Της Βασιλικής Οικονόμου,
Από τα βασανιστήρια της μεσαιωνικής Ιεράς Εξέτασης μέχρι την καύση αντικαθεστωτικών βιβλίων και την επιβαλλόμενη από αυταρχικά πολιτεύματα λογοκρισία, τα πλήγματα που η ελευθερία έκφρασης έχει δεχθεί είναι σφοδρά και αδιαμφισβήτητα. Τα τραγικά αποτελέσματα αυτών των πρακτικών ανέδειξαν την αναγκαιότητα νομοθετικής κατοχύρωσής της. Για πρώτη φορά, η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης ενσωματώθηκε στο κείμενο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (26/09/1789). Έκτοτε, η ελευθερία έκφρασης αναγνωρίστηκε ως θεμελιώδες δικαίωμα τόσο στα εθνικά Συντάγματα όσο και σε διεθνείς συνθήκες, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ). Η γενική κατοχύρωσή της είναι, συνεπώς, αναντίρρητη και αυτό που μένει είναι να εξεταστούν τα όριά της.
Η ελευθερία της έκφρασης, αναλύεται σε δικαίωμα απεριόριστης λήψης πληροφοριών για τη διαμόρφωση της γνώμης και δικαίωμα κατοχής και έκφρασής της, χωρίς κίνδυνο δυσμενούς έννομης συνέπειας. Είναι, επομένως, θεμέλιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Εντός μιας τέτοιας κοινωνίας, η οποία επικροτεί τον δημόσιο διάλογο και ευαγγελίζεται τον πλουραλισμό, καταρχήν δεν θεωρείται ανεκτό να φιμώνεται καμία άποψη. Ούτε καν κάποια άποψη «παράλογη», εξοργιστική, ακόμα και «επιθετική». Ωστόσο, όπως και σε κάθε ατομικό δικαίωμα, η επιβολή περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης είναι αναγκαία, όταν η άσκηση της τελευταίας συγκρούεται με συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα άλλων ατόμων, με κάποια διάταξη νόμου ή με τα χρηστά ήθη μιας κοινωνίας. Με αυτά τα δεδομένα, ανακύπτει ένα πρόβλημα οριοθέτησης: Ποια γνώμη μπορεί να θεωρηθεί τόσο ακραία, ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί η επιβολή περιορισμού της, μια κρατική, δηλαδή, παρέμβαση για παρεμπόδιση της έκφρασής της; Στην προσπάθεια απάντησης του ερωτήματος αναδείχθηκαν δύο μοντέλα προστασίας της ελευθερίας έκφρασης: το αμερικανικό και το ευρωπαϊκό. Οι διαφορές τους είναι εμφανείς, κυρίως στο πεδίο του «μισαλλόδοξου λόγου» (hate speech), του λόγου, δηλαδή, που στοχεύει στο να προσβάλει ή να μειώσει τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας, προσδιοριζόμενης από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (φυλή, εθνικότητα, θρήσκευμα, σεξουαλικός προσανατολισμός) ή να διεγείρει αισθήματα αντιπάθειας ή εχθρότητας εναντίον τους.
Η πρώτη Τροποποίηση (First Amendment, 15/12/1791) του Αμερικανικού Συντάγματος ορίζει ότι: «Το Κογκρέσο δε θα εγκρίνει νόμο που […] θα περιορίζει την ελευθερία του λόγου ή του Τύπου[…]». Νομοθετικά, λοιπόν, κατοχυρώνεται η απαγόρευση επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης. Νομολογιακά(1) προκύπτει, στη συνέχεια, πως μόνη περίπτωση αποκλεισμού του δικαιούχου από αυτήν την αυξημένη προστασία προβλέπεται σε περίπτωση στενής σύνδεσης της εκπεφρασμένης γνώμης του με σαφή και παρόντα κίνδυνο σοβαρής βλάβης άλλου. Επίσης, νομολογιακά(2) αναγνωρίζεται ότι δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές εκφράσεις που, άμεσα υποκινούν βία («fighting words»). Πρακτικά, αυτό συνεπάγεται ότι ακόμα και ο «μισαλλόδοξος λόγος» είναι δυνατόν να προστατευτεί στο μέτρο που δεν προτρέπει τον αποδέκτη να προβεί σε πράξεις επικίνδυνες για συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων. Το πότε πληρούται η τελευταία αυτή προϋπόθεση αναδεικνύεται από τη μελέτη συναφών δικαστικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (Supreme Court): Στην υπόθεση National Socialist Party of America (NSPA) v. the village of Skokie, το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε την απαγόρευση παρέλασης οπαδών του εθνικιστικού κόμματος NSPA στο χωριό Skokie, ως απαράδεκτη επέμβαση στην ελευθερία έκφρασης των μελών του κόμματος. Οι παρελαύνοντες φορούσαν στολές που έφεραν την σβάστικα, ενώ το 58% των κατοίκων του Skokie ήταν Εβραίοι στην καταγωγή, εκ των οποίων αρκετοί επιζήσαντες από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το Δικαστήριο έκρινε εδώ ότι η πιθανότητα πρόκλησης οργής κάποιων κατοίκων δεν ήταν αρκετή, ώστε να δικαιολογήσει επιβολή περιορισμού στην ελεύθερη έκφραση των οπαδών του NSPA, ενώ δε θεώρησε τη χρήση του συμβόλου της σβάστικας ως επιλογή που θα μπορούσε να επιφέρει βίαιες αντιδράσεις. Στην υπόθεση R.A.V v. St Paul, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καύση σταυρών στην αυλή μιας οικογένειας Αφρο-αμερικανών από εφήβους-μέλη της Ku Klux Klan δεν ενέπιπτε στην έννοια της έκφρασης, που εξωθεί σε επιθετικές ενέργειες «στη βάση χαρακτηριστικών, όπως η φυλή, η θρησκεία ή το φύλο». Ανεξάρτητα του ότι αναγνώρισε πως είχε τελεστεί παραβίαση οικιακού ασύλου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν και κατακριτέα, η πράξη των εφήβων δε συνιστούσε ιδιαίτερα απειλητική έκφραση των ιδεών τους και ότι δε χρειαζόταν να τεθεί ζήτημα εφαρμογής του κειμένου της Πρώτης Τροποποίησης. Μεταγενέστερη νομολογία(3), ωστόσο, αναγνωρίζοντας την καύση σταυρού ως πράξη που υποδηλώνει επικείμενη βία, την ενέταξε στην έννοια της απαγορευμένης έκφρασης.
Το ευρωπαϊκό μοντέλο υιοθετεί μία σαφώς διαφορετική προσέγγιση, όσον αφορά την προστασία της ελευθερίας έκφρασης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Ερμηνεία του εν λόγω άρθρου αποδεικνύει πως η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι ένα απόλυτο δικαίωμα. H Σύμβαση αφήνει στα κράτη-μέλη ευρύ περιθώριο επιβολής περιορισμών του, υπό την προϋπόθεση να μην καταστρατηγείται το παρεχόμενο από την Σύμβαση «minimum προστασίας». Παράλληλα, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ)(4) αναγνωρίζει πως δεν εξαιρείται από την κατοχυρωμένη προστασία η εκφορά γνώμης, η οποία είναι ικανή να προσβάλει, να ταράξει ή να ενοχλήσει την κρατική εξουσία ή τμήμα του πληθυσμού, καθώς ακόμα και αυτή η γνώμη πρέπει να γίνεται ανεκτή στο πλαίσιο μιας σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας. Αντιθέτως, εκφεύγει της προστασίας της Συνθήκης, ως μορφή κατάχρησης δικαιώματος, η εκπεφρασμένη γνώμη που υπονομεύει θεμελιώδεις αξίες της Σύμβασης, (Άρθρο 17 ΕΣΔΑ). Η λειτουργία του ευρωπαϊκού μοντέλου προστασίας της ελευθερίας έκφρασης στην πράξη αναδεικνύεται από παραδείγματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ: Στην υπόθεση Pavel Ivanov κατά Ρωσίας, η δημοσίευση μιας σειράς άρθρων, στα οποία οι Εβραίοι χαρακτηρίζονταν ως «εστία προβλημάτων για την Ρωσία» θεωρήθηκε από το Δικαστήριο ως ενέχουσα «γενική, σφοδρή επίθεση» κατά της εθνικής-θρησκευτικής αυτής ομάδας. Με το επιχείρημα ότι ο συντάκτης του άρθρου εξέφρασε μια γνώμη αντιτιθέμενη σε βασικές αξίες, όπως η ανεκτικότητα, η κοινωνική ειρήνη και η απαγόρευση των διακρίσεων, το Δικαστήριο θεώρησε πως αυτή η γνώμη δεν έπρεπε να προστατευτεί. Αξιοποιώντας το ίδιο επιχείρημα, το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση Norwood κατά Ηνωμένου Βασιλείου ότι η ανάρτηση αφίσας που απεικόνιζε τους φλεγόμενους Δίδυμους Πύργους με την επιγραφή «Έξω το Ισλάμ από τη Βρετανία-Προστατέψτε τον βρετανικό λαό» αποτελούσε μορφή δημόσιας επίθεσης εναντίον μιας θρησκευτικής ομάδας. Η σύνδεση, έστω και έμμεση, του συνόλου των πιστών του Ισλάμ με μια απεχθή τρομοκρατική επίθεση, όπως το Δικαστήριο τόνισε, ξεπερνά τα όρια της ελευθερίας έκφρασης και εμπίπτει στην καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, όπως αυτή τυποποιείται στο Άρθρο 17 της ΕΣΔΑ.
Παρατηρείται, επομένως, ότι, ενώ το αμερικανικό μοντέλο θέτει εκτός προστασίας μόνο την εκπεφρασμένη γνώμη που αδιαμφισβήτητα υποκινεί βίαιες πράξεις, στο ευρωπαϊκό μοντέλο ο «μισαλλόδοξος λόγος» δεν προστατεύεται, ακόμα και αν δε συνδέεται με συγκεκριμένη πράξη που απειλεί σαφώς κάποιο άτομο/ομάδα ατόμων. Αρκεί το ότι προφανώς αντιτίθεται σε θεμελιώδεις αξίες που η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει.
Τι διαλέγουμε λοιπόν; Διευρυμένη ανοχή και ελεύθερη κυκλοφορία ιδεών, ακόμα και όταν αυτές υποκινούν μίσος, ή καταδίκη των τελευταίων και πλήρη επικράτηση μόνο των απόψεων, που είναι σύμφωνες με το πνεύμα της δημοκρατικής κοινωνίας; Η επιλογή μας εξαρτάται από την εμπιστοσύνη που δείχνουμε στην ελευθερία έκφρασης, από το κατά πόσο πιστεύουμε ότι αυτή η ίδια μπορεί να αποτελέσει το αντίδοτο στη διάχυση μισαλλόδοξων μηνυμάτων ή έχει ανάγκη από σαφείς προστατευτικούς μηχανισμούς, για να μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Ανεξάρτητα από ό,τι έχει ήδη ειπωθεί και ό,τι θα ειπωθεί στο μέλλον στις δικαστικές αίθουσες, εμείς θα απαντήσουμε έχοντας στον νου μας την κοινωνία στην οποία θα θέλαμε να ζήσουμε…
(1) Brandenburg v. Ohio, 395 U.S. 444 (1969)
(2) Chaplinsky v. New Hampshire, 315 U.S. 568 (1942)
(3) Virginia v. Black, 538 U.S. 343 (2003)
(4) Handyside v.UK, no. 5493/72 (1976)
Πηγές:
- Σ. Β. Βλαχόπουλος, Κ. Χ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα (4η έκδ.-2017), Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη
- European Court of Human Rights, Hate Speech(Press Unit)
- Toby Mendel (Executive Director,Centre for Law and Democracy), Freedom of Expression: A Guide to the Interpretation and Meaning of Article 10 of the European Convention on Human Rights.
- The First Amendment Encyclopedia (https://www.mtsu.edu/first-amendment/encyclopedia).
Γεννήθηκε στο Βόλο τον Μάρτιο του 1999. Αποφοίτησε από το Μουσικό Σχολείο Βόλου το 2017. Σπουδάζει έκτοτε στη Νομική Θεσσαλονίκης. Έχει άριστη γνώση αγγλικών και γαλλικών και απλή γνώση γερμανικών. Συμμετέχει σε σεμινάρια σχετικά με το αντικείμενο των σπουδών της, ενώ έχει συμμετάσχει στο RhodesMRC 2019. Η αρθρογραφία είναι για εκείνη ένα μέσο να διευρύνει τις νομικές της γνώσεις.