Της Σωτηρίας Γιαννακοπούλου,
Ο όρος «οικονομικό θαύμα» στους διεθνείς οικονομικούς κύκλους είναι συνυφασμένος με την αναπτυξιακή πορεία της Κίνας τα τελευταία 40 χρόνια. Οι δείκτες ανάπτυξής της θεωρούνται εξωπραγματικοί, υπερβαίνοντας κάθε πιθανή εκτίμηση των οίκων αξιολόγησης, εκθρονίζοντας τοιουτοτρόπως μεγάλες οικονομικές δυνάμεις της Δύσης και όχι μόνο, οι οποίες αν και πρωτοστάτησαν τον προηγούμενο αιώνα στο χώρο της διεθνούς οικονομίας, πλέον μοιάζουν μάλλον ανίσχυρες έναντι του εξαγωγικού κινέζικου τυφώνα, ο οποίος εξαπλώνεται προοδευτικά σαρώνοντας ολόκληρη την υφήλιο. Η τελευταία δεκαετία, ωστόσο, χαρακτηρίζεται από πλήθος σκαμπανεβασμάτων για την ισχυρή αυτή οικονομική δύναμη, εγείροντας ένα νέο κύμα αμφισβήτησης, τόσο όσον αφορά την αντοχή της κατά των διεθνών οικονομικών προκλήσεων, όσο και σε ό,τι έχει να κάνει με τα θεμέλια της δημοσιονομικής πολιτικής της, στα οποία αρκετοί οικονομικοί αναλυτές εντοπίζουν την αχίλλειο πτέρνα της, κατά τα άλλα, παντοδύναμης αυτής οικονομίας.
Η δεκαετία του 2010 ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για την ασιατική οικονομική υπερδύναμη. Η παγκόσμια οικονομική κρίση που φάνταζε ως εφιάλτης για το σύνολο των εθνικών οικονομιών αντιμετωπίστηκε αποφασιστικά από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας μέσω της κρατικής παρέμβασης. Συγκεκριμένα, διατέθηκαν 586 δισεκατομμύρια δολάρια για την ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας, τη δημιουργία υποδομών για αύξηση της παραγωγής και για τη βελτίωση των κοινωνικών παροχών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του ποσού επενδύθηκε σε τράπεζες μεγάλης αλλά και μικρότερης εμβέλειας, τονώνοντας το τραπεζικό δανεισμό, επιδιώκοντας δια αυτού την ενίσχυση της εγχώριας κατανάλωσης. Η κυβέρνηση, έχοντας αντιληφθεί ότι οι εξαγωγές της πλήττονται εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η οποία επηρέασε άμεσα την αγοραστική δύναμη του μέσου καταναλωτή, μειώνοντας κατά συνέπεια τα κέρδη που αποκόμιζε τα προηγούμενα χρόνια από το διεθνές εμπόριο, ακολούθησε ένα νέο μοντέλο οικονομικής πολιτικής, το οποίο επικεντρωνόταν στην αξιοποίηση της εσωτερικής της αγοράς, αποσκοπώντας στην ισοσκέλιση των μειωμένων ποσοστών των εξαγωγών μέσω της αύξησης των ποσοστών της εγχώριας κατανάλωσης. Ασφαλώς, η εν λόγω επιλογή δε θα ήταν αποτελεσματική για την πλειοψηφία των κρατών, ωστόσο δεδομένου ότι η κινέζικη αγορά αποτελεί μια από τις ισχυρότερες μερίδες καταναλωτών, αν αναλογιστεί κάνεις και το γεγονός ότι πρόκειται για την πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη, η συγκεκριμένη μέθοδος θα μπορούσε να αποφέρει καρπούς. Πράγματι, η οικονομική αυτή στρατηγική λειτούργησε, ενισχύοντας άμεσα την εσωτερική οικονομία αλλά και την εξωτερική, η οποία υποβοηθήθηκε έμμεσα από την συνολική ενδυνάμωση της κινέζικης οικονομίας στο διεθνές οικονομικό σκηνικό.
Η Κίνα έχοντας πλέον ξεπεράσει τον σκόπελο της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, βγαίνοντας, φαινομενικά όπως θα δούμε στη συνέχεια, αλώβητη από τη δύνη της, θέτει σε εφαρμογή το 2013 το πρόγραμμα «Μία ζώνη, Ένας δρόμος» το οποίο έχει ως στόχο την ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας της με χώρες της Ευρώπης, σε πρώτη φάση, επιδιώκοντας τη σύνδεση μαζί τους, προκειμένου να επεκτείνει την οικονομική της επιρροή και τις εμπορικές της συνεργασίες. Η εν λόγω πρόταση αποτέλεσε πρόδρομο για αύξηση των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη αλλά και την Αμερική, με τις επενδύσεις στις υποδομές να τίθενται σε πρώτο πλάνο από τους Κινέζους επενδυτές εισχωρώντας σε πάνω από 68 χώρες μέσω της επιχειρηματικής δραστηριότητας.Η κρατική παρέμβαση που διέσωσε στις αρχές της δεκαετίας του 2010 την Κίνα από την οικονομική κατάρρευση προστατεύοντάς την από την παγκόσμια ύφεση, καθώς και οι επενδύσεις εντός και εκτός της χώρας είχαν ως αποτέλεσμα η Κίνα να ξεπεράσει τις Ευρωπαϊκές χώρες αλλά και την Ιαπωνία, αποτελώντας από το 2014 τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, απειλώντας πλέον ανοιχτά την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Η εξέλιξη αυτή δεν εξέπληξε κανέναν. Η Κίνα έπειτα από το άνοιγμά της στην ελεύθερη αγορά από το τα τέλη της δεκαετίας του 70’ έχει πολλαπλασιάσει το ΑΕΠ της, επιτυγχάνοντας κατά την προηγούμενη δεκαετία τη σταθερή αύξησή του ξεπερνώντας μάλιστα το 2007 και το 2010 το 10%. Τα ποσοστά αυτά μπορεί την τελευταία δεκαετία να έχουν υποχωρήσει σημαντικά φτάνοντας φέτος σχεδόν στο 6%, τον χαμηλότερο βαθμό ανάπτυξης της Κίνας εδώ και 30 χρόνια, ωστόσο παραμένουν σταθερά πάνω από το αντίστοιχο ποσοστό των ΗΠΑ το οποίο κυμαίνεται περίπου στο 2%, στοιχεία που ωθούν την πλειοψηφία των οικονομικών αναλυτών στο συμπέρασμα ότι η Κίνα θα κατακτήσει τη θέση της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης το 2030.
Παρά τα αξιοθαύμαστα ποσοστά της οικονομικής της ανάπτυξης δεν είναι λίγες οι Κασσάνδρες που επισημαίνουν τον κίνδυνο για την οικονομία της, υπογραμμίζοντας ότι τα εγγενή χαρακτηριστικά της οικονομίας της την καθιστούν ευάλωτη και θα επιφέρουν σημαντικά προβλήματα στην πορεία της προς την κατάκτηση του τίτλου της απόλυτης οικονομικής δύναμης. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ένα από τα μέσα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ύφεσης ήταν η αδιάκοπη παροχή δανείων προκειμένου να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη του καταναλωτή. Η αλόγιστη διάθεση δανείων, ωστόσο, σε συνδυασμό με τη μη δυνατότητα εξόφλησής τους δημιούργησε μια τεράστια τραπεζική φούσκα, με τα κόκκινα δάνεια να αποτελούν πλέον απτή πραγματικότητα, ταράζοντας τα θεμέλια του κινεζικού τραπεζικού συστήματος, ενώ παράλληλα ο κίνδυνος του πληθωρισμού έχει αρχίσει να δείχνει τα δόντια του. Με το συνολικό χρέος να πολλαπλασιάζεται με ταχύτατους ρυθμούς και τον εξωτερικό δανεισμό του κράτους να λαμβάνει πρωτοφανείς διαστάσεις, εντείνοντας τις σχέσεις εξάρτησής της από εξωτερικούς παράγοντες, η άλλοτε πανίσχυρη οικονομία φαίνεται ότι έχει χάσει τη δυναμική της, γεγονός στο οποίο πολλοί αποδίδουν την πτώση του εθνικού νομίσματος γουάν. Εκείνο, παρασυρόμενο από την πτώση των κινεζικών χρηματιστηρίων, κατέρρευσε έναντι του δολαρίου, χωρίς ωστόσο να προκαλεί περαιτέρω ανησυχία, με την πτώση του να υποχωρεί σταδιακά έπειτα από τη χορήγηση ρευστότητας από την κυβέρνηση.
Αν και στην περίπτωση της Κίνας η υπερσυσσώρευση χρέους δε μεταφράζεται όπως στις δυτικές οικονομίες, δηλαδή μέσω μαζικών απολύσεων ή πτωχεύσεων, η ανησυχία προκύπτει λόγω της αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων, επιφέροντας αναταράξεις στις κοινωνικές δομές και προκαλώντας συλλογικές διαμαρτυρίες, όπως αυτές που λαμβάνουν χώρα εδώ και μερικούς μήνες στο Χονγκ Κονγκ, οι κάτοικοι του οποίου διαμαρτύρονται μεταξύ άλλων για την πολιτική «δύο ταχυτήτων» της κυβέρνησης υπογραμμίζοντας την υποτίμηση της Ηπειρωτικής Κίνας και του πρωτογενούς τομέα, με τους αγρότες να ανησυχούν για τα δικαιώματα ιδιοκτησίας τους. Την ίδια στιγμή το δημογραφικό πρόβλημα και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής χτυπά το καμπανάκι για αύξηση του κοινωνικού κράτους και των παροχών προς τους πολίτες με την υγειονομική περίθαλψή τους να χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκής, αυξάνοντας την ανάγκη για κοινωνική μερίμνα και σ’ αυτόν το τομέα.Επιπλέον το συγκεντρωτικό καθεστώς της Κίνας και το ελεγχόμενο οικονομικό μοντέλο που προωθεί, έχει αρχίσει να αμφισβητείται έντονα, απόρροια των λάθος χειρισμών που διόγκωσαν το δημόσιο χρέος, εικόνα η οποία κρίνεται ως αποτρεπτική για τους ξένους επενδυτές με χώρες όπως η Ινδία και η Ταϊλάνδη να θεωρούνται πιο ελκυστικές στους επενδυτικούς κύκλους. Το κερασάκι στην τούρτα για την πτώση της κινεζικής οικονομίας τοποθέτησε ο πρόεδρος Trump με την ανοιχτή κήρυξη του σινοαμερικανικού πολέμου το 2018, μέσω της επιβολής δασμών στα κινέζικα προϊόντα, επιθυμώντας να θέσει ένα τέλος στην άνοδο των κινεζικών εξαγωγών. Έτσι, αποκλείστηκε έμμεσα η αμερικανική αγορά από τον εμπορικό χάρτη της Κίνας, προκλήθηκαν ανάλογες αντιδράσεις και από την πλευρά της Κίνας, ανοίγοντας όπως αποδείχθηκε, τον ασκό του Αιόλου στις εμπορικές -και όχι μόνο- σχέσεις των δύο κρατών.
Ασφαλώς, το μέγεθος της κινέζικης οικονομίας δύσκολα θα επιτρέψει την πτώση της, δεδομένης της αξιοσημείωτης έκτασής της και εκτός των συνόρων του πολυπληθούς της κράτους. Ωστόσο, μια ενδεχόμενη κατάρρευσή της θα προκαλούσε ντόμινο αρνητικών εξελίξεων στο διεθνές τραπεζικό σύστημα πλήττοντας τις εθνικές οικονομίες τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης. Η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης καθιστά απλώς ένα μέσο σταθεροποίησης της οικονομίας της ή αποτελεί δείγμα αδυναμίας του οικονομικού της συστήματος; Μέσα στην επόμενη δεκαετία θα λάβουμε τις ανάλογες απαντήσεις.
Γεννήθηκε το 1997 στη Δράμα. Από μικρή ηλικία είχε έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική, το οποίο έμελλε να καθορίσει και την επιλογή των σπουδών της. Σήμερα είναι απόφοιτη του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Έχει δουλέψει ως ασκούμενη στο Υπουργείο Εξωτερικών και σε εταιρεία δημοσκοπήσεων, ενώ έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις πολιτικών θεσμών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και ενδιαφέροντα της αποτελούν οι διεθνείς σχέσεις και η πολιτική ανάλυση με την οποία φιλοδοξεί να ασχοληθεί και σε μεταπτυχιακό επίπεδο.