Του Παναγιώτη Δωρή,
Η Ελλάδα από την στιγμή που ιδρύθηκε με την απόσχιση της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα κράτος, το οποίο μοχθούσε να συγκροτηθεί με πρότυπο τα δυτικά κράτη. Παρ’ όλα αυτά η βασική ιδιομορφία της Ελλάδας σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της Δύσης έως και σήμερα είναι ότι η χώρα μας αποτελεί βασικό και μεγάλο «εξαγωγέα» μεταναστών. Αρχικά, τον 19ο αιώνα το ελληνικό κράτος δεν είχε καταφέρει να ενσωματώσει στην επικράτεια του το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού (αναφέροντας τους ως αλύτρωτους και τις περιοχές αυτές ως αλύτρωτες). Η Ελλάδα από τα τέλη του 19ου και σχεδόν ολόκληρο τον 20ο αιώνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως χώρα αποστολής μεταναστών. Ιδιαίτερα μετά την κρίση της σταφίδας που ξέσπασε το 1893, άρχισαν μαζικά να αναζητούν την τύχη τους σε χώρες που η ανάπτυξη της βιομηχανίας θα τους παρείχε μία ευκαιρία για ανεύρεση εργασίας.
Στη συνέχεια η Κατοχή, ο Εμφύλιος, και οι γενικότερα δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στις αγροτικές, κυρίως, περιοχές σε συνδυασμό με την καλλιέργεια του ονείρου ότι οι χώρες προορισμού των μεταναστών φάνταζαν ως «η γη της απαγγελίας», αποτέλεσαν σημαντικές αιτίες για τη μετανάστευση των Ελλήνων την περίοδο αυτή. Οι Έλληνες εγκαταλείπουν την πατρίδα τους, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον διαβίωσης τόσο για τους ίδιους όσο και για τα παιδιά τους. Επιπλέον, πολλοί θα μπορούσαν να συντηρήσουν οικονομικά τους γονείς τους ή να εξασφαλίσουν την προίκα για τις ανύπαντρες αδελφές τους. Από τότε και έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, το μεταναστευτικό ρεύμα γίνεται όλο και πιο μαζικό. Καλύπτει μάλιστα το 72% της συνολικής εξωτερικής μετανάστευσης μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Την εποχή αυτή, η Αμερική δεν αποτελεί το βασικό προορισμό των Ελλήνων. Πολλοί Έλληνες μεταναστεύουν προς τη Δυτική Γερμανία, τη Βόρεια Ευρώπη, την Αυστραλία αλλά λιγότερο προς τη Νότια Αφρική.
Στη αρχή, θεωρούσαν ότι η μετανάστευσή τους ήταν κάτι το προσωρινό, ενώ προσδοκούσαν την επιστροφή στην πατρίδα τους. Μόνο, όμως, το 40% των μεταναστών του 20ου αιώνα κατόρθωσε ή ήθελε να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα. Στα τέλη του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου αιώνα το φαινόμενο της μετανάστευσης των Ελλήνων κάνει ξανά την εμφάνισή του. Αυτή τη φορά, καλύτερη τύχη σε χώρες της Αμερικής, της Αυστραλίας και της Ευρώπης αναζητούν όχι οι αμόρφωτοι Έλληνες αλλά οι μορφωμένοι κάτοχοι πτυχίων, μεταπτυχιακών, διδακτορικών, ξένων γλωσσών κινούνται σε χώρες που η μόρφωση και η εξειδίκευση επιστημόνων σε διάφορους τομείς είναι απαραίτητη. Αυτό το είδος της μετανάστευσης, ίσως, να είναι και μία σημαντικότερη και σοβαρότερη πληγή αιμορραγίας για την Ελλάδα από ότι οι μεταναστεύσεις του απλού εργατικού δυναμικού του προηγούμενου αιώνα. Συμπεραίνοντας, καταλήγουμε στο ότι οι Έλληνες ποτέ δεν βρέθηκαν συλλογικά σε ένα οργανωμένο κράτος, αλλά πάντα βρίσκονταν σε περιοχές ολόκληρης της υφηλίου, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, το οποίοι δεν είχε η χώρα τους την δυνατότητα να τους το προσφέρει.
Όσον αφορά τώρα την ψήφο αυτών των Ελλήνων, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδας και συγκεκριμένα το άρθρο 51 παρ. 4 ορίζει ότι νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Επιπρόσθετα, το άρθρο 108 ορίζει ότι το κράτος μεριμνά γα τη ζωή του απόδημου ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του με την μητέρα πατρίδα. Επίσης, μεριμνά για την παιδεία και την κοινωνική και επαγγελματική προαγωγή των Ελλήνων που εργάζονται έξω από την επικράτεια.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα του απόδημου ελληνισμού να ψηφίζει και να συμμετέχει στις ελληνικές εκλογικές διαδικασίες είναι ήδη θεσμοθετημένο από τον ανώτατο κανόνα δικαίου και τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας μας, το Σύνταγμα. Επομένως αυτό που χρειάζεται είναι η συνεργασία και η συναίνεση των κομμάτων της Ελληνικής Βουλής στο θέμα των Ελλήνων του εξωτερικού, κάτι το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση του άρθρου 51 παρ. 4 και την εκπλήρωση του αναφαίρετου δικαιώματος του εκλέγειν για τους Έλληνες του εξωτερικού, επιθυμία η οποία διατυμπανίζεται από την ομογένεια εδώ και πολλές δεκαετίες και η ελληνική πολιτεία σιωπά.
Η επίλυση του μακροχρόνιου αυτού προβλήματος επιτάσσει συλλογική εκτίμηση από τα κόμματα της Βουλής και συντονισμένη δράση και νομοθέτηση, ώστε οι Έλληνες του εξωτερικού να αποκτήσουν το ύψιστο δημοκρατικό τους δικαίωμα, αυτό της ψήφου. Βέβαια, στο σημείο αυτό ερείδονται πολλά προβλήματα, όπως ο χρόνος απουσίας τους από την χώρα, οι δεσμοί τους με την χώρα, η οικονομική τους δραστηριότητα κ.α.
Ο χρόνος απουσίας πράγματι αποτελεί αμφιλεγόμενο ζήτημα και ίσως θεωρείται κατ’ εμέ το σπουδαιότερο σημείο, στο οποίο οφείλει να σταθεί η Βουλή. Η ενεργοποίηση του άρθρου 51 πρέπει να συνεπάγεται φωτογραφική διάταξη νόμου ιδίως για τους αποδημήσαντες στα χρόνια της κρίσης από το 2009 έως και σήμερα. Η οικονομική δραστηριότητα έρχεται σε δεύτερη μοίρα, καθώς οποιαδήποτε συνάρτηση της ψήφου με κριτήρια πέραν του χρονικού (ανεκτό κριτήριο, σύμφωνα με πλειάδα νομολογιών δικαστηρίων του εξωτερικού) θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος και ιδιαίτερα το δικαίωμα της ισότητας της ψήφου. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει θεσπίσει τα 15 έτη απουσίας, η Γερμανία από την άλλη τα 25. Έχοντας ως οδηγό αυτές τις δύο χώρες η Ελλάδα θα είχε την δυνατότητα ενός γνώμονα χάραξης πορείας προς ένα δρόμο θεμιτό.
Κλείνοντας, το Σύνταγμα επιτάσσει και θεωρεί επιβεβλημένη της ισότητα της ψήφου, και για ακριβώς αυτόν τον λόγο περιττεύει κάθε συζήτηση περί καταμέτρησης των ψήφων αυτών στο εθνικό σύνολο. Το ζήτημα βουλευτών ομογένειας ή εξωτερικού κατά την άποψή μου θεωρείται δυσπρόσιτο, καθώς δεν εναρμονίζεται με το πνεύμα του νόμου, αφού στόχος του νομοθετήματος είναι η όχι η απόκτηση του δικαιώματος, αλλά η ενεργοποίησή του, με την έννοια ότι οι επιθυμούντες την άσκηση του δικαιώματος ταυτόχρονα ενδιαφέρονται και για την πολιτική ζωή της χώρας και του πατρογονικού τους τόπου, επομένως οι βουλευτές που θα αποτελούν εντεταλμένους της Βουλής στο εξωτερικό καμία χρησιμότητα δεν έχουν, παρά θα κωλύονται στην άσκηση των καθηκόντων τους. Εν ολίγοις, από την στιγμή που οι διαμένοντες στο εξωτερικό θεωρούνται ισότιμοι, ισότιμη οφείλει να είναι και η ψήφος τους στο εσωτερικό, ψηφίζοντας τον σχηματισμό και τον υποψήφιο του τόπου όπου είναι εγγεγραμμένοι. Όσον αφορά τα δικαιώματα τους στον τόπο μόνιμης κατοικίας, αυτά τα προασπίζονται οι κατά τόπους αρμόδιοι βουλευτές των εκάστοτε χωρών, όπου πιθανώς να κατέχουν και το δικαίωμα ψήφου.
Ακούω πάντοτε από τους γηραιότερους να λένε το εξής: «Πάντα να ξεκινάς από το λίγο και με τον καιρό έρχεται το πολύ». Καμία άλλη φράση δεν ταιριάζει περισσότερο. Τα εύσημα, λοιπόν, στην κυβέρνηση για την πρωτοβουλία, έχοντας στον νου της ότι στόχος της δεν είναι το πώς θα ψηφίζουν οι Έλληνες του εξωτερικού ή το πώς, αλλά να ψηφίζουν, ώστε να τους αποδοθεί το ταχθέν από το Σύνταγμα δικαίωμά τους.