Της Ερασμίας Μαρκίδη,
Η μουσική υπήρχε στη ζωή μου και στην καθημερινότητά μου απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Η πρώτη μου εμπειρία πάνω στη σκηνή ήταν στην Πέμπτη Δημοτικού. Ο Δάσκαλός μου τότε τύχαινε να είναι πιανίστας, με άκουσε και μου είπε «Θα πεις τα σόλο της συναυλίας μας». Κάπως έτσι έγινε η αρχή. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη και παρά το νεαρό της ηλικίας μου, δεν είχα κανένα φόβο ή ντροπή. Όποτε τραγουδούσα και βρισκόμουν πάνω στη σκηνή, ένιωθα ασφάλεια. Η οικειότητα που είχα με την έκθεση σε κόσμο αποτελούσε και αποτελεί μια μεγάλη ευκολία για εμένα. Οι γονείς μου έβλεπαν πόσο το ήθελα και με πήγαν στο Μουσικό Σχολείο. Από τότε δεν υπάρχει μέρα και στιγμή δίχως τη μουσική. Αυτή μ’ έμαθε να εκφράζομαι, να πειθαρχώ, να ωριμάζω και να περνάω καλά. Η μουσική δεν έχει όρια και ταμπέλες. Ούτε τέλος και αρχή. Αυτό πάντα με κέρδιζε. Πολύ σημαντικό για μένα είναι ότι δημιουργεί σχέσεις ανθρώπων, αυτές γίνονται ομάδα, μετά γίνονται ένα και στο τέλος δημιουργούν κάτι μαγικό. Αυτή τη μαγεία νιώθω κάθε φορά που βγαίνω στη σκηνή, μέχρι και τώρα.
Τελειώνοντας το σχολείο έφυγα για τις σπουδές μου, αφήνοντας τον τόπο μου και την οικογένειά μου, γνωρίζοντας φυσικά, ότι θα αντιμετωπίσω πολλές δυσκολίες. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν αναζητούσα την ευκολία. Ήρθα, λοιπόν, στην Αθήνα, χωρίς να γνωρίζω κανέναν. Δούλεψα σε ένα μπαράκι και τα πρώτα χρόνια μπορώ να πω ήταν αρκετά ζόρικα. Νιώθω τυχερή που είχα τους γονείς μου που με στήριζαν πολύ όσον αφορά τις αποφάσεις μου και ό,τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Είναι ωραίο να έχουμε όνειρα και να τα στηρίζουμε πρώτα απ’ όλα εμείς. Αρκεί στο δρόμο προς αυτά, να επιδιώκουμε την εξέλιξη. Η προσπάθεια για την εξέλιξή μας δεν τελειώνει ποτέ.
Δυστυχώς, στην εποχή μας παλεύουμε όλοι να επιβιώσουμε και όχι να ζήσουμε. Αυτό είναι το μόνιμο άγχος της γενιάς μας. Λόγω αυτής της αντίξοης εποχής, πρέπει να εμβαθύνουμε σε οτιδήποτε κάνουμε και να αναζητάμε τι μας κάνει καλύτερους και κυρίως, τι μας κάνει χαρούμενους. Σίγουρα και η χώρα που ζούμε δε βοηθάει σε όλα αυτά. Δεν είναι εύκολο να βιοπορίζεσαι μόνο από την τέχνη σου. Βασικά, δεν ξέρω κι αν το καταφέρνει και κανείς. Δεν πρέπει να είμαστε θεατές και απλά να το παρατηρούμε. Εμείς είμαστε η εποχή μας, οπότε ας παλέψουμε και ας επενδύσουμε στον εαυτό μας και σε αυτό που έχουμε επιλέξει να κάνουμε. Είναι καλό να διαχειριζόμαστε και τα ωραία και τα άσχημα, γιατί υπάρχουν και τα δύο και είναι αναγκαία για να δημιουργήσεις κάτι.
Πάντα έβαζα κοντινούς στόχους και όχι πολύ μελλοντικούς, και στη δουλειά μου και στις σπουδές μου. Έτσι έφτανα πιο κοντά στο καλό αποτέλεσμα. Αυτό που σίγουρα σκέφτομαι για το μέλλον είναι να μπορέσω να ξεφύγω από αυτά που γνωρίζω και να πάω ένα βήμα παραπέρα. Όπως όλοι οι άνθρωποι, αναζητώ τη σταθερότητα, αλλά πολλές φορές αυτό οδηγεί στη βολικότητα. Από μικρή ακολουθούσα τα πιο δύσκολα και περίπλοκα δρομάκια για να φτάσω κάπου. Και κυριολεκτικά, μου αρέσει να ζω για να πετυχαίνω στόχους και πασχίζω κάθε μέρα να είναι όσο πιο μεγάλοι και δύσκολοι γίνεται.
Όλη αυτή η προσπάθεια έχει φέρει στη ζωή μου όμορφες, πολύ σημαντικές και αξιόλογες συνεργασίες. Αυτό θα συνεχίσω να επιδιώκω και για το μέλλον. Έχω πραγματοποιήσει ήδη πολλά όνειρα που για μένα ήταν πολύ μακρινά. Όπως να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο κάνοντας αυτό που αγαπάω. Αυτό συμβαίνει τώρα με το γκρουπ, στο οποίο είμαι μέλος τα τελευταία τρία χρόνια, τις Fonés και φυσικά τη Μαρίνα Σάττι. Τη Μαρίνα τη γνώρισα όταν ήρθα για πρώτη φορά στην Αθήνα και την εκτιμώ βαθιά για όλη την καλλιτεχνική της πορεία.
Όλες οι εμπειρίες, και φυσικά η σκληρή δουλειά, συμβάλλουν στο να καταλάβεις εσύ ο ίδιος τι θέλεις να δημιουργήσεις και τι θέλεις να πεις. Θα ήθελα μέσα στα επόμενα χρόνια να βρω τον τρόπο και τα μέσα να εκθέσω τη μουσική μου με την αισθητική που θέλω και μου ταιριάζει. Θέλω να έχω δίπλα μου ανθρώπους ενεργούς και αισιόδοξους. Το πιο όμορφο πράγμα είναι να συλλέγεις έντονες και ξεχωριστές στιγμές. Είμαι ευτυχής που δεν μπορώ να διαλέξω μόνο μία για να σας πω. «Το μισό μιας νίκης είναι η επιλογή του πεδίου μάχης. Το άλλο μισό είναι η επιλογή της κατάλληλης στιγμής» μια αγαπημένη μου, υπέροχη φράση, του θεατρικού συγγραφέα, Jacques Deval.