Της Κωνσταντίνας Γιαννηνάσιου,
Ρίχνοντας ένα βλέμμα στην ιστορία των ελληνικών πολιτικών κομμάτων γίνεται ευθύς εξαρχής αντιληπτή η αδυναμία τους να αποτελέσουν μία ομάδα ιδεολογικά αμιγώς προσκείμενη. Τα πολιτικά κόμματα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, επιδιώκουν την κυριαρχία τους στο χώρο τον οποίο αντιπροσωπεύουν, προκειμένου να αντλήσουν ψήφους, τόσο από το παραδοσιακό συντηρητικό εκλογικό κοινό, όσο κι από το προοδευτικό. Αυτή τους η επιδίωξη συνεπάγεται και την ενσωμάτωση πολιτικών προσώπων διαφορετικού ιδεολογικού υπόβαθρου, που όμως ανήκουν στη γενική «σκέπη» της Αριστεράς ή της Δεξιάς, αντίστοιχα. Μπορεί μια τέτοια κίνηση να είναι λυτρωτική για τα κόμματα κατά τον αγώνα των εκλογών, μεσοπρόθεσμα, όμως, φέρει στην επιφάνεια έναν εσωκομματικό διχασμό και, διαδοχικά, μια απόκλιση από την κοινή πολιτική γραμμή που έως τότε είχε υποστηριχθεί.
Η Νέα Δημοκρατία, επιβεβαιώνοντας τον παραπάνω «κανόνα», προεκλογικά και στα πρώτα της βήματα ως το κυβερνών κόμμα, προσπάθησε με κάθε τρόπο να αναδείξει το φιλελεύθερο πρόσημό της. Ομολογουμένως, μέχρι ένα σημείο, είχε πείσει πως θα μπορούσε να ολοκληρωθεί ο επιδιωκόμενος φιλελεύθερος μετασχηματισμός του κόμματος, μέσω του σημαντικού ποσοστού των «τεχνοκρατών», τη θεωρία του «επιτελικού κράτους», της προσπάθειας προσέλκυσης επενδύσεων και της προώθησης μιας ανοικτής οικονομίας. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα έρχεται στο προσκήνιο δυναμικά η συντηρητική της όψη και ο διχασμός φαίνεται να πλησιάζει επικίνδυνα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το εκλογικό κοινό της Νέας Δημοκρατίας, εξίσου διχασμένο, διακρίνεται σ’ εκείνους που επιδοκιμάζουν τις τελευταίες συντηρητικές κινήσεις και θέσεις και σ’ εκείνους που τις λοιδορούν για την απομάκρυνση από τη φιλελεύθερή της υπόσταση.
Τα γεγονότα που πρόδωσαν αυτή την εσωκομματική «διάσταση απόψεων», ήρθαν στην επιφάνεια την προηγούμενη εβδομάδα. Η πρώτη κρίση εκδηλώθηκε με αφορμή τη διοργάνωση μπάρμπεκιου με χοιρινό από το Σύλλογο Βόρειας Ελλάδας έξω από εγκαταστάσεις hotspot στην περιοχή των Διαβατών, με σκοπό να «αναδειχθεί ο υποβιβασμός και η γκετοποίηση της συγκεκριμένης περιοχής», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο διοργανωτής του. Στελέχη της Νέας Δημοκρατίας έσπευσαν να εκδηλώσουν με το δικό τους τρόπο τη στήριξή τους σ’ αυτή την πρωτοβουλία, δίχως, προφανώς, να αναλογιστούν το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας κίνησης. Μάλιστα, η τοποθέτηση του βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ, Χρήστου Γιαννούλη, περί ποινικοποίησης της κατανάλωσης χοιρινού κρέατος κοντά σε μονάδες μεταναστών, όξυνε τις αντιδράσεις του βουλευτού της ΝΔ, Κωνσταντίνου Κυρανάκη, ο οποίος μίλησε για προσβολή των δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών. Τον κατευνασμό της αντιπαράθεσης και την αποκατάσταση του ονόματος των στελεχών της ΝΔ και του ίδιου του κόμματος έφερε με δήλωσή της η Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία εξέφρασε τον προβληματισμό της, τόσο για την απάνθρωπη πρόκληση κατά των αδύναμων μεταναστών, όσο και για την «άκομψη» δήλωση του κ. Γιαννούλη, ενώ διαβεβαίωσε ότι «δεν υπάρχει βουλευτής της ΝΔ με αρχηγό τον Κυριάκο Μητσοτάκη που θα υποστηρίξει την έλλειψη ανθρωπιάς». Ωστόσο, παρά την προσπάθειά της, οι συγκεκριμένοι βουλευτές εκτέθηκαν και μαζί μ’ εκείνους, εκτέθηκε και η εσωκομματική ιδεολογική αντιπαράθεση.
Μέσα σε λίγες μέρες και ενώ δεν πρόλαβε να ξεχαστεί το προηγούμενο ζήτημα, μία ακόμα συντηρητική τοποθέτηση από στέλεχος της ΝΔ τέθηκε στο τραπέζι. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια της αναθεώρησης του Π.Κ. ο υπουργός Δικαιοσύνης, κ. Κώστας Τσιάρας, πρότεινε την επαναφορά της διάταξης περί ποινικοποίησης της βλασφημίας. Αναλυτικότερα, η διάταξη προέβλεπε φυλάκιση έως 2 έτη για όποιον καθυβρίζει «την ορθόδοξη Εκκλησία ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα». Είναι οφθαλμοφανές ότι μια τέτοια διάταξη, όχι μόνο έγκειται στα βάθη του συντηρητισμού και είναι απίθανο να εκφραστεί από ένα φιλελεύθερο κόμμα, αλλά θέτει και το θεμελιώδες ερώτημα για το κατά πόσο εύκολα μπορεί να πληγεί η ελευθερία το λόγου, το δικαίωμα της αμφισβήτησης, αλλά και για το ποιος καθορίζει κι αν πρέπει να καθορίζει, σε μία χώρα ελεύθερη και δημοκρατική, ποιες θρησκείες είναι «ανεκτές» και «μη». Φυσικά, ύστερα από αυστηρότατη κριτική, ακόμα κι από στελέχη του ίδιου του κόμματος και ποικίλες αντιδράσεις, η διάταξη αποσύρθηκε.
Και ενώ μαίνονταν οι αντιδράσεις για την παραπάνω προταθείσα διάταξη, εκδηλώθηκε και η τρίτη κατά σειρά συντηρητική πρακτική του κυβερνώντος κόμματος. Εικόνες ντροπής είδαν το φως της δημοσιότητας, όταν αστυνομικές δυνάμεις των ΜΑΤ, προκειμένου να εμποδίσουν φοιτητές –και μη- να εισέλθουν στον προαύλιο χώρο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών ενόψει των διαδηλώσεων για την κατάργηση του ασύλου και για τη 17η Νοεμβρίου και την αναγκαστική κατά την ΕΛΑΣ ρίψη χημικών, εγκλώβισαν 200 φοιτητές και επιτέθηκαν σ’ εκείνους που επιχειρούσαν να προσεγγίσουν το Πανεπιστήμιο. Μετά την αποχώρηση των ΜΑΤ σημειώθηκαν δεκάδες καταγγελίες για τραυματισμένους φοιτητές, για παρεμπόδιση των φορείων ΕΚΑΒ να περιθάλψουν τους τραυματίες και για έντονη απώθηση δημοσιογράφων. Οι εικόνες αυτές έρχονται σε αντίθεση με το υποσχόμενο ασφαλές πανεπιστημιακό περιβάλλον που θα πρόκυπτε μετά την κατάργηση του ασύλου, με το πομπώδες σύνθημα «το πανεπιστήμιο ανήκει στους φοιτητές» και με την έντονη άρνηση ενός «αστυνομικοκρατούμενου Πανεπιστημίου». Ασχέτως εάν τελικά σ’ αυτή την ομάδα ανθρώπων, που βρισκόταν στο πανεπιστήμιο, υπήρχαν και «εξωπανεπιστημιακά» άτομα, η βία είναι και θα πρέπει να είναι κατακριτέα, αν είναι επιθυμητό να διατηρηθεί η θετική έκβαση της κατάργησης του ασύλου και η πίστη στα ιδανικά του φιλελευθερισμού.
Φαίνεται, λοιπόν, πως η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται μπροστά σε μία επικείμενη ιδεολογική σύγχυση, σε μια αδυναμία χάραξης μιας φιλελεύθερης πολιτικής παρά τις αρχικές προθέσεις της. Ίσως είναι μια κρίσιμη στιγμή για το κόμμα και για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, προσωπικά, ο οποίος καλείται να φέρει ξανά την ισορροπία στις αντιμαχόμενες πλευρές και να δώσει μια καταληκτική ταυτότητα στην πολιτική του.