Της Μαρίας-Ελένης Γιαννίκα,
1η Ιουλίου 1997
Το Χονγκ Κονγκ, αποικία της Βρετανικής Κοινοπολιτείας για 156 χρόνια, πλέον ανήκει κυριαρχικά στην Κίνα. Βάσει της σινοβρετανικής Διακήρυξης που επισφράγισε την συμφωνία, η περιοχή πλέον θα χαρακτηρίζεται, τουλάχιστον για τα επόμενα 50 έτη, ειδική διοικητική περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, διατηρώντας υψηλό βαθμό σχετικής αυτονομίας. Η αυτονομία αυτή εντοπίζεται κυρίως στο νομικό σύστημα, στους νόμους μετανάστευσης, την τελωνειακή πολιτική και το νόμισμα, υπό το πρίσμα της πολιτικής «μία χώρα, δύο συστήματα».
1η Ιουλίου 2019
Διαδηλώσεις πρωτοφανούς βεληνεκούς ξεσπούν, 22 χρόνια μετά την ένωση της περιοχής με την Κίνα, με αφορμή ένα νομοσχέδιο που προωθεί η φιλικά προσκείμενη στο Πεκίνο τοπική κυβέρνηση και θα επιτρέπει την έκδοση υπόπτων στην ηπειρωτική Κίνα. Η εξέλιξη αυτή εντείνει τις μαζικές κινητοποιήσεις που πραγματοποιούνται ετησίως λόγω της επετείου της ένωσης, όπως εκείνη του 2014, που έμεινε γνωστή ως το «Κίνημα της Ομπρέλας». Παράλληλα, διευρύνει το χάσμα εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και κυβέρνησης, επιβεβαιώνει τις προσπάθειες περιορισμού των ελευθεριών και δημοκρατικών αξιών στην περιοχή και αναδεικνύει τις έντονες μορφές βίας από πλευράς της αστυνομίας που καταγγέλλουν διαρκώς οι πολίτες. Οι διαδηλωτές συνολικά πλησίασαν το 1,5 εκατομμύριο, με σημαντικό ποσοστό εκείνο των φοιτητών, οι οποίοι δηλώνουν πρόθυμοι να παλεύουν για τις δημοκρατικές τους αξιώσεις, έστω και εάν αυτό θα αποτελέσει εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής.
Νοέμβριος 2019
Έπειτα από 5 μήνες διαρκούς δράσης, οι διαδηλώσεις φαίνεται να φθάνουν στο αποκορύφωμά τους. Πρόκειται για την εντονότερη πολιτική κρίση από το 1997, ενώ δεν είναι λίγες οι φωνές που προμηνύουν πως η πρώην βρετανική αποικία είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ειδικότερα, την τελευταία εβδομάδα σχολεία, πανεπιστήμια και επιχειρήσεις έχουν παραμείνει κλειστά, το δίκτυο μεταφορών παραλύει και οδοφράγματα έχουν στηθεί σε κεντρικές οδούς έπειτα από τους βανδαλισμούς που προξένησαν 1000 αντικυβερνητικοί διαδηλωτές και την μετέπειτα άκρατη χρήση βίας από την αστυνομία. Επίκεντρο των εντάσεων αποτελεί το Πολυτεχνείο, που βρίσκεται στην χερσόνησο Κοουλούν και είναι για 4η συνεχή μέρα υπό κατάληψη. Πλέον η αστυνομία πολιορκεί το κτίριο και όσοι παραδίδονται ή συλλαμβάνονται αντιμετωπίζουν ποινές έως και 10ετούς κάθειρξης.
Παράλληλα, μέσα στον αναβρασμό έκαναν για πρώτη φορά την συμβολική εμφάνισή τους στο Χονγκ Κονγκ κινεζικές στρατιωτικές δυνάμεις, η παρουσία των οποίων συνοδεύτηκε από δηλώσεις του Κινέζου Υπουργού Άμυνας Γου Κιάν, πως «ο στρατός διαθέτει τα μέσα για να καταπνίξει τις διαμαρτυρίες. Ο τερματισμός της βίας και η αποκατάσταση της τάξης είναι το αμεσότερο καθήκον μας στο Χονγκ Κονγκ». Οι δηλώσεις αυτές ίσως ήρθαν ως απάντηση των κινήσεων του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων των ΗΠΑ, Τζιμ Ριστς, υποστηρικτή του νομοσχεδίου «Hong Kong Human Rights and Democracy Act», που δήλωσε ότι επιθυμεί από την Γερουσία να ψηφίσει νομοθεσία για την υποστήριξη των διαδηλωτών υπέρ της δημοκρατίας.
Το Χονγκ Κονγκ αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση αποτυχημένης σταδιακής ενσωμάτωσης αποικίας για τρεις βασικούς λόγους. Αρχικά, φαντάζει αδύνατον μία ημι-αυτόνομη περιοχή να διατηρεί διαφορετικό οικονομικό σύστημα από το κράτος εξάρτησής της. Το καπιταλιστικό σύστημα οικονομίας, απότοκο της βρετανικής κατοχής, όπως και το διαφορετικό νόμισμα, φαντάζει αδύνατο να ευθυγραμμιστεί με το σοσιαλιστικό οικονομικό μοντέλο της Κίνας. Ακόμη, το Χονγκ Κονγκ παρουσιάζει έντονη καλλιέργεια της ελευθερίας του τύπου καθώς και του δημοκρατικού κινήματος, σε αντίθεση με τον αυστηρό έλεγχο και καταπιέσεις που δέχεται ο κινεζικός λαός. Αυτό το χαρακτηριστικό συντέλεσε στη γνωστοποίηση και καταδίκαση της απόπειρας σταδιακού περιορισμού των δημοκρατικών κεκτημένων δημιουργώντας παράλληλα εχθρικό κλίμα απέναντι στην Κίνα. Τέλος, το διαφορετικό νομικό σύστημα με το ανεξάρτητο δικαστικό σώμα, που δεν βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο της κυβερνήσεως προσδίδει αυτούσια ταυτότητα στην περιοχή που δεν μπορεί να καταλυθεί.
Γενικότερα, έχει καταστεί σαφές πως οι εντάσεις συνολικά μπορούν να παύσουν είτε με άκρατη χρήση βίας είτε με την παραχώρηση στον λαό των μακροχρόνιων αιτημάτων του. Το βασικό ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι το εάν η Κίνα θα πληγεί περισσότερο από μία διοικητική περιοχή με ακμάζουσα οικονομία και αυτόκλητη κυβέρνηση στην οποία θα διατηρεί στρατιωτική εποπτεία ή από ένα πλήρως ελεγχόμενο κρατίδιο υπό μη κυρίαρχη μερική έμμεση δημοκρατία που θα της προσδίδει μεν κάποια οφέλη, αλλά θα βρίσκεται σε συνεχή αναβρασμό.
Γεννημένη το 2000 στην Αθήνα και απόφοιτος του Πειραματικό Λύκειο Πανεπιστημίου Πατρών. Πλέον σπουδάζει στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο τμήμα Νομικής. Διαθέτει αρκετές εμπειρίες σε ρητορικούς διαγωνισμούς, legal clinics και συνέδρια προσομοίωσης, με συμμετοχή σε προσομοιώσεις των Ηνωμένων Εθνών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της UNESCO, τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. Μιλάει άριστα αγγλικά και γερμανικά.