Της Μαρίας Στάμου,
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, γίνεται μεγάλη συζήτηση ιδιαίτερα εντός των οικονομικών κύκλων ένας ατέρμων, όπως φαντάζει, εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο σύγχρονων οικονομικών δυνάμεων, που δεν είναι άλλες από την ήδη αναπτυγμένη και ισχυρή οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και πλέον αναπτυγμένης και συνεχώς αναδυόμενης οικονομίας της Κίνας. Πρόκειται για έναν εμπορικό κατά κύριο λόγο πόλεμο ο οποίος κεντράρει κυρίως στις εξαγωγές προϊόντων προς τρίτα κράτη σε όλο τον κόσμο, τα οποία είναι φθηνότερα, παρουσιάζοντας παράλληλα ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Το πλεονέκτημα αυτό είναι ότι το εργατικό δυναμικό στην κινεζική χώρα είναι πολύ φθηνότερο. Αυτό έχει ως τα προϊόντα να εξάγονται σε χαμηλότερες τιμές στον υπόλοιπο κόσμο και ειδικότερα στην Ευρώπη, η οποία είναι ο κύριος αγοραστής πολλών και διαφόρων αγαθών που προέρχονται και από τις δύο χώρες.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως η έναρξη του πολέμου ξεκίνησε ένα χρόνο πριν, το 2018. Ήταν ουσιαστικά η κλιμάκωση μιας οικονομικής διαμάχης, η οποία μπορεί να βλάψει εταιρείες και καταναλωτές σε αμφότερες τις χώρες και να προκαλέσει εκ νέου τριγμούς στους χρηματιστηριακούς κύκλους. Αυτό συμβαίνει γιατί ήδη τα χρηματιστήρια είναι έτοιμα για το ξεκίνημα μιας παρατεταμένης μάχης μεταξύ των ΗΠΑ και σχεδόν όλων των χωρών ανά τον κόσμο. Η Κίνα έχει δηλώσει έτοιμη να απαντήσει άμεσα με την επιβολή δασμών σε αμερικανικά προϊόντα ίσης αξίας. Ο τότε εκπρόσωπος του Κινεζικού υπουργείου Εμπορίου δήλωσε χαρακτηριστικά πως η Κίνα υποσχέθηκε να μη ρίξει την πρώτη σφαίρα, αλλά για να διασφαλίσει τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας και του λαού είναι υποχρεωμένη να απαντήσει.
Με το βλέμμα στραμμένο στην αμερικανική επιβολή δασμών, διάφορα κινεζικά κρατικά ΜΜΕ άσκησαν δριμεία κριτική στις ΗΠΑ υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ετοιμότητα της Κίνας σε περίπτωση που ξεκινήσει ένας εμπορικός πόλεμος. Οι κινεζικές εταιρείες και επενδυτές της χώρας βρίσκονται σε ετοιμότητα για τα χειρότερα. Οικονομολόγοι και οικονομικοί αναλυτές αναφέρουν βέβαια πως οι οικονομικές επιπτώσεις ενός τέτοιου συμβάντος θα είναι περιορισμένες και εκτιμούν ότι η επιβολή δασμών δεν αποτελεί τον αποτελεσματικότερο τρόπο για την άσκηση πιέσεων στο Πεκίνο. Με τη σειρά της η κινεζική πρωτεύουσα κατηγορεί την Ουάσιγκτον για την χρήση άδικων εμπορικών πρακτικών και την κλοπή της πνευματικής ιδιοκτησίας από αμερικανικές εταιρείες. Αυτό λοιπόν συμβαίνει γιατί η κινεζική οικονομία δεν είναι εξαρτημένη πλέον τόσο πολύ από τις εξαγωγές, καθώς η εσωτερική κατανάλωση είναι πλέον μεγαλύτερη κατά το ήμισυ του κινεζικού ΑΕΠ, ενώ οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αγγίζουν μόλις το 19% του συνόλου των εξαγωγών της χώρας.
Επιπρόσθετα, την ίδια ώρα, οι κινεζικοί δασμοί σε αμερικανικά προϊόντα όπως για παράδειγμα η σόγια και το χοιρινό, προορίζονται για περιοχές που είναι προπύργια του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, με τα βλέμματα στραμμένα προς τις αμερικανικές εκλογές που θα λάβουν χώρα τον επόμενο χρόνο. Ο Άντι Ρόθμαν, ο οποίος είναι σύμβουλος στρατηγικών επενδύσεων της Matthews Asia, αναφέρει πως οι επιπτώσεις στο αμερικανικό πολιτικό περιβάλλον είναι πολύ μεγαλύτερες, απ’ ότι εκείνες στην Κίνα. Μολαταύτα, οι ΗΠΑ στοχεύουν με τους δασμούς ιδιαιτέρως τα κινεζικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, όπως προϊόντα ρομποτικής, αυτοκινούμενα οχήματα, μικροτσίπ και εξαρτήματα τηλεοράσεων, ηλεκτρονικών υπολογιστών και smartphones.
Εν κατακλείδι, αυτός ο εμπορικός πόλεμος είναι μία νέα πραγματικότητα η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, ούτως ώστε καμία από τις δύο πλευρές να μη στραφεί σε πόλεμο με τη χρήση οπλικών μέσων. Οι ΗΠΑ και η Κίνα έχουν ως απαιτητική ανάγκη αυτή τη στιγμή να ρίξουν τους τόνους και τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους και να αναζητήσουν την χρυσή τομή στο πρόβλημά τους. Με αυτό τον τρόπο, τα προϊόντα και των δύο χωρών, θα μπορούν να διοχετεύονται στον υπόλοιπο κόσμο, εφόσον πρώτα θεωρηθούν απαραίτητα. Και αυτό εν τέλει για η οποιαδήποτε έλλειψη μπορεί να σημάνει την έναρξη μιας σειράς ολέθριε συνεπειών.
Γεννήθηκε και διαμένει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις διεθνών οργανισμών, ενώ έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων, συνεδρίων και ημερίδων. Της αρέσει η ανάγνωση βιβλίων, η μουσική, ο χορός και η άθληση.