ολοκληρωτική κρατική παρέμβαση στον οικονομικό σχεδιασμό σήμαινε σταθερή οικονομική ανάπτυξη καθ’ όλη τη δεκαετία του 30΄ και τον τριπλασιασμό της βιομηχανικής παραγωγής την περίοδο 1929-1940 (η ΕΣΣΔ έφτασε να ελέγχει από το 5%περίπου το 18% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής). Η επακόλουθη «επίδειξη» υπεροχής του σοσιαλιστικού έναντι του καπιταλιστικού συστήματος, θορύβησε τις δυτικές δυνάμεις: ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930 μόνο η Βρετανία, η Γαλλία, η Τσεχοσλοβακία, η Ελβετία, η Χιλή και οι Σκανδιναβικές χώρες διατήρησαν τον κοινοβουλευτικό θεσμό. Οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και σχεδόν όλες της Λατινικής και Νοτίου Αμερικής στράφηκαν σε άκρως συντηρητικές λύσεις που οδήγησαν σε δικτατορικά καθεστώτα.
Τέλος, οι λαοί τους οποίους οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις δυνάστευαν, είδαν στο πρόσωπο της οικονομικής κρίσης την αποδυνάμωση των καταπιεστών τους και την εμφάνιση των κατάλληλων συγκυριών για να διεκδικήσουν την ελευθερία τους ή να ενισχύσουν τον ήδη υπάρχοντα αγώνα: παραδείγματος χάριν, στις αρχές του 1930 ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι (γνωστός και ως Μαχάτμα) ξεκίνησε την εκστρατεία παθητικής αντίστασης κατά του βρετανικού ζυγού.
Η Μεγάλη Ύφεση άφησε μια κληρονομιά ανάγκης ύπαρξης κρατικού σχεδιασμού στην άλλοτε ελεύθερη οικονομία, κρατικού προστατευτισμού και ανόδου της Άκρας Δεξιάς σε παγκόσμια κλίμακα. Τα σημάδια της ήταν εμφανή ακόμα και με την σχετική ανόρθωση της παγκόσμιας οικονομίας. Η Αμερική, από την οποία ξεκίνησε η κρίση, ακόμα και με την πολιτική του «New Deal» που εφάρμοσε ο Δημοκρατικός πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ μεταξύ των ετών 1933 και 1938 δεν έλυσε το πρόβλημα της ανεργίας. Παρόλο που αυτό το πρόγραμμα συντέλεσε στην ανάρρωση της αμερικανικής οικονομίας, το 1939 υπήρχαν στην Αμερική περίπου 9.000.000 άνεργοι, για τους οποίους δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για κρατική αρωγή. Αποτελεί παράδοξο που αυτός ο αριθμός μειώθηκε λίγα χρόνια μετά εξαιτίας ενός ακόμα πολέμου, καθώς πολλοί εξ αυτών στράφηκαν για εργασία στα πολεμικά εργοστάσια ή κατετάγησαν στο στρατό.
Βιβλιογραφία
- Niall Ferguson: Εξέλιξη του χρήματος. Μια οικονομική ιστορία του κόσμου. Σελίδες 155-160
- E.M. Burns: Ευρωπαϊκή ιστορία Ο δυτικός πολιτισμός: Νεώτεροι χρόνοι σελίδες 887-890
Θα ήθελα να αποδώσω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Αθανάσιο Σφήκα, για τις πληροφορίες που άντλησα από τη διάλεξη που έδωσε στις 23 Οκτωβρίου 2019 με θέμα την Μεγάλη Ύφεση και τις πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις της, στο πλαίσιο του μαθήματος-ειδίκευσης στον 20ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.