Της Σεβίνας Γιαννιού,
Τελικά, η πιο παρεξηγημένη μέρα της εβδομάδας είναι η Δευτέρα… Γιατί, αυτή είναι η πιο τίμια και ειλικρινής: δε σου κρύβει τίποτα, δε σου υπόσχεται τίποτα, είναι ελεύθερη (!). Αντίθετα, η Κυριακή, ως μέρος του… ονειρώδους (τηρουμένων των αναλογιών) διαλείμματος του ΠΣΚ, σου δίνει το ελεύθερο να κινείσαι με τους δικούς σου ρυθμούς, φτιάχνοντας το δικό σου «ωρολογιακό σύστημα» και προς στιγμήν, σε κάνει να ξεχάσεις ότι σε λίγες ώρες θα σου ξημερώσει όχι μόνο τη Δευτέρα, αλλά και την επαναφορά σου στην καθημερινότητα. Καθημερινότητα… μια λέξη, πεντακόσιες υποχρεώσεις… σαν ένα ρολόι στο καντράν του οποίου βρίσκεσαι εσύ, εγκλωβισμένος και κατάκοπος από το ανελέητο κυνήγι που σου κάνει ο λεπτοδείκτης, που σαν περιστρεφόμενη στρόφιγγα φέρνει απειλητικά κατά πάνω σου όλα όσα σε βαραίνουν: σχολή, δουλειά, διάβασμα, πληρωμή λογαριασμών, λιώσιμο στο ΜΜΜ, π(ρ)ήξιμο στην Κηφισίας… Και όσο και να προσπαθήσεις, όσο και να τρέξεις, αυτός ο λεπτοδείκτης πάντα σε προλαβαίνει…
Με αφορμή, λοιπόν, την ταύτιση ολοένα και περισσότερων ανθρώπων με την παραπάνω περιγραφή της υποβάθμισης που μοιραία υφίσταται η ζωή μας από τους ασθματικούς ρυθμούς ροής της, η διάδοση της κουλτούρας του well-being γίνεται πιο αισθητή από ποτέ. Και αυτό διότι ένας από τους σκοπούς της αποτελεί ο εφοδιασμός του σύγχρονου ανθρώπου με τα κατάλληλα ψυχολογικά και πνευματικά «εργαλεία», που θα τον βοηθήσουν να ανταπεξέλθει στις διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις της ζωής, αναβαθμίζοντάς την συνολικά. Το well-being, δηλαδή, περιγράφει μια κατάσταση ευεξίας που βιώνει το πρόσωπο, ως αποτέλεσμα συνύπαρξης υγιούς σώματος, ψυχολογίας και κοινωνικότητας. Μέσα από τη διαδικασία αυτή, το πρόσωπο, στηριζόμενο σε σκέψεις, δράσεις και βιώματα, μπορεί να υψώσει την ύπαρξή του προς ένα σκοπό, δίνοντας έτσι νόημα στις επιμέρους εκδηλώσεις της.
Το well-being, όμως, συνιστά, ως προσωπικό βίωμα, μια διαδικασία σταδιακής βελτίωσης μέσω αυτοεξερεύνησης και όχι μια σειρά υποδείξεων και οδηγιών που προβάλλονται (και επιβάλλονται) από έξω και «μια κι έξω», συνοδεία υποσχέσεων περί ευτυχίας. Μήπως, όμως, ακριβώς αυτός ο λόγος εξηγεί το γιατί η προσπάθεια ρύθμισης του τρόπου ζωής μας με βάση προδιαγεγραμμένα καλούπια, που στρεβλά και άγαρμπα έχουν τοποθετηθεί από τρίτους με αξίωση «οδηγού ζωής», έχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα που αδιαφορούν για το well-being μας;
Το πιο πιθανό είναι η διαπίστωση της αδυναμίας προσαρμογής σε αυτά τα καλούπια, να μας οδηγήσει είτε σε παραίτηση από κάθε περαιτέρω προσπάθεια νομιζόμενης αυτοβελτίωσης, είτε (σε περίπτωση που δε διαπιστωθεί εγκαίρως) σε μια βασανιστική αυτοκαταπίεση, ώστε -θέλοντας και μη- να «χωρέσουμε» σε αυτά… και τότε ακριβώς είναι που αρχίζει το πάρτυ… και στο πάρτυ αυτό καλεσμένοι είμαστε μόνο εμείς και ο εαυτός μας. Και δεν παίζει μουσική, ούτε φωνές τρίτων.
Ξαφνικά, λοιπόν, ο… έτερος καλεσμένος, έχοντας ασπαστεί όλες αυτές τις πατερναλιστικές θεωρίες περί επίτευξης του well-being και διαχωρίζοντας τη θέση του από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τις πραγματικές ανάγκες και το ίδιο μας το σώμα, έρχεται σαν τρίτος και μας επιβάλλεται με τρόπο που κάθε άλλο παρά προάγει το well-being μας.
Ο εσωτερικός αυτός εξαναγκασμός προσλαμβάνει τεράστιες διαστάσεις, ιδίως όσον αφορά την επίτευξη της σωματικής υγείας (το λεγόμενο wellness, έκφανση του συνολικότερου well-being), καθώς αυτή προσεγγίζεται με τρόπους απτούς και καθημερινούς (διατροφή και άσκηση), ενώ παράλληλα είναι επιδεκτική ελέγχου με βάση εμπειρικά προσπελάσιμα δεδομένα, όπως π.χ. η απώλεια βάρους.
Η πεποίθηση, λοιπόν, που -λανθασμένα και κατά παρέκκλισιν του περιεχομένου και του σκοπού του well-being- υιοθετείται από ορισμένους, πως όσο πιο πολύ γυμναστείς και όσο πιο ισορροπημένα φας, τόσο πιο ορατά θα γίνουν προς τα έξω τα αποτελέσματα στο σώμα σου, μπορεί να οδηγήσει σε εμμονικές καταστάσεις: η δαιμονοποίηση συγκεκριμένων ομάδων τροφών, η θυσία ενός γεύματος με φίλους στο βωμό της διατροφής, η βασανιστική αυτοσυγκράτηση, η σκληρή και ενίοτε άδικη αυτοκριτική που μπορεί να αγγίξει και τα όρια αυτό τιμωρίας σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων αυτοπειθαρχίας, η πολύωρη, ασκητική αφαγία ως μέσο εξιλέωσης ενός βουλιμικού επεισοδίου, η τοποθέτηση υπεράνθρωπων στόχων στη σωματική άσκηση και η θέαση του φαγητού ως μέσου επιβράβευσης μόνο της εξουθενωτικά επίπονης γυμναστικής, είναι λίγα μόνο από τα συμπτώματα μιας νοσούσας ψυχολογίας που αυτοαναλώνεται και εγκλωβίζεται στην εξωτερική εικόνα του σώματος κατοικίας της… Παράλληλα, στο σημείο αυτό διαγράφεται περισσότερο από ποτέ και η ειρωνεία του πράγματος: στην προσπάθειά μας να αποβάλλουμε τις τοξίνες, εισάγουμε στη ζωή μας έναν τοξικό τρόπο σκέψης (!).
Για το λόγο, άλλωστε, αυτό, τα παραπάνω ακραία φαινόμενα καμία σχέση δεν έχουν με το well-being, αφού προσκρούουν στην ίδια την ουσία του ως κράμα αρμονικής αλληλεπίδρασης της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής υγείας. Εξάλλου, το well-being αυτό καθαυτό, μόνο ευεργετικό μπορεί να είναι για εμάς. Εκείνο, όμως, που συνίσταται σε μία «από μέσα προς τα έξω» διαδικασία, που γεννιέται, δηλαδή, σταδιακά μέσα μας και κατόπιν τροφοδοτεί την εξωτερική μας συμπεριφορά. Γιατί τα προβλήματα προκύπτουν αν κανείς, θέλοντας να «κόψει δρόμο», ακολουθήσει την αντίστροφη διαδικασία: επιβάλλει, δηλαδή, στον εαυτό του συμπεριφορές που εξωτερικά μόνο… θυμίζουν well-being, έτσι ώστε αυτό να γεννηθεί και μέσα του. Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί, όμως, τίποτα παραπάνω από μια φτηνή απομίμηση του well-being που γρήγορα θα ξεφτίσει, έχοντας, όμως, προλάβει να τον φθείρει.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να έχουμε επίγνωση ότι η προσέγγιση του well-being συνιστά ένα πολυεπίπεδο και σε πρώτη φάση εσωτερικό εγχείρημα που περιλαμβάνει βαθμιαίες κατακτήσεις και ότι πραγματική αυτοβελτίωση είναι αυτή που θα φέρει αποτελέσματα μακροπρόθεσμα. Για τον σκοπό αυτό, απαραίτητη είναι η τοποθέτηση και η επίτευξη εφικτών στόχων, προσαρμοσμένων στη μοναδικότητα του καθενός. Πυξίδα σε αυτό το οδοιπορικό δεν είναι άλλο από το ίδιο μας το σώμα: πρέπει να μάθουμε να το ακούμε, δείχνοντας σεβασμό στα μηνύματα που πασχίζει να μας στείλει.
Και επειδή το ταξίδι είναι μακρύ και δύσκολο, και μπορεί στην πορεία να μπερδευτούμε και να (ξε)χάσουμε τον προορισμό μας,
αυτό ας μην ξεχάσουμε,
να κοιτάξουμε την πυξίδα,
η οποία πάντα
θα δείχνει
εμάς.
Γεννήθηκε τον Μάρτιο του 2000 στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσε. Το 2018 αποφοίτησε από το Αρσάκειο Ψυχικού και έκτοτε σπουδάζει στη Νομική Σχολή Αθηνών. Τον Απρίλιο του 2017 συμμετείχε στο 35ο Εθνικό Συνέδριο Επιλογής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νέων Ελλάδος. Λατρεύει τα ταξίδια, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική και τον αθλητισμό.