12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΓραμμένο Κατόπιν Εορτής

Γραμμένο Κατόπιν Εορτής


Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου,

Το παρόν άρθρο δεν διεκδικεί για τον εαυτό του τον τίτλο του χρονογραφήματος, ούτε αποτελεί μαρτυρία προερχόμενη εκ των έσω, από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Δεν γράφεται από κάποιον έχοντα μνήμες από τα γεγονότα, ούτε καν από κάποιον έστω γεννημένο την εποχή που αυτά εκτυλίχθηκαν. Το παρόν άρθρο είναι εσκεμμένα γραμμένο ώστε να δημοσιευθεί παρελθούσης της επετείου του Πολυτεχνείου, όταν πια κατακάθεται ο κουρνιαχτός των αναλύσεων και ο αναγνώστης, απομακρυσμένος απ’ την αναπόδραστη συγκινησιακή φόρτιση που προκαλεί η ημέρα, είναι σε θέση να αξιολογήσει μια πιο ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη οπτική των γεγονότων και ερμηνειών που πλαισιώνουν μία από τις θεαματικότερες, αλλά και πιο αμφιλεγόμενες, στιγμές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου, έχοντας υποστεί την αποθέωση των μεν και τη δαιμονοποίηση των δε, προκαλεί μέχρι και σήμερα εντάσεις και συζητήσεις – ίσως μάλιστα ολοένα και περισσότερες χρόνο με το χρόνο, κατά τρόπο παράδοξο κατά τα ιστορικά ειωθότα.

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, απαραίτητο είναι να εξετάσουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η φοιτητική εξέγερση: το φθινόπωρο του 1973 βρίσκει την Ελλάδα να έχει συμπληρώσει ήδη τον έκτο χρόνο χουντικής διακυβέρνησης, έπειτα από το πραξικόπημα του Απριλίου 1967. Έχει μόλις τον Οκτώβριο διοριστεί από τον δικτάτορα –και αυτοχρισμένο Πρόεδρο της Δημοκρατίας– Γεώργιο Παπαδόπουλο η αμιγώς πολιτική (χωρίς στρατιωτικούς δηλαδή) κυβέρνηση Σπύρου Μαρκεζίνη, και αρκετοί αντικαθεστωτικοί κύκλοι – όπως επί παραδείγματι το ΚΚΕ Εσωτερικού αλλά και πολιτικοί με εξέχοντα ρόλο στην προδικτατορική περίοδο, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Ευάγγελος Αβέρωφ– αντιλαμβάνονται την εξέλιξη αυτή ως την απαρχή της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος. Με βάση την οπτική αυτή, η κυβέρνηση Μαρκεζίνη θα μπορούσε να αποτελέσει το όχημα για τη σταδιακή αποκατάσταση του πολιτεύματος στη χώρα. Στον αντίποδα της αντίληψης αυτής βρίσκονταν εκείνοι που αρνούνταν το δρόμο αυτό, προεξοφλώντας πως τυχόν εκλογές που θα διενεργούνταν υπό την κυβέρνηση αυτή θα ήταν νοθευμένες, συνεπώς μονόδρομο αποτελούσε η κάθετη αντίσταση στις ενέργειες του δικτάτορα Παπαδόπουλου, όπως υποστήριζαν δύο εξέχουσες μορφές της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Με βάση αυτή την αντίληψη ξεκίνησε η κατάληψη του Πολυτεχνείου, το απόγευμα της 14ης Νοεμβρίου 1973, και τα μετέπειτα αιματηρά γεγονότα είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, γνωστά στο μέσο πολίτη.

 

Σήμερα, και με όλη την ψυχραιμία και σφαιρικότητα που επιτρέπει η χρονική απόσταση, δεν λείπουν οι ερμηνευτικές αναλύσεις σχετικά με τη συμβολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στις επακόλουθες εξελίξεις, καθώς και εκείνες που υποστηρίζουν πως η εναλλακτική της αξιοποίησης της πολιτικής κυβέρνησης Μαρκεζίνη ήταν η προτιμητέα επιλογή, λαμβανομένου υπόψη του γενικότερου πολιτικού σκηνικού της εποχής. Εκτός όμως από αυτές τις αντικρουόμενες αλλά πάντα μετριοπαθείς οπτικές του ζητήματος, ο εν Ελλάδι δημόσιος λόγος κατακλύστηκε από απόψεις που είτε μυθοποιούσαν τα γεγονότα εκείνου του Νοεμβρίου προκειμένου προς τέρψιν μικροκομματικών πολιτικών, είτε, με αποκορύφωμα τα μεσαία έτη της κρίσης και τις συγκεντρώσεις των «Αγανακτισμένων»,  ήθελαν το Πολυτεχνείο να αποτελεί μύθο, όχημα της Αριστεράς για την εδραίωση της μεταπολιτευτικής της ιδεολογικής ηγεμονίας. Στο ίδιο πλαίσιο, η «γενιά του Πολυτεχνείου», χαρακτηρισμός που στην ουσία του περιγράφει εκείνους που ενηλικιώθηκαν στα χρόνια της δικτατορίας, διαπλέκεται με συγκεκριμένους πολιτικούς κύκλους, καθώς η επανανοηματοδότηση της έννοιας γίνεται με όρους αναγνωρισιμότητας και κομματικής νομιμοποίησης. Η γενιά του Πολυτεχνείου, από τίτλος τιμής στα πρώιμα μεταδικτατορικά χρόνια, ως απότοκο της συνολικότερης ιδεολογικής μετατόπισης που επέφερε ο πρωτόγονα ακραίος αντικομμουνισμός της απριλιανής δικτατορίας, καταλήγει εσχάτως να χρησιμοποιείται ως μομφή για τη «γενιά που μας έφερε ως εδώ», μεγιστοποιώντας τις αμαρτίες της μεταπολίτευσης και παραβλέποντας τη σταθερά ανοδική πορεία του βιοτικού επιπέδου της ελληνικής κοινωνίας κατά τα τελευταία σχεδόν 50 χρόνια. Και, σαν να μην έφταναν οι διαστρεβλώσεις αυτές, οι βίαιες διαδηλώσεις εκ μέρους του αντιεξουσιαστικού χώρου ανήμερα της επετείου τείνουν να θεωρούνται πλέον στοιχεία της ελληνικής κανονικότητας, όπως και οι πορείες προς την αμερικανική πρεσβεία –μας έρχεται φθηνότερο να φταίνε πάντα οι άλλοι– και οι σχεδόν καθιερωμένες διενέξεις για το περιεχόμενο των σχολικών εορτασμών. 

Σ’ αυτό το οριακά μπανάλ σκηνικό, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη η απάθεια μερίδας της ελληνικής κοινωνίας αναφορικά με το θέμα, ούτε η βεβαιότητά της πως οποιαδήποτε συζήτηση σχετική με τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου 1973 είναι είτε άνευ λόγου υποδαύλιση παρωχημένων παθών είτε εξ ορισμού αριστερόστροφη προπαγάνδα. Κάπως έτσι, μία από τις ιστορικές σελίδες που εν πολλοίς άφησαν το στίγμα τους στη φυσιογνωμία της νεότερης Ελλάδας και αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για τις μετέπειτα ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις, παραγκωνίζεται αμήχανα σε μερικές πρόχειρα γραμμένες αράδες στα βιβλία ιστορίας, στα ίδια κάθε χρόνο ποιήματα, και σε προσπάθειες επαναφόρτισης της συλλογικής μνήμης με συνθήματα για νέες, κατά το δοκούν χαρακτηρισμένες, «χούντες», προσπάθειες τόσο άτοπες, άστοχες και ανιστόρητες, που είναι καταδικασμένες να παραμείνουν στη σφαίρα του γραφικού. Είναι αλήθεια πως το Πολυτεχνείο δεν έριξε τη Χούντα, όπως δυστυχώς έχει αποτυπωθεί στην αντίληψή μας ο μεταπολιτευτικός αυτός μύθος. Την εξέγερση του Πολυτεχνείου ακολούθησε όχι η ανατροπή της Χούντας, αλλά η μετουσίωσή της σε μια άλλη, ακόμα σκληρότερη, υπό τον μέχρι τότε διοικητή της ΕΣΑ και υπεύθυνο για εκατοντάδες βασανισμούς,  Δημήτριο Ιωαννίδη. Καμία όμως πράξη δεν κρίνεται αποκλειστικά και μόνο εκ του αποτελέσματος, απογυμνωμένη από το ηθικό και ιδεολογικό της φορτίο: οι κινητοποιήσεις της νεολαίας της εποχής (της κατά τα άλλα «επάρατης γενιάς του Πολυτεχνείου») καθάρισαν το πρόσωπο μιας κοινωνίας που επί έξι ολόκληρα χρόνια δεν έβλεπε, δεν άκουγε, δεν ήξερε. Γι’ αυτό, αδιαφορώντας για την παραφιλολογία και περιφρονώντας τη χυδαιότητα, τιμούμε την επέτειο του Πολυτεχνείου: γιατί η ασφάλεια είναι ανάγκη ανθρώπινη, αλλά η θέση της ελευθερίας πριν απ’ αυτή είναι πράξη υπεράνθρωπη. 


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Χατζηιωαννίδου
Αναστασία Χατζηιωαννίδου
Γεννηθείσα το 1997 και μεγαλωμένη μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, είναι τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Στη διάρκεια των σπουδών της έχει πάρει μέρος σε αρκετές προσομοιώσεις στα όργανα των Ηνωμένων Εθνών (MUN), καθώς το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί τη μεγάλη της επιστημονική αγάπη, όπως επίσης και κύριο ακαδημαϊκό της ενδιαφέρον, μαζί με το Ποινικό Δίκαιο και την Πολιτική Φιλοσοφία.