Της Αγγελικής Κωνσταντάρα,
Αυτή την εβδομάδα έχει τεθεί με έντονο τρόπο στην επικαιρότητα το ζήτημα των αρμοδιοτήτων της δημόσιας διοίκησης. Αφορμή στάθηκε η παρέμβαση της Ελληνικής Αστυνομίας στο χώρο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΑΣΟΕΕ), με σκοπό την εκκαθάριση της γιάφκας στο υπόγειο του Πανεπιστημίου, που αποτελούσε ορμητήριο για την διενέργεια επιθέσεων σε βάρος οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.). Η ένταση κορυφώθηκε όταν, με απόφαση της Συγκλήτου της ΑΣΟΕΕ, η είσοδος στη σχολή απαγορεύτηκε, από τη Δευτέρα 11 έως και την Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Παράλληλα, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη αποφάσισε, ερχόμενο σε συνεννόηση με τις πρυτανικές αρχές, την αποστολή αστυνομικών δυνάμεων στο χώρο του Πανεπιστημίου για την απομάκρυνση φοιτητών από το χώρο της ΑΣΟΕΕ, όσο διαρκούσε η διαδικασία της εκκαθάρισης, και την παρεμπόδιση κακοποιών στοιχείων. Έκτοτε, εξαπολύονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «μύδροι» κατά της Κυβέρνησης, ενώ γίνεται λόγος για καταπάτηση του δικαιώματος στην παιδεία και στην ελευθερία της έκφρασης. Οι αναρτήσεις αυτές, που φαίνεται να έχουν έντονο κομματικό υπόβαθρο, συγχέουν την παρούσα κατάσταση με την επέτειο εορτασμού του Πολυτεχνείου. Θεωρώντας αυτή τη θέση αβάσιμη, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μία κομματικά «αποχρωματισμένη», ουδέτερη ανάλυση των γεγονότων με μικρή αναφορά σε κανόνες της έννομης τάξης.
Θα ξεκινήσουμε από την παρουσίαση της θέσης περί νόμιμης δράσης της ΕΛ.ΑΣ. στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της. Πριν, όμως, κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστούν δύο βασικοί όροι που χρησιμοποιούμε αγνοώντας την σημασία τους στην ολότητά της: αυτοί του «οργάνου» και της «αρμοδιότητας». Τα όργανα της Δημόσιας Διοίκησης εκδηλώνουν την βούληση της Διοίκησης του κράτους μέσω των αρμοδιοτήτων τους, της ικανότητας τους δηλαδή να εκτελούν τις προβλεπόμενες γι’ αυτά από το νόμο πράξεις (υλικές ενέργειες, κανονιστικές πράξεις) με στόχο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Υπό αυτή την έννοια τόσο οι υπουργοί, όσο και οι αστυνομικοί και οι καθηγητές Πανεπιστημίου αποτελούν φυσικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και όργανα της Δημόσιας Διοίκησης. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η απόφαση της Συγκλήτου για κλείσιμο της σχολής κι ακόμα περισσότερο η εμπλοκή οργάνων της Δημόσιας Τάξης ανταποκρίνονταν στην αρχή της νομιμότητας.
Η απάντηση αντλείται από τον νόμο αλλά και το ίδιο το Σύνταγμα. Με βάση το άρθρο 43 παράγραφος 2 του Ελληνικού Συντάγματος, επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών πράξεων και από άλλα όργανα της Διοίκησης, εκτός δηλαδή των κανονιστικών διαταγμάτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, εφόσον υπάρχει εξουσιοδότηση από νόμο και υφίσταται ρύθμιση ειδικότερων ή τοπικών ή τεχνικών και λεπτομερειακών ζητημάτων. Σε αυτή την περίπτωση, θα λέγαμε ότι το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δύναται να ζητήσει με απόφαση την παρέμβαση της αστυνομίας, η οποία μάλιστα υπάγεται σε αυτό, βασιζόμενη μόνο σε εξουσιοδοτικό νόμο. Το ίδιο ισχύει και για την απόφαση της Συγκλήτου, που αποσκοπούσε στην προστασία της πανεπιστημιακής κοινότητας και στην ρύθμιση ζητήματος τοπικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα, δηλαδή στην εξάρθρωση της σπείρας αντιεξουσιαστών στο χώρο της. Σε κάθε περίπτωση όμως, η είσοδος της ΕΛ.ΑΣ. στο χώρο του Πανεπιστημίου για την καταστολή εγκληματικών ενεργειών είναι όχι μόνο νόμιμη, βάσει του άρθρου 64 παράγραφος 3 του νομοσχεδίου με τίτλο: «Ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, διατάξεις για την ψηφιακή διακυβέρνηση και άλλα επείγοντα ζητήματα» αλλά και νομιμοποιημένη, από τη στιγμή που το παραπάνω νομοσχέδιο τέθηκε σε ισχύ με ψήφισή του από την ολομέλεια της Βουλής, που είναι εκλεγμένη από τον ελληνικό λαό και αντιπροσωπεύει τη βούλησή αυτού, αλλά κι ολόκληρου του έθνους (άρθρο 51 παράγραφος 2 του Συντάγματος).
Αυτή ήταν μία χαλαρή νομική προσέγγιση του θέματος. Πράγματι, υπάρχουν κανόνες δικαίου αυξημένου τυπικού κύρους, που δικαιολογούν την επέμβαση κρατικών αρχών υπό όρους. Αξίζει, όμως, να εξετασθεί κι ο κοινωνικός σκοπός της επιχείρησης από δύο οπτικές γωνίες πάνω στην άσκηση κρατικής βίας. Σύμφωνα με την πρώτη, η αστυνομία έχει καθήκον βάσει των αρμοδιοτήτων της να παρεμβαίνει, όταν τίθεται σε κίνδυνο η σωματική και ψυχική ακεραιότητα των πολιτών, όταν διασαλεύεται η εύρυθμη λειτουργία κρατικών αλλά και δημόσιων υπηρεσιών και ιδρυμάτων, με την εκτέλεση αξιόποινων πράξεων. Κατά αυτή την άποψη, οι πρυτανικές αρχές κι η Κυβέρνηση καλώς αξίωσαν την δράση της αστυνομίας, εφόσον η παράνομη ύπαρξη της γιάφκας κι η παρουσία ταραχοποιών στοιχείων προκαλούσαν στους φοιτητές τρόμο και τους αποστερούσαν την δυνατότητα ελεύθερης εισόδου στον πανεπιστημιακό χώρο. Η έκθεση σε όπλα και αιχμηρά αντικείμενα αρκούσε για την πρόκληση σωματικής βλάβης. Πώς κατοχυρώνεται η ελευθερία της έκφρασης, όταν το πανεπιστήμιο είναι προσβάσιμο σε εγκληματίες κάθε είδους, που ακόμα κι αν δεν απειλούν ευθέως τους φοιτητές, κάνουν βίαιη κατάληψη του χώρου των σπουδαστών και των καθηγητών; Το έννομο καθήκον της ΕΛ.ΑΣ. συνίσταται ακριβώς στην αποκατάσταση της ανομίας, με την άρση των παράνομων δραστηριοτήτων εντός Πανεπιστημίου και την προστασία των φοιτητών, μέχρι το πέρας της εκκαθάρισης.
Στον αντίποδα, υποστηρίζεται ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου αποτέλεσε πρόφαση για την νομιμοποίηση «φασιστικών πρακτικών», καθώς η αστυνομία απέτρεψε την είσοδο των φοιτητών στον πανεπιστημιακό χώρο την εβδομάδα 11-17 Νοεμβρίου, κατόπιν σχετικής απαγορευτικής απόφασης της Συγκλήτου. Αγνοώντας την απόφαση, ορισμένοι φοιτητές προχώρησαν σε κατάληψη της ΑΣΟΕΕ, με την παρουσία αστυνομικών, ως ένδειξη διαμαρτυρίας περί αποκλεισμού από το δικαίωμά τους στην παιδεία και περί αποστέρησης της ελευθερίας έκφρασης. Κι αυτό γιατί, οι αστυνομικές δυνάμεις δεν επέτρεψαν την –αντίθετη με το νόμο- είσοδό τους στο πανεπιστήμιο για μία μόλις εβδομάδα με στόχο την ίδια τους την ασφάλεια. Με την ίδια λογική, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι κι η κατάληψη του Πανεπιστημίου είναι εξ ορισμού παράνομη, εφόσον, στο όνομα της προάσπισης δικαιωμάτων, καταπατά το ίδιο το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Από την άλλη βέβαια, η ρίψη χημικών και δακρυγόνων σε φοιτητές -αν πράγματι ισχύει- δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση, ακόμη κι αν έγινε εκ παραδρομής.
Συνοψίζοντας, το κράτος ασκεί την διοικητική λειτουργία του μέσω των οργάνων του, παραχωρώντας τους αρμοδιότητες, «κομμάτια» δηλαδή της εξουσίας του, για την εκτέλεση πράξεων δημοσίου συμφέροντος. Στην περίπτωση, λοιπόν, της αστυνομίας υφίσταται λειτουργικό καθήκον των οργάνων της ΕΛ.ΑΣ. να διασφαλίσουν την κοινωνική ευταξία, προβαίνοντας ακόμη και στην χρήση βίας, δηλαδή στον εξαναγκασμό σε συμμόρφωση. Αυτό ενδέχεται να επιφέρει δυσφορία, ίσως και μερική παράβαση ελευθεριών (συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι), όμως το όριο είναι πάντα ο νόμος. Δεν είναι δυνατόν η Δημόσια Διοίκηση να λειτουργεί κατά βούληση ορισμένων προσώπων, ειδάλλως παύουμε να μιλάμε για δημόσιο συμφέρον και αναφερόμαστε στην επικράτηση ιδιωτικών συμφερόντων έναντι του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή σε ολιγαρχία. Πόσω μάλλον, όταν καταλύονται κανόνες δημοσίας τάξης και η αναρχία θριαμβεύει. Από την άλλη πλευρά, οι συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες δεν πρέπει να θυσιάζονται αδιακρίτως στο βωμό της ευταξίας, εκτός αν συντρέχει επείγων λόγος (κατάσταση πολιορκίας, άρθρο 48 Συντάγματος). Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι χρειάζεται αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και στάθμιση των ελευθεριών βάσει τεθειμένων κανόνων, κάτι που αποτρέπει την βιαστική και αυθαίρετη εξαγωγή συμπερασμάτων για την επιχείρηση στην ΑΣΟΕΕ.
Γεννήθηκε το 2001 στην Πάτρα, όπου και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπουδάζει στην Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η επιλογή της σχολής αυτής είναι σε αρμονία με τα ενδιαφέροντά της, καθώς έχει συμμετάσχει σε συνέδρια προσομοίωσης επιτροπών του Ο.Η.Ε (MUN), της Unesco αλλά και σε προσομοίωση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ICJ) σε ρόλο δικαστή αλλά και συνηγόρου. Της αρέσει επίσης να συμμετέχει σε ρητορικά αγωνίσματα, όπως το debate. Στον ελεύθερό της χρόνο, απολαμβάνει να παίζει πιάνο, να ταξιδεύει και να παρακολουθεί ταινίες, ενώ η χορωδία είναι το δεύτερό της σπίτι.