24 C
Athens
Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός«Πάμε όπερα;»

«Πάμε όπερα;»


Της Αγγελικής Κωνσταντάρα,

Τρίτη βράδυ, γύρω στις 8. Πλήθος κόσμου κατευθύνεται στην αίθουσα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στον χώρο του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», για να απολαύσει την τελευταία παράσταση της «Υπνοβάτιδας» (La Sonnambula) του Vincenzo Bellini. Νέα ζευγάρια, οικογένειες με παιδιά, αλλά και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, φορώντας τα καλά τους, κατακλύζουν την εντυπωσιακή και ταυτόχρονα ζεστή αίθουσα της ΕΛΣ. Όλοι έχουν πάρει πια την θέση τους, όταν ζητείται να απενεργοποιηθούν τα κινητά τηλέφωνα. Τα φώτα χαμηλώνουν, η αυλαία ανοίγει και το περίτεχνο σκηνικό αποκαλύπτεται. Η παράσταση αρχίζει…

Η παράσταση διαρκεί περίπου 2.5 ώρες, χωρίς το διάλειμμα. Θα περίμενε κανείς παράπονα από τους θεατές ότι: «η παράσταση κούρασε, η δε μουσική ωραία μεν, αλλά δεν είναι και για χόρταση!». Αντίθετα, όμως, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ,το κοινό ήταν αμίλητο, αποσβολωμένο από τις κρυστάλλινες φωνές των πρωταγωνιστών -ειδικά της υψιφώνου και πρωταγωνίστριας Βασιλικής Καραγιάννη- που παντρεύονταν με τον βελούδινο ήχο της ορχήστρας και την δυναμική χορωδία. Στο τέλος δε της παράστασης, αλλά και μετά την ολοκλήρωση των πράξεων, το κοινό εξέφραζε την ευχαρίστησή του, χειροκροτώντας με ενθουσιασμό τους συντελεστές. Στα πρόσωπα των θεατών καθρεπτιζόταν η ευγνωμοσύνη τους για το μουσικό υπερθέαμα που απλόχερα τους χάρισαν οι μουσικοί κι οι ερμηνευτές. Τι είναι όμως αυτό που κάνει την όπερα τόσο ελκυστική και συγχρόνως ικανή να αγγίξει την ψυχή των θεατών;

Κατ’ αρχάς, η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στο περιεχόμενο των έργων όπερας. Ο διαχρονικός χαρακτήρας τους οφείλεται στην αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής στην οποία το κάθε έργο αναφέρεται, μέσα από την διήγηση δραματικών ιστοριών με κέντρο τον άνθρωπο. Δηλαδή, μέσα από την πλοκή, διαγράφονται κοινωνικά στερεότυπα, ήθη, έθιμα και παραδόσεις προηγούμενων εποχών, που σε πολλές περιπτώσεις ανάγονται και στο σήμερα. Για παράδειγμα, στην όπερα «La Traviata» του Giuseppe Verdi, θίγεται το ζήτημα του διαχωρισμού των ατόμων βάσει της κοινωνικής προέλευσης και του επαγγέλματός τους, με αποτέλεσμα ορισμένες ομάδες ατόμων να βιώνουν την περιθωριοποίηση και συνάμα την αποστέρηση -βάσει των σημερινών δεδομένων- του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Συγχρόνως όμως, προβάλλονται αξίες, όπως η ελευθερία, αρετές, όπως η ανδρεία, και οι πρωταγωνιστές, ως φορείς τους, γίνονται παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή. Η τρυφερή και έντιμη Αμίνα (La Sonnambula) καταφέρνει, μένοντας πιστή στην αγάπη της, να διαψεύσει τις κακόβουλες φήμες και να ξανασμίξει με τον αγαπημένο της, ενώ η δόλια Λίζα τιμωρείται με κοινωνική κατακραυγή για την συκοφαντική πράξη της. Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως στην αρχαία ελληνική τραγωδία, έτσι και στην όπερα, που αποτελεί εξέλιξή της, ο χορός ή η χορωδία αναλαμβάνει την έκφραση της κοινής γνώμης απέναντι στις πράξεις των πρωταγωνιστών, δημιουργώντας έτσι ένα δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα σε θεατές και χαρακτήρες. Συντελείται δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, μια αλληλεπίδραση των ερμηνευτών με το κοινό, με στόχο τον προβληματισμό του πάνω στα κοινωνικά μηνύματα.

Εκτός όμως από το κοινωνικό και ιστορικό τους ενδιαφέρον, τα έργα όπερας σκιαγραφούν την ανθρώπινη φύση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις παρορμήσεις, τα πάθη και τα συναισθήματα. Έτσι λοιπόν, κάθε χαρακτήρας έχει συγκεκριμένο «ήθος», δηλαδή προσωπικότητα, η οποία του υπαγορεύει την αντίδρασή του απέναντι στα πάθη. Συνηθέστερο θέμα είναι ο έρωτας κι η ανισχυρότητα της ανθρώπινης φύσης, που παραδίδεται στο γλυκό κι επικίνδυνο ταυτόχρονα πάθος, οδηγούμενη στην αυταπάρνηση και πολλές φορές τον θάνατο. Τραγική φιγούρα, λόγου χάρη, αποτελεί η Tosca, από την ομώνυμη όπερα του Puccini πάνω στο δράμα του Sardou, η οποία προβαίνει σε δολοφονία για να προστατέψει τον αγαπημένο της και στην συνέχεια πηδά στο κενό. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο πόνος της απόρριψης συνθλίβει τους ήρωες, ενώ η ζήλια τους ωθεί σε αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές. Η έμμετρη διαχείριση των παθών καθίσταται εδώ σωτήρια. Άλλοτε πάλι, η αγάπη θριαμβεύει, διαλύοντας τον φόβο και τον δισταγμό, όπως συμβαίνει στην όπερα «Turandot». Εκτός όμως από τον έρωτα, εξαίρεται κι η φιλική και μητρική αγάπη, που ανακουφίζουν την ανήσυχη ψυχή και αναπτερώνουν την αυτοπεποίθηση. Μπορεί ο τρόπος που οι πρωταγωνιστές βιώνουν αυτά τα συναισθήματα να φαίνεται κάπως ξεπερασμένος, ίσως και υπερβολικός, όμως ο καθένας μας μπορεί να ταυτιστεί ως ένα βαθμό με τους ήρωες και να συμμεριστεί τον πόνο ή την χαρά τους. Ίσως μέσα από την όπερα να μας δίνεται η ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε τον ψυχικό μας πλούτο και να γευτούμε, έστω για λίγο, την δύναμη της εξιδανικευμένης αγάπης, σε μια εποχή που το συναίσθημα τελεί υπό εξαφάνιση.

Όλα αυτά όμως τα μηνύματα και συναισθήματα δεν θα μπορούσαν να μεταδοθούν στο κοινό χωρίς την κατάλληλη μουσική και σκηνοθεσία. Έτσι, η κλασική μουσική ισορροπεί άρτια ανάμεσα στην ένταση και τη γαλήνη, την μεγαλοπρέπεια και την λιτότητα, την πολυπλοκότητα και την απλότητα. Κι αυτό επιτυγχάνεται εφόσον κάθε όργανο επιμελείται τις συγχορδίες και τους χρωματισμούς, που του πρέπουν, για να έρθει να ταιριάξει με τις μελωδίες των υπολοίπων οργάνων, υπό την καθοδήγηση του μαέστρου. Δημιουργείται έτσι ένα «βελούδινο χαλί», πάνω στο οποίο θα εναποτεθούν με ασφάλεια οι φωνές. Οι δε μελωδίες των χορωδών «σφιχταγκαλιάζονται» σε απόλυτη αρμονία, αφήνοντας στις αδαμάντινες φωνές των σολίστ χώρο για να ξεδιπλώσουν την δεξιοτεχνία τους. Παράλληλα, το στήσιμο κι η έκφραση των ερμηνευτών τηρούν ευλαβικά τους κανόνες του μέτρου και του ανεπιτήδευτου. Σπουδαίο επικουρικό ρόλο στο στήσιμο της πλοκής έχουν φυσικά τόσο το σκηνικό όσο και τα εντυπωσιακά κοστούμια, καθώς διαμορφώνουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα και ενισχύουν τις ερμηνείες των συντελεστών.

Η μαγεία εντούτοις, δεν βρίσκεται στην τεχνική, αλλά στην λυρικότητα. Οι νότες από μόνες τους θα ήταν άχρηστες ως εργαλεία, η δε μουσική άψυχη και ενίοτε δυσνόητη. Κι αυτό γιατί, η κλασική μουσική παραμένει πάντα επίκαιρη ακριβώς επειδή δίνει στους ερμηνευτές της εκπληκτικές ερμηνευτικές δυνατότητες. Η επιτυχία συνίσταται στην εξασφάλιση άρτιας τεχνικής, ώστε ναι μεν το συναίσθημα να πλημμυρίζει την ψυχή του ερμηνευτή, αλλά και να μεταδίδεται στο κοινό χωρίς υπερβολή και κατ’επέκταση παραφωνίες. Αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς αν ακούσει την ερμηνεία της Μαρίας Κάλλας στην άρια «Vissi d’arte»: ο πόνος ξεχειλίζει, ενώ η φωνή είναι διαυγής, χωρίς φανφάρες. Κατά συνέπεια, ακόμη και κάποιος που δεν έχει σπουδάσει μουσική, μπορεί να παρασυρθεί από την θεία της φωνή, το μέσο με το οποίο καταθέτει την ίδια της την ψυχή.

Συνοψίζοντας, η όπερα αποτελεί ύμνο στην ανθρώπινη φύση, εξαίροντας την αγάπη, τα συναισθήματα, την συμπόνοια. Συγχρόνως όμως, έχει παιδευτικό χαρακτήρα, αφού επισημαίνει τις συνέπειες των ανήθικων συμπεριφορών και προτρέπει στην αρετή, εστιάζοντας στην κοινή γνώμη και τις κρατούσες αντιλήψεις. Γαληνεύει με την μουσική την ψυχή, ενώ την προετοιμάζει να αναζητήσει και να βιώσει γνήσιες συναισθηματικές εμπειρίες. Αποτελεί λοιπόν μια γνήσια μορφή ψυχαγωγίας για μικρούς και μεγάλους, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου και δεν πρέπει να αποτελεί αγαθό μόνο της ελίτ. Για αυτούς τους λόγους, η παρακολούθηση μιας τέτοιας παράστασης είναι μια ευκαιρία μας να ολοκληρωθούμε σαν προσωπικότητες. Και μην ξεχνάμε ότι το κόστος πια δεν είναι απαγορευτικό, ιδίως για παιδιά και φοιτητές. Γιατί να μην αφιερώσετε λοιπόν ένα Κυριακάτικο απόγευμα στην όπερα;


Αγγελική Κωνσταντάρα

Γεννήθηκε το 2001 στην Πάτρα, όπου και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπουδάζει στην Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η επιλογή της σχολής αυτής είναι σε αρμονία με τα ενδιαφέροντά της, καθώς έχει συμμετάσχει σε συνέδρια προσομοίωσης επιτροπών του Ο.Η.Ε (MUN), της Unesco αλλά και σε προσομοίωση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ICJ) σε ρόλο δικαστή αλλά και συνηγόρου. Της αρέσει επίσης να συμμετέχει σε ρητορικά αγωνίσματα, όπως το debate. Στον ελεύθερό της χρόνο, απολαμβάνει να παίζει πιάνο, να ταξιδεύει και να παρακολουθεί ταινίες, ενώ η χορωδία είναι το δεύτερό της σπίτι.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ