Της Φρόσως Γεωργιάδου,
Η UNESCO καθιέρωσε το 1995 την 16η Νοεμβρίου ως Παγκόσμια Ημέρα Ανεκτικότητας, σε μία προσπάθεια ευαισθητοποίησης των πολιτών και καλλιέργειας της αξίας της ανεκτικότητας, υποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο τη σημασία της τελευταίας τη σήμερον εποχή. Μιας εποχή που χαρακτηρίζεται από άκρατο εξτρεμισμό, βία, διαμάχες, ρατσιστικές αντιλήψεις, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται σημαντικά η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Με άλλα λόγια, η UNESCO πρότεινε την ανεκτικότητα ως τρόπο ίασης του νοσηρού χαρακτήρα που προσλαμβάνουν οι σημερινές κοινωνίες ανά την υφήλιο. Ποιο είναι, όμως, το περιεχόμενο της ανεκτικότητας;
Ανεκτικότητα δε σημαίνει αδιαφορία, αλλά ούτε και πλήρης ανοχή κάθε πράξης ή συμπεριφοράς του άλλου, σε σημείο που να μετατραπούμε σε παθητικά υποκείμενα. Ούτε σημαίνει ανοχή των κοινωνικών ανισοτήτων ή εγκατάλειψη της δικής μας άποψης, προκειμένου να προσχωρήσουμε στην άποψη του άλλου από φόβο. Αντιθέτως, η ανεκτικότητα έγκειται στον σεβασμό και την αποδοχή της διαφορετικότητας, όπως και αν αυτή εκδηλώνεται, δηλαδή της διαφορετικής κουλτούρας, γλώσσας, μορφής έκφρασης, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού και ούτω καθεξής. Έτσι, λοιπόν, δεδομένης της ετερογένειας που παρατηρείται μεταξύ του κοινωνικού συνόλου, η ανεκτικότητα αποτελεί τον μοχλό που μπορεί να εξασφαλίσει την κοινωνική συνοχή και την ειρηνική συμβίωση των μελών. Και αυτό γιατί η ανεκτικότητα προάγει την αναγνώριση των παγκόσμιων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Ωστόσο, όπως προαναφέραμε, από τις σημερινές κοινωνίες απουσιάζει η έννοια της ανεκτικότητας, ενώ αντιθέτως, κυριαρχεί η έννοια της κοινωνικής απομόνωσης, της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού, με συνέπεια να καθίσταται ολοένα και πιο απαραίτητη η καλλιέργεια της αρετής της ανεκτικότητας. Παρακάτω, θα εξετάσουμε κάποιους τρόπους με τους οποίους μπορεί αυτή να επιτευχθεί.
Καταρχάς, καίριας σημασίας για την καθιέρωση της ανεκτικότητας κρίνεται η κρατική παρέμβαση, αφενός με τη θέσπιση νομοθετημάτων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αφετέρου με την ποινικοποίηση εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, εγκλημάτων μίσους διαπραττόμενα κατά μειονοτήτων. Επιπλέον, το Κράτος οφείλει να εξασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση των πολιτών και συνεπώς την ισότιμη πρόσβασή τους σε δικαιοδοτικούς μηχανισμούς, ώστε οι πολίτες να μην παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, καταφεύγοντας σε πράξεις αυτοδικίας.
Εν συνεχεία, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σημασία της εκπαίδευσης, παρασχόμενης τόσο από την οικογένεια, όσο και από το σχολείο. Πιο συγκεκριμένα, οι νόμοι είναι απαραίτητοι, αλλά όχι επαρκείς από μόνοι τους, ώστε να εξαλείψουν συμπεριφορές μη ανεκτικότητας. Η έλλειψη ανεκτικότητας έχει συχνά τις ρίζες της στην αδιαφορία και στον φόβο ·στον φόβο για το άγνωστο, στον φόβο για τη διαφορετικό τη τα, ενώ παράλληλα είναι άμεσα συνυφασμένη με ένα αυξημένο αίσθημα προσωπικής, εθνικής ή θρησκευτικής υπεροχής. Όλες αυτές οι έννοιες διδάσκονται στα παιδιά ήδη από πολύ νωρίς, με συνέπεια να μεγαλώνουν με λάθος πρότυπα και αξίες, τη στιγμή που θα έπρεπε να δίνεται έμφαση στη διαπαιδαγώγησή τους, με πυξίδα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον σεβασμό της διαφορετικότητας. Τα παιδιά, δηλαδή, θα έπρεπε να ενθαρρύνονται τόσο από τους εκπαιδευτικούς, όσο και από τους γονείς να αποκτήσουν μία πιο σφαιρική και απαλλαγμένη από αισθήματα υπεροχής, ανωτερότητας και μισαλλοδοξίας στάση για τη ζωή.
Ακόμη, επειδή η εκπαίδευση είναι μία μακροχρόνια διαδικασία που δεν αρχίζει ούτε τελειώνει στο σχολείο, προϋποθέτει τη συνεχή επαγρύπνηση του ατόμου, ώστε να είναι εφοδιασμένο με τα «εργαλεία» της κριτικής σκέψης, καθώς και της ανεξάρτητης και ανεπηρέαστης κρίσης. Στις σημερινές κοινωνίες που η εκπαίδευση γύρω από το θέμα της ανεκτικότητας είναι χωλή, παρατηρούνται πολύ συχνά φαινόμενα στιγματισμό, στερεοτύπων, φανατισμού, προσβολών και φυλετικών διακρίσεων σε βάρος των μειονοτήτων και εν γένει των κοινωνικά ασθενέστερων προσώπων. Η έλλειψη ανεκτικότητας, όμως, γεννά και η ίδια έλλειψη ανεκτικότητας από την πλευρά των θυμάτων, τα οποία σε μία προσπάθεια άμυνας ή και επιβίωσης αναπτύσσουν αισθήματα εκδίκησης. Προκειμένου, λοιπόν, να εξαλειφθούν τέτοιου είδους καταστάσεις, ο καθένας μας ατομικά πρέπει να είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει το σύνδεσμο ανάμεσα στη συμπεριφορά του και στην επίδραση αυτής εντός των κόλπων της κοινωνίας, ξεκινώντας με το ερώτημα: «Είμαι ένα ανεκτικό κατά βάση άτομο ή απορρίπτω καθετί διαφορετικό με επίκληση στερεοτύπων;».
Συμπερασματικά, η ανεκτικότητα δεν αποτελεί μονάχα ένα ηθικό καθήκον, αλλά και μια πολιτική και κατ’ επέκταση νομική απαίτηση, μιας και η ύπαρξή της κρίνεται ζωτικής σημασίας για την ευημερία και την πρόοδο των σημερινών κοινωνιών.
Γεννήθηκε το 1998 στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλωσε σε μία κωμόπολη του νομού Θεσσαλονίκης. Φοιτά στο τμήμα Νομικής του ΑΠΘ και μεταξύ των ενδιαφερόντων της συγκαταλέγεται η ενασχόληση με κοινωνικά και πολιτισμικά ζητήματα.