Της Ελευθερίας-Μαρίας Γκίκα,
«Σκρολάροντας» στην αρχική μου σελίδα στο facebook -σαν σωστή millennial κι εγώ- έπεσα πριν από κάποιες μέρες πάνω σε μια ανάρτηση, η οποία αφορούσε τη σκηνοθεσία της Κάρμεν Ρουγγέρη και της κόρης της, Χριστίνας Κουλουμπή για την παράσταση «Ο Θησέας και ο Μινώταυρος». Μετά την Αργοναυτική εκστρατεία, οι δύο ηθοποιοί σκηνοθετούν το μύθο του Θησέα και του Μινώταυρου στο ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης για το 2019-2020. Τα παιδιά και το ευρύ κοινό θα έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν την πορεία του δημοφιλούς ήρωα της ελληνικής μυθολογίας, μέσα σε μία -όπως μας διαβεβαιώνουν οι σκηνοθέτες- πολύπλευρα προσεγμένη παράσταση.
Το έργο εκτυλίσσεται με τον Θησέα να μαθαίνει από τη μητέρα του Αίθρα για την καταγωγή του, να παίρνει το σπαθί και τα πέδιλα που του είχε αφήσει ο πατέρας του, ο Αιγέας, ο βασιλιάς των Αθηνών και να ξεκινά το ταξίδι από την Τροιζήνα στην Αθήνα για να τον συναντήσει. Παρακούοντας τη συμβουλή της μητέρας του να ταξιδέψει με καράβι, αποφασίζει να φτάσει στην Αθήνα μέσω στεριάς. Ακολουθώντας έναν δύσβατο κι επικίνδυνο δρόμο επιδίωξε να τον καθαρίσει από τους ληστές που λυμαίνονταν την περιοχή, επηρεασμένος από τον Ηρακλή και τους άθλους του. Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζεται η πορεία του Θησέα απ΄την Τροιζήνα ως την Αθήνα, αποδομένη με Αριστοφανικό χαρακτήρα, προκειμένου να αποφευχθούν εικόνες που μπορούν να δυσκολέψουν τους μικρούς θεατές. Στο δεύτερο μέρος ξεδιπλώνεται το ταξίδι του Θησέα προς την Κρήτη, το παλάτι του βασιλιά Μίνωα και τον περίφημο Λαβύρινθο, τον οποίο ο Θησέας με τη βοήθεια της βασιλοπούλας Αριάδνης και του μίτου της, θα διασχίσει και θα κερδίσει το Μινώταυρο, πετυχαίνοντας τον μεγαλύτερό του άθλο.
Περιβαλλόμενη προσωπικά σε καθημερινό επίπεδο από παιδιά των ηλικιών στα οποία απευθύνεται – κατά βάση – η παράσταση, έχω μόνο να χαρακτηρίσω ως σπουδαία την προσπάθειά μιας πιο διαδραστικής εκμάθησης της ελληνικής μυθολογίας και ιστορίας. Τα σχολικά βιβλία και οι παραδόσεις των δασκάλων, η μελέτη στο σπίτι, είναι φυσικά μερικοί τρόποι να μάθει το παιδί για το μεγάλο αυτό κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας –και όχι μόνο-, αλλά σίγουρα, εάν η μάθηση δεν ξεφύγει από τα περιοριστικά σύνορα της υποχρέωσης, όπως μπορεί να φαντάσει σ’ένα ζευγάρι παιδικά μάτια, σπάνια θα ριζώσει στη μνήμη και το μυαλό. Κάπου εδώ λοιπόν, μπορούμε να τοποθετήσουμε την αξία του θεάτρου, ως μέσου διδασκαλίας, ψυχαγωγίας και παίδευσης με ένα τρόπο όμως διόλου επιτηδευμένο, αλλά αυθόρμητο και ζωντανό. Όπως και η προσωπικότητα ενός παιδιού.
Ας θυμηθούμε λοιπόν, από πού ξεκίνησαν όλα. Το Αρχαίο Θέατρο εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τον 6ο αιώνα π.Χ. αποτελώντας έναν από τους βασικούς θεσμούς της Αθηναϊκής πόλης-κράτους. Η ονομασία του ξεκίνησε σημαίνοντας το ακροατήριο, ενώ σταδιακά χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει τον τόπο των παραστάσεων, όπως και διατηρείται ως σήμερα. Οι πρώτες θεατρικές παραστάσεις πραγματοποιήθηκαν με σκοπό των εορτασμό του θεού Διόνυσου. Ο θεσμός άρχισε να αναπτύσσεται κατά τα τέλη της αρχαϊκής περιόδου, περί το 480 π.Χ δηλαδή, και να διαμορφώνεται πλήρως κατά την κλασική περίοδο, κατά τον 5ο και 4ο αιώνα, κατά βάση, με κυρίαρχο άξονα την Αθήνα. Η αρχαιότερη μορφή αρχαίου ελληνικού θεάτρου αποτελούνταν από το κοίλον, τις θέσεις δηλαδή των θεατών, τη σκηνή και την ορχήστρα. Έκτοτε σώζονται και αναπαρίστανται, δε θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ευλαβικά, σπουδαία έργα λαμπρών ποιητών όπως ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και πολλοί ακόμη. Προσδίδοντας κάποια χαρακτηριστικά του θεάτρου της εποχής εκείνης, θα ξεκινούσαμε μάλλον από τον θρησκευτικό και μυστηριακό του χαρακτήρα καταλήγοντας στον κοινωνικό και πολιτικό, όπως έχει διαμορφωθεί από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή.
Κατανοώντας τη δύναμη και την επίδραση των social media στους ανθρώπους -πόσο μάλλον στους νεαρότερος- και λαμβάνοντας υπόψη ότι η προαγωγή της ανάπτυξης πολιτιστικής συνείδησης δεν είναι μεταξύ των βασικών τους επιδιώξεων, θα ήθελα να σταθώ λίγο σε μια ενδεχόμενη ερώτηση κάποιων: «Γιατί θέατρο; Tι παραπάνω έχει να προσφέρει από μια ταινία στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο;». Ομολογουμένως, δεν υπάρχουν επιχειρηματολογίες που να καταρρίπτουν την αξία του κινηματογράφου έναντι του θεάτρου και αν κατασκευάζαμε, θα ήταν κι αυτές μάταιες κατ’ εμέ, αφού μία σύγκριση που αφορά την τέχνη και την αισθητική δε θα ήταν ποτέ απόλυτα αντικειμενική. Όντας λάτρης του κινηματογράφου εξάλλου, δε θα μπορούσα να αποδείξω την υπεροχή του θεάτρου. Όχι τουλάχιστον αν δεν διακατέχομαι από κάποιου είδους διπολικότητα.
Πάντως, για να κλείσω το συλλογισμό αυτό με κάποιο συμπέρασμα -χωρίς καμιά διάθεση σύγκρισης ή αντιπαραβολής- θα ήταν πιστεύω ενδιαφέρον να προσεγγίσουμε τους λόγους που αξίζει να δώσουμε μια ευκαιρία στο θέατρο, μα πρωτίστως στους εαυτούς μας. Αναλογιζόμενοι την ψυχαγωγική του λειτουργία, θα λέγαμε ότι το θέατρο δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, να συναισθανθούμε. Επιβιώνει ως μέσο ψυχαγωγίας μέχρι τις μέρες μας γιατί θα λέγαμε ότι ανταποκρίνεται σε κάποιου είδους ψυχοθεραπευτική ανάγκη, που απορρέει από την ιδέα της αριστοτελικής κάθαρσης. Η δύναμη της θεατρικής τέχνης σε όλα τα ψυχοφθαρτικά πάθη, ανοίγει και προσφέρει στον άνθρωπο μια εκτονωτική διέξοδο. Δε θα μπορούσα φυσικά ποτέ να παραλείψω την ψυχολογική του λειτουργία, όπου σίγουρα πρέπει να σταθούμε στο ότι στη σκηνή ζωντανεύουν συχνά οριακές καταστάσεις, απωθημένα όνειρα και φόβοι. Κάποιες σκέψεις του υποσυνείδητού μας, ίσως παίρνουν έτσι σάρκα και οστά διαμέσου των ηρώων που συντρίβονται. Κι αν τα αρνητικά στοιχεία που μπορούμε να βιώσουμε μέσα από την παράσταση, λόγου χάρη η βία, η αδικία, ο φόβος, η διαστροφή, δεν επιδρούν πάνω μας διαλυτικά, είναι γιατί μέσα από την καλλιτεχνική έκφραση, όπως έλεγε ο διάσημος Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης Μπαρρώ, «η τέχνη μετατρέπει τα μικρόβια σε εμβόλιο». Ζούμε σε μια εποχή που τα μικρόβια βρίσκονται θα λέγαμε, σε έξαρση. Υπάρχει αληθινή ανάγκη στον κόσμο γι’ αυτό το εμβόλιο. Εσύ; Θα το κάνεις;
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998, όπου και διαμένει σήμερα, έχοντας στο μεταξύ ζήσει σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Ρωσικής Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αγαπά τις ξένες γλώσσες και τη συμμετοχή σε προγράμματα που προωθούν την εκμάθηση και διδασκαλία τους -summer schools κοκ. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με το τραγούδι, τη γυμναστική, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία.