10.4 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕξαίρετο: Το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα του συζύγου

Εξαίρετο: Το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα του συζύγου


Της Ειρήνης Βαρελτζίδου,

Ο/η σύζυγος που επιζεί έχει δικαιώματα στην κληρονομιαία περιουσία που αφήνει ο κληρονομούμενος άλλος σύζυγος. Τα δικαιώματα αυτά εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα από το εάν υπάρχουν ή όχι παιδιά, εάν υπάρχουν ή όχι άλλοι συγγενείς, τι βαθμό συγγένειας είχαν οι συγγενείς με τον κληρονομούμενο, εάν υπάρχει σε εκκρεμότητα αγωγή διαζυγίου. Εκτός από την κληρονομική μερίδα που δικαιούται ο σύζυγος, έχει και ένα επιπλέον δικαίωμα, το δικαίωμα στο εξαίρετο. Τι ονομάζουμε, όμως, εξαίρετο και ποια η σημασία του;

Ως εξαίρετο χαρακτηρίζεται από τον νόμο το δικαίωμα του συζύγου που επιζεί να λάβει, επιπλέον από την κληρονομική του μερίδα, αντικείμενα που χρησιμοποιούσε είτε μόνος του είτε μαζί με τον θανόντα σύζυγό του. Σύμφωνα με τον νόμο τα παραπάνω αντικείμενα μπορεί να είναι έπιπλα, σκεύη, ενδύματα και άλλα οικιακά αντικείμενα (ΑΚ 1820 εδ. β’). Ωστόσο, για την υπαγωγή κάποιου αντικειμένου στην έννοια του εξαιρέτου, δεν έχει καθοριστική σημασία το αν χρησιμοποιείται «στη συζυγική οικία» αλλά το αν αυτό έχει καταστεί στοιχείο της κοινής οικιακής οικονομίας των συζύγων. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι, εάν δεν υπήρξε ποτέ συμβίωση των συζύγων, δεν υπάρχει θέμα εξαιρέτου. Ακόμα και σε περίπτωση διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης ο σύζυγος που επιζεί δικαιούται εξαίρετο, το οποίο όμως αυτονόητα περιλαμβάνει αντικείμενα τα οποία αποτελούσαν την «κοινή οικιακή οικονομία» κατά το διάστημα της συμβίωσης και βέβαια σώζονται. Κατά κανόνα, όμως, δεν πρέπει να έχει μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης και στον θάνατο του κληρονομουμένου.

Στον νόμο τα οικιακά αντικείμενα, που αποτελούν το εξαίρετο, απαριθμούνται ενδεικτικά και δε γίνεται ορισμένη διάκρισή τους (πράγμα που προκύπτει από την αναφορά της διάταξης «και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα»). Εφόσον ο νόμος δε διακρίνει, γίνεται δεκτό ότι περιλαμβάνονται στο εξαίρετο, όχι μόνο τα αναγκαία προς το ζην αντικείμενα, αλλά και εκείνα που χρησιμεύουν για άνετη και ευχάριστη διαβίωση ή καλύπτουν άλλες ανάγκες. Επομένως, στην έννοια του εξαιρέτου περιλαμβάνονται και αντικείμενα που εκ πρώτης όψεως δε συνδέονται με τον συζυγικό οίκο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το αυτοκίνητο, το οποίο η νομολογία πάγια περιλαμβάνει στο συζυγικό εξαίρετο, με τη σκέψη ότι οι σημερινές ανάγκες της οικιακής οικονομίας επιβάλλουν πολλές φορές για την εξυπηρέτηση των συζύγων τη μετακίνησή τους σε τόπους πορισμού των αναγκαίων για την ύπαρξη και τη λειτουργία του κοινού οίκου αγαθών, οι οποίοι συχνά βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τη συζυγική εστία.

Με βάση τα παραπάνω, στην έννοια του εξαιρέτου του επιζώντος συζύγου περιλαμβάνονται, εκτός από έπιπλα, σκεύη (π.χ. κουζινικά) και ενδύματα (π.χ. χαλιά), διακοσμητικά αντικείμενα, ακόμη και μεγάλης αξίας (π.χ. πίνακες ζωγραφικής), ηλεκτρικές συσκευές οικιακής χρήσης (π.χ. τηλεόραση), βιβλιοθήκες με λογοτεχνικά, ιστορικά κλπ. βιβλία κ.ά. Έχει ακόμη υποστηριχθεί ότι μπορεί να θεωρηθούν, ανάλογα με τις περιστάσεις, αντικείμενα εξαιρέτου και πράγματα που βρίσκονται σε δευτερεύουσα ή εξοχική κατοικία των συζύγων. Πάντως, δεν περιλαμβάνονται στο εξαίρετο αντικείμενα που βρίσκονται μεν στη συζυγική οικία, εξυπηρετούν όμως ειδικούς σκοπούς, όπως επιστημονικούς, επαγγελματικούς σκοπούς ή χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά και μόνο από τον κληρονομούμενο. Έτσι, δε μπορεί να υπαχθεί στο εξαίρετο η βιβλιοθήκη με επιστημονικά βιβλία, η επαγγελματική βιβλιοθήκη π.χ. δικηγόρου (αν ο κληρονομούμενος ήταν δικηγόρος), η συλλογή γραμματοσήμων ή νομισμάτων.Το δικαίωμα του συζύγου στο εξαίρετο περιορίζεται μόνο από την ύπαρξη τέκνων. Ειδικότερα, όταν υπάρχουν τέκνα του κληρονομουμένου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι ανάγκες αυτών, εφόσον το επιβάλλουν οι ειδικές περιστάσεις, για λόγους επιεικείας (ΑΚ 1820 εδ. γ’). Στον νόμο, όμως, δεν προσδιορίζονται οι έννομες συνέπειες, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων που τίθενται, με αποτέλεσμα τα τέκνα να έχουν στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα να λάβουν ορισμένα αντικείμενα από την οικοσκευή, για την εξυπηρέτηση των δικών τους αναγκών. Έτσι, εναπόκειται τελικά στον ερμηνευτή και στον εφαρμοστή του δικαίου να κρίνουν πότε συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή οι ανάγκες των τέκνων, οι ειδικές περιστάσεις ή οι λόγοι επιείκειας.

Το εξαίρετο χαρακτηρίζεται ως εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα του συζύγου που, όπως προαναφέρθηκε, του επιτρέπει να λάβει εκτός από την κληρονομική του μερίδα και αντικείμενα που χρησιμοποιούσε είτε μόνος του είτε μαζί με τον θανόντα σύζυγό του. Η αναγκαιότητα ύπαρξης του εξαιρέτου έγκειται στον σκοπό που πρεσβεύει. Ο σκοπός του νόμου και του δικαιώματος στο εξαίρετο είναι να εξασφαλίσει στον σύζυγο που επιζεί, είτε από λόγους κοινωνικής ευπρέπειας είτε από λόγους επιείκειας, το ίδιο περίπου βιοτικό επίπεδο με εκείνο που απολάμβανε όσο διαρκούσε η έγγαμη σχέση με τον κληρονομούμενο, πράγμα πολύ σημαντικό και απαραίτητο για τη μετέπειτα ζωή του συζύγου.


Πηγές:
  • Σπυριδάκης, Μ.Ι (2006). Κληρονομική διαδοχή εξ αδιαθέτου. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα
  • Απόστολος Σ. Γεωργιάδης (2014). Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα
  • Ψούνη Νίκη (2016). 100 Πρακτικά Θέματα Κληρονομικού Δικαίου. Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα
  • Σπυριδάκης, Ι. Σ (2016). Κληρονομικό Δίκαιο. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα

Ειρήνη Βαρελτζίδου

Γεννήθηκε το 1996 στη Θεσσαλονίκη. Είναι φοιτήτρια στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από ξένες γλώσσες γνωρίζει γερμανικά και άπταιστα, αγγλικά. Από μικρή της άρεσε η ενασχόληση με πολιτικά, κοινωνικά και νομικά θέματα, για αυτό έχει συμμετάσχει σε πολλά σεμινάρια και συνέδρια (όπως στη Βουλή των Εφήβων, σε μοντέλα Ηνωμένων Εθνών, στο Μοντέλο Βουλής των Ελλήνων). Αρθρογραφεί για νομικά θέματα, κυρίως οικογενειακής φύσεως

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.