Του Γιώργου Αγγελίδη,
Μου αρέσει να λέω ιστορίες. Θα έλεγες πως είμαι από τους ανθρώπους που παίρνουν το «τόσο» και το κάνουν «τοοοόσο» – σίγουρα όσοι με ξέρουν, λίγο ή περισσότερο, θα συμφωνήσουν με αυτό-. Τα πάντα γύρω μας μπορούν να αποκτήσουν αφηγηματικό ενδιαφέρον, ανάλογα με το πώς θα τα φωτίσεις και το πώς θα τα φορτίσεις. Το μικρόβιο αυτό, το κόλλησα αδιαμφισβήτητα από τον παππού μου, τον οποίο θυμάμαι να μου λέει ιστορίες απ’ την πρώτη στιγμή που η μνήμη μου άρχισε να «γράφει». Μάλιστα, όχι μόνο έλεγε ιστορίες, αλλά τις προσάρμοζε συχνά ανάλογα με την περίσταση, ώστε να φαίνονται πλασμένες για να ειπωθούν εκείνη τη στιγμή. Έχω πει πολλές φορές ότι ο παππούς μου είναι ένας από τους βασικούς λόγους που άρχισα να γράφω κι εκείνος που με «καθοδήγησε» στα πρώτα μου συγγραφικά βήματα. Εκείνος που με έμαθε να γράφω. Πέρα από αυτό, όμως, είναι ο άνθρωπος που με έμαθε να αναδομώ και να «παραμορφώνω» την πραγματικότητα, βασικό στοιχείο σε κάθε συγγραφικό είδος, πόσο μάλλον σε εκείνο από το οποίο ξεκίνησα: το fantasy. Όσο περίεργο κι αν ακουστεί, οτιδήποτε έχω γράψει μέχρι στιγμής είναι μια «ανάπλαση» πραγμάτων που μου έχουν συμβεί, έχω βιώσει ή έχω ακούσει, ακόμη και η «Αυτοκρατορία του Φεγγαριού», και πηγάζουν όλα από την αρχική και πηγαία μου ανάγκη, την ανάγκη να λέω ιστορίες.
Το συγγραφικό μου ταξίδι μέχρι στιγμής δεν θα έλεγα πως έχει υπάρξει εύκολο – ποιο ταξίδι προς κάποιο όνειρο είναι, άλλωστε-; Κι είναι ακριβώς οι αχτίδες επιτυχίας που το έχουν κάνει δυσκολότερο, όταν αναπόφευκτα έρχονται σε σύγκριση με περιόδους αδρανείς, περιόδους «αποτυχίας»· το τελευταίο μέσα σε εισαγωγικά διότι τα πάντα είναι υποκειμενικά, στην προκειμένη μιλάω για το πώς ένιωθα εγώ.
Το ταξίδι μου ξεκίνησε με πολλές απορρίψεις είτε λόγω ηλικίας (ήμουν ανήλικος ακόμη) είτε λόγω είδους (δύσκολα τότε εκδιδόταν βιβλίο fantasy από Έλληνα συγγραφέα). Αρκετές απορρίψεις μετά την πρώτη μου απόπειρα για έκδοση της ήδη ολοκληρωμένης τριλογίας «Η Αυτοκρατορία του Φεγγαριού», η έκδοση του πρώτου της μέρους το 2015, κατόπιν διάκρισης μου σε συγγραφικό διαγωνισμό του τότε εκδοτικού μου, με γέμισε αναμφίβολα χαρά. Αυτό που ακολούθησε ήταν κάτι μαγικό, κάτι που ποτέ δεν θα περίμενα. Συνεντεύξεις στην τηλεόραση και στον τύπο, τίτλοι όπως «Ο 19χρονος συγγραφέας» και «Ο Γιώργος Αγγελίδης έγραψε το Ελληνικό Χάρι Πότερ» με έκαναν να ίπταμαι στα ουράνια. Ήμουν τυχερός που είχα πλάι μου τη μητέρα μου να με κρατάει προσγειωμένο, διότι λόγω ηλικίας θα ήταν υπερβολικά εύκολο να πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Και διπλά τυχερός, όταν η συνέχεια δεν υπήρξε τόσο αισιόδοξη.
Η μη-ανατύπωση του εξαντλημένου πρώτου βιβλίου αλλά και η απόφαση του εκδοτικού να μην εκδώσει το επόμενο βιβλίο παρά την επιτυχία του πρώτου και το «όνομα» που είχε αρχίσει σταδιακά να χτίζει, οδήγησαν σε μια περίοδο αδράνειας. Σαφώς, πίστευα στο βιβλίο μου και ήξερα πως ο χρόνος κυλούσε αντίστροφα. Τα πράγματα στις μέρες μας τρέχουν τόσο γρήγορα που κάτι που σε «ενδιαφέρει» σήμερα, το πιθανότερο είναι πως θα έχει ξεχαστεί ως αύριο. Ακόμη κι ένας ήδη-αναγνώστης, όση αγωνία κι αν έχει να μάθει τη συνέχεια μιας ιστορίας, γυρνάει σελίδα μετά από κάποιο καιρό. Παρά τις προσπάθειες μου, βέβαια, δεν κατάφερα να βρω εκδοτικό –είναι δύσκολο να εκδοθεί από άλλον εκδοτικό οίκο μια σειρά, της οποίας το πρώτο μέρος έχει εκδοθεί τόσο πρόσφατα από άλλο εκδοτικό– και μετά από κάποιους μήνες το πήρα απόφαση πως το ταξίδι της «Αυτοκρατορίας» είχε λάβει τέλος.
Το επόμενο μου συγγραφικό βήμα το έκανα το 2017, όταν ανέβηκε στο θέατρο το πρώτο μου θεατρικό έργο, το κοινωνικό δράμα με τίτλο Δικός Σου. Η παράσταση πήγε ανέλπιστα καλά στον σύντομο κύκλο της, όντας sold out σε κάθε σχεδόν ανέβασμά της και χαρίζοντας μας το βραβείο κοινού στα Queer Theatre Awards της χρονιάς. Σαφώς, μέχρι τότε ο 19χρονος συγγραφέας είχε προ πολλού ξεχαστεί. Δεν υπήρχε καμία συσχέτιση με την «Αυτοκρατορία» κι έτσι δεν μπορούσα να περιμένω ότι την ίδια χρονιά θα βρίσκονταν στο δρόμο μου οι Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, οι οποίες όχι μόνο θα πίστευαν στην «Αυτοκρατορία» όσο εγώ, αλλά θα την οδηγούσαν μέχρι τη γραμμή τερματισμού.
Είναι γεγονός πως ο κεραυνός δεν χτυπάει ποτέ δύο φορές στο ίδιο σημείο. Έτσι η «Αυτοκρατορία» δεν έκανε το ίδιο «μπαμ» με την προηγούμενη φορά. Ωστόσο ούτε εγώ ούτε ο εκδοτικός εγκαταλείψαμε την προσπάθεια, με «ιδιαίτερες» παρουσιάσεις και πρωτότυπο προωθητικό υλικό, και σταδιακά η «Αυτοκρατορία» έχτισε ένα πιστό αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή, μάλιστα, είναι έτοιμη να διεκδικήσει κι ένα νέο κοινό, καθώς μεταφράστηκε στα Αγγλικά με τον τίτλο «Estelarion» και ήδη κυκλοφορεί στο εξωτερικό, σε ηλεκτρονική αλλά και έντυπη μορφή.
Παράλληλα, γράφω καινούργια βιβλία σε πληθώρα ειδών αλλά και θεατρικά έργα και κινηματογραφικά σενάρια. Μάλιστα, το σενάριο μικρού μήκους τρόμου “Cicada”, ενώ δεν διακρίθηκε στον Ελληνικό διαγωνισμό για τον οποίο και το έγραψα, έχει αποσπάσει πολλά βραβεία στο εξωτερικό και εκδόθηκε στο Los Angeles. Για ακόμη μια φορά η πορεία ήρθε να μου αποδείξει πως καμία «απόρριψη» ή «αποτυχία» δεν πρέπει να μας πτοεί. Αν αγαπάμε αυτό που κάνουμε, θα συνεχίσουμε να το κάνουμε, όσες δουλειές κι αν χρειάζεται να κάνουμε παράλληλα μέχρι να «πετύχουμε» σε αυτό, όσα «έργα» κι αν παραμένουν για καιρό στο συρτάρι μας, και όσες φορές κι αν χρειαστεί να «οπισθοχωρήσουμε» για ανασυγκρότηση. Αυτή την περίοδο ετοιμάζω ένα βιβλίο τρόμου με τίτλο «Στίγμα», βασισμένο στο ομώνυμο σενάριο μου το οποίο μόλις ξεκίνησε την πορεία του σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ και διαγωνισμούς, ενώ παράλληλα ετοιμάζω μια θεατρική παράσταση, στο είδος του ψυχολογικού θρίλερ. Δεν σταματάω να γράφω γιατί αν το έκανα δεν θα ήμουν εγώ.