Του Παύλου Πετίδη,
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι βρισκόμαστε στο επίκεντρο μίας νέας βιομηχανικής επανάστασης όπου τα ποσά των δεδομένων και των πληροφοριών που διακινούνται καθημερινά δεν είναι μόνο τεράστια, αλλά αυξάνονται με εκθετικό ρυθμό ως αποτέλεσμα της συνεχούς αύξησης των ατόμων που έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Σήμερα, χάρη στους ισχυρούς επεξεργαστές και τους αλγόριθμους, τα δεδομένα αυτά μπορούν να καταγραφούν να αναλυθούν και τελικά να παρέχουν γνώσεις για το ποιοι είμαστε και το πώς ζούμε όπως αναφέρεται. Αυτή η νέα εποχή των «Μεγάλων Δεδομένων», μεγάλων ποσοτήτων δηλαδή δεδομένων που συλλέγονται από διάφορες πηγές, ανάμεσα στις οποίες το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και η αγορά ιστορικού.
Σε μεγάλο βαθμό, οι εξελιγμένες αναλύσεις που εφαρμόζουν οι εταιρείες στα ακατέργαστα διαθέσιμα δεδομένα τους τα μετατρέπουν σε πληροφορίες που όχι μόνο βοηθούν στη λήψη αποφάσεων σε πολλούς τομείς αλλά ενσωματώνουν και οικονομική αξία. Η βαθιά επίδραση που έχουν οι αναλύσεις δεδομένων στην επιχείρηση είναι ορατή στον τεράστιο μετασχηματισμό που διεξάγεται στην αυτοκινητοβιομηχανία. Εννέα από τα δέκα στελέχη της αυτοκινητοβιομηχανίας πιστεύουν στο όχημα και στον αυτοματισμό η διασύνδεση θα διαταράξει το επιχειρηματικό τους μοντέλο, ενώ το 80% πιστεύει ότι θα αμφισβητηθεί από νέους ανταγωνιστές στον τομέα της συνδετικότητας και της αυτόνομης οδήγησης.
Τα οικονομικά οφέλη από τη χρήση μεγάλων δεδομένων υπογραμμίζονται σε πολυάριθμες μελέτες. Έχει, μάλιστα, διαπιστωθεί ότι οι επιχειρήσεις που υιοθετούν διαδικασίες λήψης αποφάσεων με βάση την αξιοποίηση των διαθέσιμων δεδομένων παρουσιάζουν υψηλότερη παραγωγή κατά 5 με 6%. Από την άλλη, οι εταιρείες χρησιμοποιούν ως εργαλείο οικονομικής πολιτικής την «ανάλυση δεδομένων» με σκοπό να αναπτύξουν καινοτόμα προϊόντα και νέες υπηρεσίες, να αναπροσαρμόσουν τις επιχειρηματικές τους διαδικασίες, να διαχειριστούν αποτελεσματικότερα τις αλυσίδες εφοδιασμού τους, να βελτιώσουν την ασφάλεια και τη διαχείριση των κινδύνων και να αποκτήσουν σαφέστερες γνώσεις σχετικά με τις ανάγκες των πελατών.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι τελευταίες μελέτες εκτιμούν ότι θα δημιουργηθούν 100.000 νέες θέσεις εργασίας στον αναδυόμενο τομέα των δεδομένων έως το 2020, ενώ υποστηρίζεται ότι η εισαγωγή μεγάλων δεδομένων στους 100 κορυφαίους κατασκευαστές της ΕΕ θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομίες αξίας 425 ευρώ που αντιστοιχεί σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 206 δις ευρώ ή 1,9% την ίδια περίοδο. Μπορούμε να διαπιστώσουμε πως υπάρχουν τεράστιες ευκαιρίες για να αξιοποιηθούν οι παραδοσιακές βιομηχανίες της Ευρώπης, για να επωφεληθούν πλήρως από την ψηφιακή μετάβαση. Πολλές εταιρείες έχουν ήδη κατανοήσει τις δυνατότητες και τα οφέλη που παράγονται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων βάσει δεδομένων και επενδύουν γρήγορα σε μεγάλες τεχνολογίες και υπηρεσίες δεδομένων. Η παγκόσμια αγορά για μεγάλο υλικό, λογισμικό και επαγγελματικές υπηρεσίες που σχετίζονται με τα δεδομένα (όπως υπολογιστικά κέντρα δεδομένων, δικτύωση, αποθήκευση, διαχείριση πληροφοριών ή αναλύσεις) αναπτύσσεται και προβλέπεται να φτάσει τα 43,7 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2019- δέκα φορές περισσότερο από ό,τι το 2010.
Παρά τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρονται για τον βιομηχανικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι προκλήσεις δεν παύουν να υπάρχουν. Ενόψει ενός συνεχώς αυξανόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία από την επανάσταση δεδομένων και να χάσει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Με περιορισμένη πρόσβαση σε δεδομένα και ανάλυση δεδομένων, οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν στις παγκόσμιες αγορές και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) και οι αναδυόμενες εταιρείες είναι εκείνες που πρόκειται να χάσουν τα μέγιστα. Για αυτόν τον λόγο, ο εξοπλισμός των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων με τα μέσα και τα εργαλεία για τη συλλογή, επεξεργασία, αποθήκευση και ανάλυση μεγάλων δεδομένων και δημιουργία αξίας από αυτά αποτελεί μέσο για την εξασφάλιση του μελλοντικού πλούτου και ευημερίας.
Ωστόσο, στην Ευρώπη, πολύ λίγες εταιρείες υιοθετούν την ψηφιοποίηση: το 2015, μόνο μία στις πέντε ευρωπαϊκές εταιρείες παρουσίαζε υψηλή ή πολύ υψηλή ψηφιακή ένταση, ενώ μόνο το 6% των εταιρειών ΤΠΕ και επαγγελματικών υπηρεσιών πραγματοποιούσε στρατηγική και έντονη χρήση δεδομένων. Οι ειδικοί των δεδομένων αντιπροσώπευαν (πολύ) λιγότερο από το 1% της συνολικής απασχόλησης στα περισσότερα κράτη μέλη. Και ενώ η έλλειψη προσφοράς εργατικού δυναμικού κατανοητών δεδομένων αποτελεί πρόβλημα που επηρεάζει και άλλες τεχνολογικά προηγμένες χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη εμφανίζεται επίσης να υστερεί σε μεγάλη υποδομή δεδομένων. Περισσότερο από το 50% όλων των κέντρων δεδομένων στις χώρες του ΟΟΣΑ βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Συνοψίζοντας, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή μετάβαση των ευρωπαϊκών οικονομιών στη νέα εποχή είναι η υιοθέτηση του νέου προτύπου λειτουργίας από τις δημόσιες διοικήσεις της Ευρώπης. Στόχος θα είναι η μείωση του κόστους, η επέκταση του φάσματος των υπηρεσιών που παρέχονται στους πολίτες, καθώς και η οικοδόμηση τοπικών οικοσυστημάτων δεδομένων για την προώθηση της επιχειρηματικότητας και της κοινωνικής καινοτομίας, σε στενή συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών και τις ενώσεις πολιτών.
Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης και μεταπτυχιακός φοιτητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Οικονομικές Σπουδές. Έχει πραγματοποιήσει πρακτικές ασκήσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ενώ έχει συμμετάσχει σε πλήθος συνεδρίων και προσομοιώσεων οργάνων των Ηνωμένων Εθνών (MUN). Απασχολείται σε Ερευνητικό Κέντρο Οικονομικής Πολιτικής, Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης (ΕΚΟΠΔΑ) του Πανεπιστημίου Αθηνών.