Της Κατερίνας Μαργαριτίδου,
Δύο αιώνες από την έναρξη της επανάστασης του 1821, που επηρέασε καταλυτικά τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά σε όλο τον ευρωπαϊκό, είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για αναστοχασμό και κατανόηση της θυελλώδους εκείνης περιόδου.
Τα πρόσωπα και τα γεγονότα που όρισαν εν πολλοίς τα κοινωνικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία εκδηλώθηκε η Επανάσταση είναι καίρια και κρίσιμα, νευραλγικής σημασίας είναι, και η γενικότερη ιστορική συγκυρία μέσα στην οποία κυοφορήθηκε το επαναστατικό πνεύμα, που αγκάλιασε σχεδόν όλα τα κοινωνικά στρώματα και τις οικονομικές δυνάμεις του Ελληνισμού, αν και είχαν διαφορετικές και αντικρουόμενες μεταξύ τους βλέψεις και συμφέροντα, συναινούσαν ανεπιφύλακτα και ομοθυμαδόν στο ένα και κύριο, στην αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.
Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε πρώτα στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες το Φεβρουάριο του 1821 υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και ταυτόχρονα εκδηλώθηκε και στον κυρίως ελληνικό χώρο. Το 1822 είχε εδραιωθεί εδαφικά στην Πελοπόννησο, τη Στερεά και σε πολλά νησιά του Αιγαίου. Στα χρόνια που ακολούθησαν η επανάσταση πέρασε διάφορες φάσεις και το 1825 κινδύνευσε σοβαρά με την επέμβαση των Αιγυπτίων. Τέλος, το 1827, μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου και την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ένα τμήμα του ελληνικού χώρου ελευθερώθηκε και δημιουργήθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος.
Πιο συγκεκριμένα Η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, ή κατ’ άλλους η ανάδυση του ελληνικού εθνισμού εντοπίζεται κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, περί τον 13ο έως 15ο αιώνα αλλά οι απαρχές του ελληνικού εθνικού κινήματος που οδήγησε στην Επανάσταση εμφανίζονται πολλούς αιώνες αργότερα, στην ώριμη φάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Την περίοδο αυτή, η διάδοση της παιδείας συνοδεύτηκε με τη διάδοση -αρχικά μεταξύ των Ελλήνων που ζούσαν στις παροικίες της Δυτικής Ευρώπης και είχαν φιλοδυτικό προσανατολισμό της ιδέας της ύπαρξης ενός ελληνικού έθνους που συνδεόταν με την αρχαία Ελλάδα και δικαιούταν χωριστή πολιτική ύπαρξη. Μία από τις οργανώσεις που δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα ήταν η Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τρεις Έλληνες εμπόρους με σκοπό την προετοιμασία μιας ελληνικής επανάστασης. Οι Φιλικοί είχαν αρχικά περιορισμένη επιτυχία, οικειοποιούμενοι, όμως, μια παράδοση ορθόδοξων προφητειών για την ανασύσταση της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αφήνοντας να εννοηθεί ότι είχαν τη στήριξη της τσαρικής Ρωσίας, κατάφεραν εν μέσω μιας κρίσης της εμπορικής ναυτιλίας, από το 1815 και εξής, να προσεταιριστούν τα παραδοσιακά ελληνορθόδοξα στρώματα.
Τον Φεβρουάριο του 1821 ο αρχηγός της Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, εισέβαλε στη Μολδοβλαχία, ενώ τον επόμενο μήνα οι Φιλικοί δημιούργησαν επαναστατικές εστίες από τη Μακεδονία ως την Κρήτη. Οι επαναστάτες αφορίστηκαν από τη σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά οι οθωμανικές αρχές προχώρησαν σε σφαγές αμάχων και εκτελέσεις προυχόντων, συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Η εκστρατεία του Υψηλάντη απέτυχε και σε σύντομο χρονικό διάστημα τα οθωμανικά στρατεύματα έσβησαν τις περισσότερες από τις επαναστατικές εστίες της ηπειρωτικής Ελλάδας, όμως οι επαναστάτες κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου.
Τα επόμενα δύο χρόνια οι Έλληνες νίκησαν τις στρατιές που έστειλε εναντίον τους ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, οργανώθηκαν πολιτικά και συνέστησαν προσωρινή κεντρική διοίκηση, η οποία επέβαλε την εξουσία της στους επαναστατημένους μετά από δύο εμφυλίους πολέμους. Οι οθωμανικές δυνάμεις με τη συνδρομή του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά την επανάσταση, αλλά η πτώση του Μεσολογγίου, το 1826, σε συνδυασμό με το κίνημα του Φιλελληνισμού, συνέβαλαν στη μεταβολή της διπλωματικής στάσης των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν αντιμετωπίσει με δυσαρέσκεια το ξέσπασμα της επανάστασης. Η διπλωματική ανάμιξη της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και η ένοπλη παρέμβασή τους με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, τη γαλλική εκστρατεία του Μοριά και το ρωσοτουρκικό πόλεμο συνέβαλαν στην επιτυχή έκβαση του αγώνα των Ελλήνων, αναγκάζοντας την Πύλη να αποσύρει τις δυνάμεις της αρχικά από την Πελοπόννησο και έπειτα από τη Στερεά Ελλάδα.
Το 1827 επιλέχτηκε ως πρώτος Κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας ο Ιωάννης Καποδίστριας, που ως τη δολοφονία του το 1831 ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση στο εσωτερικό και την προώθηση των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό. Από το 1827 και εξής συνομολογήθηκε μια σειρά συνθηκών και τελικά η ελληνική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Τα σύνορα του νέου κράτους οριστικοποιήθηκαν το 1832 στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και αναγνωρίστηκαν τον ίδιο χρόνο με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης. Μετά από χίλιες μάχες και μεγάλες ανθρώπινες απώλειες, το κράτος που προέκυψε ήταν περιορισμένο εδαφικά δίχως να περιλαμβάνει όλα τα εδάφη που κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς. Ως πολίτευμα καθορίστηκε η μοναρχία, και μετά την άρνηση τού Σάξονα πρίγκιπα του Οίκου της Σαξονίας-Κόμπουρκ Λεοπόλδου, βασιλιάς διορίστηκε ο Βαυαρός πρίγκηπας Όθωνας.
Η Ελληνική Επανάσταση ήταν η μόνη από τις φιλελεύθερες επαναστάσεις των ετών 1820-1822 που ευοδώθηκε. Έτσι, τη δεκαετία του 1820 η Ελλάδα έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού και προκάλεσε το κίνημα του Φιλελληνισμού ενώ το ελληνικό ζήτημα απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία επί δώδεκα χρόνια. Παρέσυρε τις κυβερνήσεις Μεγάλων Δυνάμεων να ενδιαφερθούν θετικά για την τύχη της, να συνεργαστούν και να υπογράψουν Πρωτόκολλα και Συνθήκες για την αίσια έκβασή της, σε αντίθεση με την τότε πολιτική τους. Απετέλεσε, έτσι, ισχυρό πλήγμα για το καθεστώς της Ιεράς Συμμαχίας και σήμανε το θρίαμβο της αρχής των εθνοτήτων.[Καθώς ο γλωσσικός εξελληνισμό των αλλόφωνων εγγράμματων ορθοδόξων άρχισε να ταυτίζεται με την πολιτική υποστήριξη του νέου κράτους, εντάθηκε η άνοδος των εθνικισμών των υπόλοιπων βαλκανικών λαών.
Γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα. Είναι φοιτήτρια στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και παράλληλα σπουδάστρια στην ιδιωτική σχολή δημοσιογραφίας του Αnt1MediaLab. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με την έρευνα πάνω στο τομέα της ιστορίας και με την συγγραφή κειμένων.