Της Αθηνάς Μηνά,
Η κοινωνία στις μέρες μας κινείται γύρω από το ιδεώδες της σχολικής επιτυχίας. Θεωρείται επιτυχημένος αυτός που θα εισαχθεί σε μια ανώτατη σχολή μέσα από τον θεσμό των πανελληνίων εξετάσεων και αποτυχημένος αυτός που δεν θα καταφέρει να φοιτήσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ωστόσο, αντιφατική προς αυτό το ιδεώδες είναι μια εκπαίδευση που παίρνει την κατιούσα με τη μείωση των δασκάλων και των καθηγητών, τη μείωση των απολαβών τους, τη συγχώνευση σχολείων και τη δημιουργία τμημάτων με πάνω από 25 μαθητές. Πριν από περίπου πέντε δεκαετίες ο λιγοστός και διαχειρίσιμος αριθμός των μαθητών στις τάξεις έδινε το πλεονέκτημα στους εκπαιδευτικούς να γνωρίζουν με ακρίβεια τις δυνατότητες των μαθητών τους και να εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης που βοηθούσε το κάθε παιδί να βελτιωθεί με επιτυχία. Οι μαθησιακές δυσκολίες δεν προβλημάτιζαν γονείς και εκπαιδευτικούς και συνεπώς δεν υπήρχαν ειδικά κέντρα γι’ αυτές. Βέβαια, το γεγονός ότι δεν αποτελούσαν το κέντρο της προσοχής δε σημαίνει ότι δεν τις κατείχαν ορισμένα παιδιά. Το θέμα είναι, όμως, πως δεν κατέτασσαν κάποιο παιδί με οποιαδήποτε δυσκολία στη μάθηση κατευθείαν στην κατηγορία των «διαφορετικών». Οι τάξεις με μικρό αριθμό μαθητών έδιναν την ευκαιρία στους εκπαιδευτικούς να ασχοληθούν με αυτό το παιδί και ενδεχομένως, πολλές φορές να εξαλειφθεί έτσι το πρόβλημα.
Ωστόσο, τον 21ο αιώνα, τη σύγχρονη εποχή, όλο και πληθαίνουν οι μαθητές που διαγιγνώσκονται με κάποιο ειδικό μαθησιακό πρόβλημα, του οποίου η ονομασία συνήθως εμπεριέχει το αρχικό συνθετικό δυσ- (δυσλεξία, δυσγραφία, δυσαριθμησία, δυσορθογραφία). Στο σημείο αυτό εύλογα θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε αν οι μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν ένα σύμπτωμα της σύγχρονης εποχής. Ενδέχεται, δηλαδή, η εστίαση στη διάγνωση και την αποκατάσταση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών να είναι ένα νεο-σύμπτωμα του σύγχρονου τρόπου ζωής, άρρηκτα συνυφασμένο με τη δόμηση μιας καπιταλιστικής κοινωνίας, ευνοώντας την «υποβάθμιση» της δημόσιας εκπαίδευσης και την ανθοφορία της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης μέσω της δημιουργίας διάφορων κέντρων αποκατάστασης των μαθησιακών δυσκολιών; Αφού ,αν το σκεφτούμε λίγο, αν ένα παιδί δεν αποδίδει στο σχολείο η πρώτη σκέψη των γονιών είναι η έναρξη κάποιου προγράμματος μαθησιακής αποκατάστασης. Τίθεται ένα ερώτημα και όχι κριτική ενάντια στα προγράμματα ιδιωτικής εκπαίδευσης. Αλλά μήπως τα παιδιά αυτά θα επωφελούνταν περισσότερο από μια προσαρμοσμένη διδασκαλία στο πλαίσιο του σχολείου, εφόσον είναι ζωτικής σημασίας η υποστήριξη των παιδιών απ’ το σχολικό τους περιβάλλον;
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική σκέψη μάς δίνεται η δυνατότητα να ερμηνεύσουμε τις διαταραχές αυτές για μια συγκεκριμένη κατηγορία παιδιών. Πολύ συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις διαπιστώνονται ταυτόχρονα και κάποια άλλα στοιχεία. Ένα από αυτά είναι η ιδιαίτερα στενή σχέση με τη μητέρα που παρατηρείται, στην οποία υπάρχει μια εξάρτηση του παιδιού από εκείνη. Ακόμη, παρατηρείται μεγάλη σύγχυση στην τοποθέτηση του παιδιού στην κατάλληλη θέση ως προς τον γενεαλογικό άξονα. Συγκεκριμένα, το παιδί τοποθετείται σε μια θέση που δεν του αρμόζει. Πολλές φορές, η μητέρα κοιμάται με το παιδί της ή συζητά μαζί του τα παράπονά της για τον πατέρα του. Αυτό συμβαίνει, διότι ο πατέρας παρουσιάζεται ως αδύναμος να βάλει σε τάξη τις επιθυμίες της μητέρας. Δηλαδή να κάνει ό,τι μπορεί, ώστε να μην μπερδεύει η μητέρα τον ρόλο της ως μητέρα προς το παιδί της και ως σύζυγος προς τον άντρα της. Ειδάλλως, σε περίπτωση που η μόνη επιθυμία είναι το παιδί της, αν αφοσιωθεί μόνο στο παιδί της και σε καμία άλλη σχέση (π.χ. με τον άνδρα της) ή σε κάποια άλλη ασχολία, τότε θα προκαλέσει εμπόδια στην ανάπτυξη του παιδιού. Δίχως να έχει την απαιτούμενη απόσταση απ’ το παιδί της, αυτό δε θα έχει την ευκαιρία να επενδύσει σε άλλες σχέσεις, όπως οι φίλοι ή να αναπτύξει τις δικές του δεξιότητες, συμπεριλαμβανομένης και της αφομοίωσης των γνώσεων του σχολείου.
Στην ανατροφή του παιδιού κυριαρχεί η απαγόρευση κάθε κίνησης ελευθερίας αλλά και η άκαμπτη εκπαίδευση στην καθαριότητα. Εξαιτίας, λοιπόν, αυτού του κλίματος μητρικής εξάρτησης και του περιορισμού της αυτονομίας, το παιδί θα βρεθεί ευάλωτο και ανώριμο και θα πραγματοποιήσει τις πρώτες του σχολικές δοκιμασίες δίχως επιτυχία. Μαθημένο να πραγματοποιεί την κάθε είδους δραστηριότητα μαζί με τη μητέρα, παρά το φυσιολογικό νοητικό του επίπεδο, στο επίπεδο του λόγου του δεν υπάρχει το «εγώ», η αυτόνομη του προσωπικότητα, αλλά κυριαρχεί το «εμείς», εγώ και η μητέρα, και συνεπώς, όταν δεν γνωρίζει κάτι, κυριεύεται απ΄ τον απόλυτο πανικό. Ο πατέρας είναι αποστασιοποιημένος απ’ αυτή την κατάσταση. Έτσι, λοιπόν, όπως ο πατέρας αισθάνεται «ότι δεν τον αφορά τίποτα» κατ’ αυτόν τον τρόπο νιώθει και το παιδί και δεν καταβάλλει την απαιτούμενη προσπάθεια με αποτέλεσμα την αποτυχία.
Το αποτέλεσμα είναι το παιδί να αισθάνεται ότι στον κόσμο αυτό κανείς δεν βρίσκεται στη θέση του και όταν αρχίζει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα υπόκειται σε μια σύγχυση. Πρόκειται για δυσκολίες στην άρθρωση, στην έκφραση του λόγου, αλλά και δυσκολίες στη μάθηση και τη γραφή. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχημένη αντιμετώπιση του κάθε παιδιού είναι η παρέμβαση σε ατομικό επίπεδο, δηλαδή, η κατάσταση του κάθε παιδιού πρέπει να χειριστεί με διαφορετικό τρόπο βάσει του ιστορικού του. Και αυτό γιατί το σύμπτωμα του κάθε παιδιού, δηλαδή η μαθησιακή δυσκολία που εμφανίζει, έχει αξία μηνύματος. Το παιδί το χρησιμοποιεί ασυνείδητα ώστε να περάσει ένα μήνυμα. Συνήθως τη δυσφορία του για κάτι (π.χ. τον περιορισμό της αυτονομίας του απ’ τη μητέρα του).
Όσον αφορά, επομένως, την κάθε ειδική εκπαίδευση, μήπως όλες αυτές οι επανεκπαιδεύσεις παρεμβαίνουν ιδιαίτερα γρήγορα και ενισχύουν μηχανισμούς άμυνας με αποτέλεσμα την ακαμψία του παιδιού και τη συναισθηματική του απομόνωση; Μήπως θα ήταν πιο ωφέλιμη μια ψυχανάλυση, για να ερμηνευθούν τα συμπτώματα του παιδιού και να αποκαλυφθούν οι άμυνές του ώστε να μην τις ενστερνιστεί ως μόνιμο τρόπο συμπεριφοράς;
Γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1999 στην Αθήνα. Από το 2017 σπουδάζει στο τμήμα Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα, παρακολουθεί διάφορα σεμινάρια ψυχολογίας και ψυχικής υγείας. Στα ενδιαφέροντά της επίσης συγκαταλέγονται η μουσική και ο αθλητισμός.