Του Χρήστου Αμανατίδη,
Η Ελληνιστική εποχή, η οποία ξεκίνησε με το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. και έληξε με την κατάκτηση της Αιγύπτου από τη Ρώμη το 30 π.Χ., σημαδεύτηκε από τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο και την πρόσμειξή του με την τοπική κουλτούρα.
Πρωτίστως, όμως, η παραπάνω περίοδος είναι γνωστή για τις συγκρούσεις των Επιγόνων-υψηλόβαθμων αξιωματούχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθένας εκ των οποίων φιλοδοξούσε να εξουδετερώσει τους ανταγωνιστές του και να αναλάβει ο ίδιος τον έλεγχο της τεράστιας αυτοκρατορίας που ο βασιλιάς τους δημιούργησε μέσα σε μόλις έντεκα χρόνια, αλλά δεν πρόλαβε να σταθεροποιήσει.
Μετά τους πολέμους των διαδόχων, οι κύριες δυνάμεις που διαδέχθηκαν την άλλοτε ενιαία αυτοκρατορία ήταν οι Πτολεμαίοι, που διοικούσαν την Αίγυπτο, την Κυρηναϊκή, τη νότια Συρία, την Παλαιστίνη και πόλεις στα μικρασιατικά παράλια και τα νησιά του Αιγαίου, οι Σελευκίδες, που ήλεγχαν τη Μικρά Ασία, τη βόρεια Συρία, τη Μεσοποταμία και το Ιράν και οι Αντιγονίδες, που κυβερνούσαν στην Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Εύβοια και πόλεις της νοτίου Ελλάδος.
Βέβαια, στον παραπάνω χώρο δραστηριοποιούνταν και οι Ατταλίδες που βασίλευαν στην Πέργαμο της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, γηγενείς μοναρχίες στις περιοχές της Βιθυνίας, του Πόντου και της Καππαδοκίας, όπως και τα κοινά των Αχαιών και των Αιτωλών στην Ελλάδα. Αλλά οι τρεις προαναφερθείσες δυνάμεις ήταν οι ισχυρότερες και οι ηγεμόνες τους έτρεφαν τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες.
Παρά τις όποιες διαφορές μεταξύ των Πτολεμαίων, των Σελευκιδών και των Αντιγονιδών ως προς την διεξαγωγή πολιτικής και τη διοίκηση-τομείς που θα εξετάσουμε παρακάτω- η πολιτική σκέψη της εποχής ήταν κοινή και για τους τρεις οίκους: ο ηγεμών είναι ζωντανός νόμος, συνδέεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τον Αλέξανδρο, φέρεται ως ο κάτοχος του κράτους, η γενιά του έχει θεϊκή καταγωγή, η ισχύς του συνδέεται με τη γη που εξουσιάζει, διανέμει και διαχειρίζεται κατά το δοκούν και η λατρεία που αποδίδεται στο πρόσωπό του από τις πόλεις αποτελεί ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις ευεργεσίες του. Επιπλέον έχει την υποστήριξη «φίλων» του στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων και προσωπική σύνδεση με το στρατό του, καθώς η εξουσία και το κύρος του έρχονται σε άμεση συνάρτηση με τις επιτυχίες στις διάφορες εκστρατείες του.
Οι Αντιγονίδες ήταν η ελληνιστική δυναστεία που ίδρυσε ο Αντίγονος Γονατάς το 276 π.Χ. και υπήρξε η πιο αυταρχική από τις τρεις: η βασιλική εξουσία δεν είχε περιορισμούς, οι μακεδονικές πόλεις έχαιραν μερικής αυτονομίας, κυρίως στον οικονομικό τομέα και διοικούνταν από τον βασιλικό επιστάτη παρά την ύπαρξη Βουλής και Εκκλησίας. Οι πόλεις στη νότια Ελλάδα ελέγχονταν από πολιτικούς, φίλα προσκείμενους στον βασιλιά. Ήταν η ισχυρότερη ελληνιστική μοναρχία από στρατιωτική σκοπιά, καθώς ο στρατός ήταν το αντικείμενο που έχαιρε ξεχωριστής μέριμνας, ιδίως επί Φιλίππου Ε΄. Τα κρατικά έσοδα εξασφαλίζονταν κατά κύριο λόγο από τα ορυχεία και την εκμετάλλευση της γης, της οποίας η πλειονότητα ανήκε στις επιφανείς οικογένειες της Μακεδονίας. Οι φόροι έπαιζαν και αυτοί ρόλο, αλλά είχαν κυρίως συμπληρωματικό χαρακτήρα. Τέλος, οι Αντιγονίδες ήταν η δύναμη που αγωνίστηκε περισσότερο απ’ όλες να συγκρατήσει τη ρωμαϊκή πλημμυρίδα, όταν οι Ρωμαίοι άρχισαν την επέκταση προς ανατολάς.
Οι Πτολεμαίοι υπήρξαν η πιο μακρόβια και χάρις σε καταχωρήσεις που εντοπίζονται σε παπύρους της εποχής, η πιο γνωστή ελληνιστική δυναστεία. Δεδομένου ότι περνάμε στον ανατολικό χώρο της άλλοτε αχανούς αυτοκρατορίας, εντοπίζουμε πιο εμφανές το στοιχείο της ανάμειξης του ελληνικού και του ντόπιου στοιχείου μαζί με την εκ των προτέρων σταθεροποίηση της δυναστείας: ο γενάρχης του βασιλικού οίκου, Πτολεμαίος Α΄ είχε φροντίσει να εξασφαλίσει την νομιμότητά του, μέσω της μεταφοράς του λειψάνου του Αλεξάνδρου στην Αίγυπτο, που αποτέλεσε αντικείμενο λατρείας.
Ήταν αναγκαία η αρμονική συνεργασία μεταξύ βασιλέως και αιγυπτιακού κλήρου, προκειμένου να διασφαλιστεί η σύνδεση του βασιλιά με τις μάζες μέσω του τελευταίου σώματος. Αντίστοιχα ο κλήρος χρειαζόταν στο πλευρό του τον βασιλιά για να διατηρήσει τα προνόμιά του.
Η επικράτεια των Πτολεμαίων χωριζόταν σε σαράντα νομούς, που με τη σειρά τους χωρίζονταν σε τόπους και κώμες. Στις δύο πρώτες διοικητικές διαιρέσεις υπεύθυνοι αξιωματούχοι ήταν πάντα Έλληνες, ενώ στην τρίτη που αξιωματούχοι ήταν Αιγύπτιοι, αυτοί είχαν τον ρόλο εκτελεστικών οργάνων. Κεντρικός έλεγχος δινόταν από την πρωτεύουσα του βασιλείου, την Αλεξάνδρεια, η οποία ήταν το πιο ονομαστό λιμάνι της εποχής και γνωστή για την λαμπρή της βιβλιοθήκη, την οποία οι Πτολεμαίοι φρόντιζαν να εμπλουτίζουν διαρκώς. Οι Πτολεμαίοι εξασφάλιζαν τα αναγκαία χρήματα για τις στρατιωτικές τους δαπάνες και την ομαλή κρατική λειτουργία, κυρίως μέσω των φόρων και κρατικών μονοπωλίων σε σημαντικά προϊόντα, όπως ο ελαιόλαδο και τον πάπυρο, ενώ είχαν διατηρήσει το παραδοσιακό οικονομικό σύστημα προσθέτοντας κάποια ελληνικά στοιχεία, όπως την ανάπτυξη τραπεζικού συστήματος, τη χρήση ενιαίου νομίσματος, το οποίο προστάτευαν με τον αποκλεισμό ξένων νομισμάτων από την Αίγυπτο και ιδίως τα προαναφερόμενα μονοπώλια.
Παρόλα αυτά, η εκμετάλλευση των ντόπιων ήταν μεγάλη και η τοπική δυσαρέσκεια φάνηκε όταν Αιγύπτιοι που χρειάστηκε ο Πτολεμαίος Δ΄ ο Φιλομήτωρ να στρατολογήσει εναντίον του Σελευκίδη βασιλιά, Αντιόχου Γ΄, επαναστάτησαν, γεγονός που τον ανάγκασε να τους παραχωρήσει κάποιες μορφές ελευθερίας, όπως φορολογικές ελαφρύνσεις και δωρεές κλήρων γης. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Ε΄ του Επιφανούς, το βασίλειο κύλησε με σταθερή πορεία στην παρακμή, μια παρακμή που φαίνεται από διάφορους τομείς: διαρκείς εδαφικές απώλειες, μετατροπή κληρουχικών γαιών σε κληρονομικές για την αποφυγή των στρατιωτικών υποχρεώσεων, νόθευση νομισμάτων-από το 210 π.Χ. τα χρυσά και αργυρά νομίσματα έπαυσαν να κυκλοφορούν και η Αίγυπτος κατά συνέπεια αποκλείστηκε από τις μεγάλες εμπορικές κινήσεις της Μεσογείου. Παρατηρείται ακόμα δουλική υποχωρητικότητα των βασιλέων απέναντι στους Ρωμαίους που θεωρούσαν την Αίγυπτο δελεαστική λεία και εκμεταλλεύτηκαν τις εσωτερικές συγκρούσεις των τελευταίων Πτολεμαίων για την εξουσία με αποτέλεσμα να αποκτήσουν σταδιακά ισχυρό έρεισμα (βλέπε Γάιος Ιούλιος Καίσαρ και Μάρκος Αντώνιος) και να την καταλάβουν εν τέλει στην τρίτη φάση του ρωμαϊκού εμφυλίου πολέμου, όταν ο Μάρκος Αντώνιος και η βασίλισσα Κλεοπάτρα ηττήθηκαν από τον Οκταβιανό και οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία το 30 π.Χ.
Οι Σελευκίδες αναδείχθηκαν ως η ελληνιστική δυναστεία που ήλεγχε την μεγαλύτερη και συνάμα την πλέον ετερογενή από εθνολογική πλευρά έκταση και οι ηγεμόνες της χρειαζόταν να βαδίζουν προσεκτικά για να εμποδίσουν ή έστω να καθυστερήσουν την διάσπαση. Ήταν ο κύριος αντίπαλος των Πτολεμαίων και έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στην προσθήκη ελεφάντων στο στρατό τους- βασικό στοιχείο της ελληνιστικής πολεμικής μηχανής και ένδειξη κύρους του μονάρχη. Προκειμένου να διατηρήσουν ανοιχτές διόδους επικοινωνίας, οι Σελευκίδες φρόντιζαν να ιδρύουν πολλές πόλεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον πρώτο μονάρχη της οικογένειας των Σελευκιδών, Σέλευκο Α΄, στον οποίο αποδίδεται η ίδρυση πενήντα πόλεων. Αυτές οι πόλεις τελούσαν υπό την επιμέλεια ενός βασιλικού επιστάτη και διέθεταν μόνο κοινοτική αυτονομία.
Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, οι πιο απομακρυσμένες περιοχές στα ανατολικά σύνορα έχαιραν πολλών παραχωρήσεων, διοικούνταν από ανεξάρτητους ηγεμόνες και τα μοναδικά σημάδια υποτέλειας ήταν η καταβολή φόρου και η παροχή στρατευμάτων. Η υπόλοιπη έκταση του σελευκικού βασιλείου είχε διατηρήσει το περσικό σύστημα των σατραπειών και χωριζόταν σε τομείς: τα εδάφη που ελέγχονταν απευθείας από τον βασιλιά που είχε την έδρα του στην Αντιόχεια, οι Άνω σατραπείες στην περιοχή του Ιράν που διοικούνταν από τον αντιπρόσωπο στη Σελεύκεια στις όχθες του ποταμού Τίγρη και τα εδάφη της Μικράς Ασίας που βρίσκονταν στη δικαιοδοσία του αντιπροσώπου που ήταν εγκατεστημένος στις Σάρδεις.
Η οικονομική πολιτική των Σελευκιδών δεν είναι τόσο γνωστή όσο των Πτολεμαίων, αλλά εκτιμάται ότι η Μεσοποταμία απέδιδε 6.000 τάλαντα ετησίως, κυρίως μέσω αγροτικών πόρων και συμπληρωματικά μέσω φόρων. Το ποσό όμως παρέμενε μικρό σε σχέση με τα 10.000- 15.000 τάλαντα που παρείχε η Αίγυπτος στο απόγειό της στη βασιλεία του Πτολεμαίου Β΄.
Οι Σελευκίδες ήταν η ελληνιστική δύναμη που ηττήθηκε για πρώτη φορά σε σύγκρουση με τη Ρώμη το 189 π.Χ. και μετά το θάνατο του Αντιόχου Γ΄ το 187 π.Χ. το βασίλειο παρήκμαζε διαρκώς μέχρι που ο Γναίος Πομπήιος ο Μέγας προσάρτησε και τη Συρία το 64 π.Χ. και έθεσε έτσι τέλος στην ελληνιστική Ασία.
Οι ελληνιστικές ηγεμονίες είχαν να επιδείξουν μια πληθώρα πρωτοτυπίας στη διοίκηση και την οργάνωση των βασιλείων τους. Όλη αυτή η προσπάθεια όμως αποσκοπούσε στην εμφύλια σύγκρουση, καθώς κάθε μία από αυτές τις ηγεμονίες προσπαθούσε να επιβληθεί στις υπόλοιπες. Αυτές οι εσωτερικές διαμάχες ήταν που τις υπονόμευσαν και τις κατέστησαν ευκολότερη λεία για τους Ρωμαίους από αυτήν που θα ήταν αν ενδεχομένως τους αντιμετώπιζαν ενωμένες.
Βιβλιογραφία
- Pierre Leveque, Ο Ελληνιστικός κόσμος: σελίδες 37-39, 47-50, 51-55 και 236
- Francois Leferve, Ιστορία του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου: σελίδες 415-416, 418-421, 422-423, 425-427, 429-432
- M. Rostovtzeff, Ρωμαϊκή Ιστορία σελίδες 170-171