Της Αγγελικής Καλούδη,
Τις τελευταίες μέρες και δη από το καλοκαίρι, μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, έγινε λόγος από νωρίς για διάφορες αλλαγές στην παιδεία και στην εν γένει σχολική εκπαίδευση και λειτουργία των σχολικών μονάδων. Δύο θέματα, που απασχόλησαν προσφάτως την επικαιρότητα, δημιουργώντας αντιδράσεις, τόσο μεταξύ της κοινής γνώμης όσο και μεταξύ των πολιτών, ήταν αυτό της επαναφοράς των αρίστων σημαιοφόρων στα δημοτικά σχολεία και η γενική γραμμή, που ακολουθείται στις μαθητικές παρελάσεις. Η υπουργός Παιδείας Ν. Κεραμέως είχε εξ’ αρχής αναφερθεί στο θέμα της αριστείας: «Η αριστεία είναι, να ξεπερνάς τον εαυτό σου. Αριστεία στο σχολείο, αριστεία στον επαγγελματικό στίβο, αριστεία στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, αριστεία παντού. Η αριστεία είναι τρόπος ζωής, είναι να ξυπνάς κάθε μέρα και να λες στον εαυτό σου: σήμερα θα γίνω καλύτερος από αυτό, που ήμουν». Το κατά πόσο χωράει η αριστεία σε παρελάσεις έκφρασης εθνικής συνείδησης και απόδοσης φόρου τιμής σε ήρωες και πεσόντες φαίνεται, πως έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες κυβερνήσεις. Υπάρχει, όμως, σχέση και χώρος αριστείας στις παρελάσεις; Ήταν ορθή η απόφαση επαναφοράς του άριστου σημαιοφόρου;
Ο λόγος, που ξεκίνησε και πάλι αυτή η ίσως και ανούσια αντιπαράθεση περί αρίστων ήταν το προεδρικό διάταγμα, που είχε εκδοθεί επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το οποίο η επιλογή σημαιοφόρων θα γινόταν πλέον με κλήρωση μεταξύ όλων των μαθητών και όχι με βάση το αριστείο, δηλαδή την υψηλή βαθμολογία. Η κριτική, που ασκήθηκε από την τότε αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας ήταν σκληρή, μιλώντας για δαιμονοποίηση της αριστείας, για άκρατο ισοπεδωτισμό της προσπάθειας των άριστων μαθητών, για το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί την αριστεία μικρόβιο και όχι χάρισμα άξιο επαίνου. Αντίστοιχη κριτική ασκήθηκε και για την τωρινή απόφαση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, να επαναφέρει το προηγούμενο σύστημα των άριστων από την αντιπολίτευση, υποστηρίζοντας, ότι πρόκειται για σκοταδισμό, για άμβλυνση των διακρίσεων, για οπισθοδρόμηση. Πράγματι, υπάρχουν δύο οπτικές για την αριστεία, που σίγουρα οι παλαιότεροι, που φοίτησαν σε διαφορετικού είδους σχολεία ίσως αδυνατούν, να το καταλάβουν.
Από τη μία πλευρά, υπάρχει όντως η έννοια της επιβράβευσης κάτι, που υποστηρίζεται με την πρόσφατη απόφαση, που ίσχυσε στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Πρόκειται για πολλούς περί επιστροφής στην κανονικότητα, ένα μήνυμα για την προσπάθεια ενός μαθητή, μία τιμή, ένα δώρο, να κρατήσει κάποιος τη σημαία της χώρας του σε μία τόσο σημαντική και γιορτινή μέρα. Η άποψη αυτή απηχεί και την εντύπωση, ότι ο άριστος μαθητής είναι και αυτός, που γνωρίζει καλύτερα την ιστορία του τόπου του εξ’ ου και έχει πάρει 20 στο μάθημα της ιστορίας, αλλά και στο μάθημα της νεοελληνικής και της αρχαίας γλώσσας και στα άλλα μαθήματα. Είναι ο άριστος, αυτός, που επάξια θα σηκώσει ένα εθνικό σύμβολο, ο καλύτερος πατριώτης μεταξύ συμμαθητών, που θα τον καμαρώσουν οι συγγενείς, οι φίλοι, οι συμπατριώτες για την επίδοση του ως πρώτος. Εξάλλου, δεν ήταν και ανεπαίσθητη η αναστάτωση, που προκαλούσε το σύστημα της κλήρωσης με σημαιοφόρους, που θα ‘’έμεναν’’ στην ίδια τάξη, λόγω υπέρβασης του ορίου των απουσιών και διευθυντές, που μέχρι και την τελευταία στιγμή αγωνιούσαν, αν θα εμφανιστεί ο σημαιοφόρος στην παρέλαση ή αν η σημαία θα παρελάσει μόνη της!
Στον αντίποδα, βρίσκεται η γνώμη μερικών λιγότερο «πατριωτών», σύμφωνα με τους θιασώτες της προηγούμενης άποψης. Είναι εκείνοι, που πιστεύουν σε έναν ίσο πατριωτισμό, στη σημαία ως λάβαρο, ως εθνικό σύμβολο αιώνων και όχι ως έπαθλο επιδόσεων και φορέα διχασμού και διακρίσεων. Η σημαία οποιασδήποτε χώρας θεωρούν, ότι δεν είναι το μέσο, για να αναδειχθεί και να κάνει τη ‘’φιγούρα‘’ του ο μαθητής του 20 μεταξύ των συγγενών του, στο πλήθος, που θα έχει συγκεντρωθεί και ακόμα χειρότερα μεταξύ των συμμαθητών του, που μπορεί ακόμα και για ένα χιλιοστό, να μην κατάφεραν, να φτάσουν το αριστείο, να μην έγραψαν σε όλα τα μαθήματα άριστα αλλά άριστα παρά ένα, πόσο μάλλον σε παιδιά του δημοτικού, που το άριστα 10 είναι σχεδόν πάντα δεδομένο. Πρόκειται, λοιπόν, σύμφωνα με αυτούς για ένα αναξιοκρατικό σύστημα διάκρισης και επιβράβευσης, όταν ήδη υπάρχει η επιβράβευση της προσπάθειας αυτών με την απονομή των αριστείων και των πρωτείων τους μπροστά σε ένα ολόκληρο σχολείο, σε γονείς και καθηγητές στις σχολικές γιορτές. Προφανώς, ο άριστος σημαιοφόρος δε συνεπάγεται, πάντα, με την έννοια της λογικής τον άριστο γνώστη ιστορίας μεταξύ συμμαθητών ή το μέγιστο πατριώτη μεταξύ συμπατριωτών, υποδαυλίζοντας περισσότερο το συναίσθημα του φθόνου και του αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ συμμαθητών, αλλά και γονέων, παρά το αίσθημα της επιβράβευσης και της υπερηφάνειας του περίγυρου. Κατά αυτήν την άποψη, ίσως, πρόκειται για μια ρύθμιση κατά της ισότητας και της αξιοκρατίας, αφαιρώντας και περιορίζοντας δυσανάλογα το προνόμιο του, να σηκώνει κανείς τη σημαία της χώρας του, που θα έπρεπε, να είναι ίσο για όλους τους Έλληνες πολίτες.
Την ίδια στιγμή, που γίνεται συζήτηση περί άριστων σε παρελάσεις έρχεται το τραγελαφικό περιστατικό των κοριτσιών, που ‘’βημάτισαν’’ ειρωνικά και χλευαστικά προς το θεσμό των παρελάσεων στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στη Νέα Φιλαδέλφεια. Γι’ αυτό το συμβάν ειπώθηκαν πολλά και θα τολμήσω, να πω πολλά περισσότερα, από όσα θα άρμοζαν. Η κοινή γνώμη συγκλονίστηκε, λες και δεν ήξερε κανείς, ότι μια μεγάλη μερίδα των Ελλήνων κρίνει τις μαθητικές παρελάσεις περιττές, όταν δεν υπάρχουν και σε πολλές άλλες χώρες, όχι επειδή δεν έχουν την ιστορία μας, όπως θα συμπληρώσουν οι βιαστικοί, αλλά επειδή έχουν βρει καλύτερους τρόπους εκμάθησης και μετάδοσης της εθνικής συνείδησης στους μαθητές από τις παρελάσεις.
Τέλος, σε συνάρτηση των ανωτέρω, ταιριάζει ιδιαίτερα η εξής παραδοχή: Το δικαίωμα του καθενός σταματάει εκεί, που ξεκινάει το δικαίωμα του άλλου. Πράγματι, η αριστεία είναι τρόπος ζωής στον οποίο πρέπει η πολιτεία, να ωθεί το νέο, όχι να τον αποθαρρύνει. Το δικαίωμα από το να είσαι Έλληνας και κατ’ επέκταση, να σηκώνεις τη σημαία της χώρας, που αγαπάς και ζεις, ως δικαιώματα και όχι ως επιβράβευση δεν προϋποθέτει την ιδιότητα του άριστου, φυσικά όμως με τον έλεγχο της συνέπειας και όχι σίγουρα της βαθμολογίας, αφού πρέπει να επαναπροσδιοριστεί το ποιος είναι ο άριστος για τη συγκεκριμένη περίσταση. Αυτός, που βγάζει το ατόφιο 10 ή 20 αντίστοιχα ή αυτός, που αγαπά και γνωρίζει καλύτερα την ιστορία της πατρίδας του; Επιπλέον, σχετικά με το «silly- walking-παρέλαση», μια χώρα, όπως η Ελλάδα θα έπρεπε, να έχει το σθένος, την αυτοπεποίθηση και την ενσυναίσθηση, να μην προσβάλλεται από μερικά κορίτσια, που αποφάσισαν, λάθος ή σωστά, να εκφραστούν αντίθετα στα δεδομένα. Το πιο ουσιώδες είναι, αν όντως επιτρέπουμε στη δημοκρατική μας χώρα την ελεύθερη κριτική, τον αυτοσαρκασμό, τη διακωμώδηση των κακώς κειμένων, την αντίθεση στο καθιερωμένο και το κατά πόσο το κοινώς γνωστό είναι αποτελεσματικό, εκπαιδευτικό και ποιοτικό. Πρέπει άραγε, να γίνεται τόσος λόγος για αριστεία, σημαιοφόρους και μαθητικές παρελάσεις ή μήπως πρέπει οι μαθητές, μέσα από καινοτόμες εκδηλώσεις, να μάθουν πρώτα τι γιορτάζουμε στις εθνικές επετείους και οι παρελάσεις, να είναι δουλειά του στρατού, του ναυτικού και των πολιτιστικών συλλογών;