Της Θεοδώρας Ντεντοπούλου,
Μια δεκαετία πριν, οι κριτικοί κινηματογράφου, με αφορμή τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, αποφάνθηκαν ότι ένας όρος που αντιστοιχεί στις προσεχείς ελληνικές παραγωγές είναι το “greek weird cinema”. Από άποψη θεματολογίας, ο τίτλος αυτός δεν μας ξενίζει, ωστόσο μέσα σε μια δεκαετία ο ελληνικός κινηματογράφος έχει αποδείξει ότι είναι κινηματογράφος αξιώσεων. Έχει μάλλον κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι για να εστιάζουμε στις διακρίσεις και στο μέγεθος της προβολής ενός ελληνικού κινηματογραφικού επιτεύγματος κι όχι στη συνολική προσπάθεια στα εγχώρια πολιτιστικά τεκταινόμενα, δεδομένης της υποχρηματοδότησης και των προβλημάτων των τελευταίων χρόνων, ίσως και των τελευταίων δεκαετιών.
Εξού και η περίπτωση της ταινίας μικρού μήκους «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς» του Βασίλη Κεκάτου. Η τέταρτη ταινία μικρού μήκους του Έλληνα δημιουργού τον περασμένο Μάιο κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα Μικρού Μήκους στο Φεστιβάλ των Καννών, καθιστώντας τον και τον πρώτο Έλληνα σκηνοθέτη που τιμάται με αυτή τη διάκριση. Η απόφαση της Επιτροπής ήταν ομόφωνη, αλλά λίγη σημασία έχει μπροστά στο γεγονός ότι το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μάς έδωσε ένα από τα πιο όμορφα και καλαίσθητα φινάλε σε μικρού μήκους ταινίες. Ο Κεκάτος, εκτός από τη σκηνοθεσία, επιμελείται και το σενάριο, τη φωτογραφία αναλαμβάνει ο Γιώργος Βαλσαμής και την παραγωγή η Ελένη Κοσσυφίδου. Τους ρόλους ερμηνεύουν ο Νικολάκης Ζεγκίνογλου και ο Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης.
Σημασία επίσης δεν έχει αν η ταινία επικράτησε ανάμεσα σε 11 ταινίες στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών σε αυτήν την κατηγορία, ούτε ότι ανήκε στις συνολικά 4.240 ταινίες που κατατέθηκαν. Αυτές οι λεπτομέρειες εν μέρει εφιστούν την προσοχή μας στο εν λόγω έργο, αλλά δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι απλώς αποτελεί το επιστέγασμα σε μια εξαιρετική έως τώρα πορεία ενός δημιουργού που, όπως έχει ο ίδιος δηλώσει, φτιάχνει ταινίες απαλλαγμένος από οποιαδήποτε ανάγκη να ανταποκριθεί σε έτερες προσδοκίες, χωρίς να ενδιαφέρεται να ακολουθήσει πρότυπα και σταθμά που θέτουν τα προηγούμενα πονήματά του. Εξάλλου, εκεί βρίσκεται η κορυφαία έκφανση της δημιουργικής έκφρασης: στην ικανότητα αυτοπροσδιορισμού και στη σύμπλευση με το προσωπικό όραμα. Είχαν προηγηθεί ο «Ανάδρομος», το “Zero Star Hotel” και το «Η Σιγή των Ψαριών Όταν Πεθαίνουν», οι οποίες ξεχώρισαν σε όσα φεστιβάλ συμμετείχαν.
Πίσω στο «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς», η ιστορία είναι λιτή κι απόλυτα διεισδυτική στη διερεύνηση της χρονικά διακριτής ενότητας, την οποία αποτελεί η κάθε στιγμή. Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό δείγμα queer cinema, που αποτελεί και δομικό στοιχείο της ταυτότητας του φιλμ. Δύο άγνωστοι συναντιούνται κάποιο βράδυ σε ένα μοναχικό βενζινάδικο κοντά στην Εθνική Οδό. Ο ένας βρίσκεται εκεί για να γεμίσει το ντεπόζιτο της μηχανής του. Ο άλλος αναζητά 22,50€ για να επιστρέψει στην Αθήνα. Το μοναδικό τους κοινό στοιχείο; Η στιγμή.
Επομένως, το «ελληνικό παράξενο σινεμά» δεν είναι διόλου παράξενο. Βρίσκεται σε μία διαρκή αναζήτηση της ταυτότητάς του, διανύει έξοχες δημιουργικές περιόδους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στερείται κατεύθυνσης και ταλέντου. Κινητήριος δύναμη μέσα στο μη ευνοϊκό πλαίσιο ανάπτυξης και επέκτασης των καλλιτεχνικών επιρροών κι επιλογών είναι το προσωπικό όραμα των δημιουργών και η προσήλωσή τους στα εκάστοτε εγχειρήματα, πέρα από ταμπέλες, προεπιλεγμένες νορμαλιστικές επιρροές και μνημονεύσεις μια στο τόσο από τους παράγοντες, όταν επέρχεται μια διάκριση σε διασυνοριακό επίπεδο.
Τεταρτοετής φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει συμμετάσχει και συμβάλλει (ως μέλος οργανωτικής συμμετοχής), σε συνέδρια και ημερίδες που άπτονται του νομικού αντικειμένου και των διεθνών σχέσεων. Η ενασχόληση με την αρθρογραφία είναι απόρροια του συνονθυλεύματος της αγάπης της για το γράψιμο και την αναζήτηση και απόκτηση της πληροφορίας.