Της Δέσποινας Κάντα,
Η Ελλάδα εξακολουθεί, από το 2015 μέχρι σήμερα, να δέχεται πλήθος προσφύγων και μεταναστών στα νησιά του Β. Αιγαίου και τον Έβρο, μέσω της Τουρκίας. Μόλις το μήνα Οκτώβριο οι πρόσφυγες και μετανάστες που κατέφθασαν σε ελληνικά εδάφη ανέρχονται στους 6.850, με τη Μυτιλήνη, τη Σάμο και τη Χίο να έχουν βρεθεί στο επίκεντρο των μεταναστευτικών ροών. Αυτό απ΄ ότι φαίνεται όμως αποτελεί την κορυφή του «παγόβουνου», αφού για τους πρώτους δέκα μήνες του 2019, οι αριθμοί αυτοί ξεπέρασαν συνολικά τους 52.000. Τα προηγούμενα χρόνια, ξεκινώντας από το 2015, η Ελλάδα ήρθε αντιμέτωπη με την έλευση κατά προσέγγιση 850.000 μεταναστών, το 2016 δέχτηκε σχεδόν άλλους 175.000, το 2017 περισσότερους από 30.000 και για το 2018 σχεδόν 49.000 ακόμα. Την περίοδο Ιανουαρίου 2015 – Μαΐου 2018, εκτιμάται πως έχουν καταφτάσει στην Ελλάδα περίπου 1.080.650 πρόσφυγες και μετανάστες. Σε διαδοχικές προσπάθειες αποσυμφόρησης των νησιών αυτών η ελληνική κυβέρνηση ή προωθεί τους μετανάστες που έχουν εγκλωβιστεί στα κέντρα φιλοξενίας στην ενδοχώρα, ή αιτείται την μεταφορά τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ή έχει σκοπό την επαναπροώθησή τους πίσω στα τουρκικά εδάφη.
Τα ζητήματα που υπάρχουν είναι δύο. Αφενός πότε θα σταματήσει να υπάρχει ροή μεταναστών στα ελληνικά νησιά και αφετέρου πώς -όσοι μείνουν τελικά στην Ελλάδα- θα αφομοιωθούν από την ελληνική κοινωνία. Δυστυχώς, η αλήθεια είναι πως για το πρώτο ερώτημα δεν υπάρχει χρονικός ορίζοντας όσον αφορά τη πλήρη διακοπή των μεταναστευτικών ροών. Ιδιαίτερα όσο συνεχίζονται οι ένοπλες συγκρούσεις, όσο η τουρκική πλευρά εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τον ανθρώπινο πόνο ως διαπραγματευτικό χαρτί και όσο οι ευρωπαϊκές χώρες είτε έχουν κλειστές τις πόρτες τους, είτε δέχονται μετανάστες υπό ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις, η ελληνική πλευρά είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίζει χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια το μεταναστευτικό, αν και είναι χώρα που δεν έχει με οποιονδήποτε τρόπο εμπλακεί στη δημιουργία συνθηκών που οδηγούν στις ροές αυτές.
Για όσους παραμείνουν στην Ελλάδα τελικά, θα πρέπει να εξετάσουμε πολιτικές αφομοίωσης. Ακόμα και αν πολλοί (πρόσφυγες, μετανάστες και Έλληνες) είναι αντίθετοι με το να παραμείνουν ή να μετεγκατασταθούν στην ενδοχώρα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, πρώτον και κύριον, ότι είναι μια πραγματικότητα και δεύτερον ότι έρχεται χειμώνας. Αν δημιουργούνται προβλήματα στα νησιά τώρα, που ακόμα ο καιρός είναι καλός, υπάρχει πρόγραμμα σίτισης, υπάρχουν δομές -έστω και όπως υπάρχουν- μπορούμε όλοι να φανταστούμε τι θα σημαίνει η περαιτέρω παραμονή όσων φιλοξενούνται ήδη στα κέντρα υποδοχής και η ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση αυτών των δομών φιλοξενίας με νέες αφίξεις, αφού ήδη στεγάζουν πολύ μεγαλύτερο αριθμό από αυτόν που υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να συντηρήσουν, αλλά και τι εντάσεις θα υπάρξουν από τους κατοίκους των νησιών. Ο χρόνος και ο καιρός πιέζουν. Αυτή τη στιγμή, εφόσον ούτε η προώθηση των προσφύγων/μεταναστών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι ακόμα εφικτή, αλλά ούτε η επαναπροώθηση τους στα τουρκικά εδάφη, το μόνο ρεαλιστικό σενάριο είναι η εγκατάσταση των αιτούντων ασύλου σε δομές φιλοξενίας στην ενδοχώρα. Το ζήτημα που έχει προκύψει στην πραγματικότητα είναι η ισομερής κατανομή του αριθμού των ατόμων που θα μεταφερθούν και η αναλογία πληθυσμών γηγενών και προσφύγων/μεταναστών. Δυστυχώς, πλήρης αφομοίωση τους μόνο ο χρόνος θα μπορέσει να δείξει αν θα γίνει. Οφείλουμε ωστόσο, ακόμα και αν τελικά καταφέρουμε ως χώρα να προωθήσουμε ένα μεγάλο μέρος όσων ανθρώπων φιλοξενούνται εδώ προς την Ευρώπη ή την Τουρκία, να προσφέρουμε όσο το δυνατόν περισσότερο αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, παράλληλα όμως με την άσκηση πίεσης για την υποδοχή επιπλέον προσφύγων και μεταναστών σε άλλες χώρες. Η Ασία στο σύνολό της είναι μια ήπειρος που ακόμα έχει σοβαρά προβλήματα τόσο ως προς το θρησκευτικό κομμάτι, όσο και ως προς τις σχέσεις των λαών και των κρατών που την απαρτίζουν. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, πέρα από πρόσφυγες που προέρχονται από χώρες όπως η Συρία, συναντάμε και, οικονομικούς κυρίως, μετανάστες από το Ιράκ, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και άλλες χώρες. Σκοπός της ελληνικής πλευράς θα πρέπει αρχικά να είναι ο διαχωρισμός μεταξύ του ποιοι θα μεταφερθούν (ίσως και κατόπιν δικού τους αιτήματος) σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ποιοι θα επιστρέψουν στην Τουρκία και ποιοι πίσω στις χώρες από όπου προήλθαν. Ύστερα θα μπορέσει να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος για ποιες πολιτικές θα ακολουθήσουμε ώστε να αφομοιωθούν οι άνθρωποι που θα μείνουν εδώ. Φυσικά και εξετάζοντας τις μεθόδους αφομοίωσης, η ένταξη των προσφυγόπουλων στα ελληνικά σχολεία είναι ένα από τα πιο καλύτερα -και ανώδυνα- σενάρια, αφού τουλάχιστον σε τέτοιο επίπεδο, δύσκολα θα συναντήσουμε εκδήλωση ρατσιστικών φαινομένων σε αυτήν την ηλικία.
Εξετάζοντας σε δεύτερο χρόνο την αφομοίωση των ενηλίκων, θα πρέπει να μιλήσουμε για ένταξή τους στην εργασία προς αποφυγή δημιουργίας μιας νέας τάξης ανθρώπων που ζουν και συντηρούνται με τη βοήθεια επιδομάτων. Ακόμα ένας λόγος που η εργασία καθίσταται ζήτημα μείζονος σημασίας είναι η εκδήλωση παράνομων συμπεριφορών που οι συνθήκες δημιουργούν και όχι η καταγωγή. Με δεδομένο ότι όλοι όσοι διαμένουν σε ελληνικά εδάφη θα πρέπει κάπως να συντηρούνται, εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό είτε μέσω επιδομάτων από το ελληνικό κράτος (με ότι αυτό συνεπάγεται για τη φορολογική επιβάρυνση του πολίτη), είτε μέσω της ένταξης των μεταναστών/προσφύγων στη εργασιακή αγορά, μπορούμε όλοι να καταλάβουμε πώς η ανάγκη και η απόγνωση θα οδηγήσει τον άνθρωπο σε έκνομες ενέργειες. Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει να εργαστούν και δη στον κλάδο της παραγωγής. Αμυντικές βιομηχανίες, βιοτεχνίες ξυλουργείας, ταπητουργίας, σιδηρουργίας, οτιδήποτε μπορεί να δημιουργηθεί ώστε να ικανοποιήσει από τη μια την ανάγκη για εργασία, να αποτρέψει τον κίνδυνο επιβάρυνσης του φορολογούμενου και να βάλει και πάλι στο επίκεντρο τον τομέα της παραγωγής (και των εξαγωγών) στην Ελλάδα, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι θα απασχολούνται μόνο πρόσφυγες/μετανάστες στις βιομηχανίες αυτές. Αντιδράσεις θα υπάρξουν. Είναι ζήτημα πολιτικής ηγεσίας το να προβλεφθούν και να αποφευχθούν τα χειρότερα είτε ως προς την οικονομία, είτε ως προς την ασφάλεια των πολιτών.
Τέλος, θα πρέπει να είναι σαφής και αντιληπτή η ισχύς του νόμου και η υπεροχή αυτού πάνω από οποιαδήποτε μορφή κουλτούρας ή θρησκευτικών αντιλήψεων που δημιουργούν βαθιές ρωγμές σε κοινωνικά ζητήματα, για την ορθή επίλυση των οποίων, οι λαοί της Ευρώπης έδωσαν σημαντικές μάχες μέχρι να εδραιωθούν και να τα θεωρούμε εμείς σήμερα “δεδομένα”. Όπως όλοι οι Ευρωπαίοι που έχουν ταξιδέψει σε μουσουλμανικές χώρες, προσαρμόζονται στα δεδομένα των λαών, καθαρά λόγω σεβασμού προς την κουλτούρα και τη θρησκεία τους, έτσι και όσοι έρχονται σε χώρες με διαφορετικές κουλτούρες οφείλουν -εφόσον υπάρχει το δικαίωμα στην ανεξιθρησκεία- να μην μπερδεύουν τη θρησκευτική πίστη με κοινωνικά ζητήματα όπως η ισότητα των φύλων και κοινωνικά προβλήματα, όπως η ενδοοικογενειακή βία κ.ο.κ. Γίνεται μια σημαντική προσπάθεια ώστε να κάνουμε στροφή προς τη βελτίωση των προβλημάτων αυτών, που ήδη έχει ως ένα βαθμό η ελληνική κοινωνία από μόνη της. Σκοπός δεν είναι να “γυρίσουμε πίσω” στην πρόοδο που έχουμε κάνει, αλλά να θέσουμε ως κοινό στόχο -για Έλληνες και πρόσφυγες/μετανάστες- τη βελτίωση.
Το να εκδιωχθούν εκ νέου όλοι όσοι έχουν φτάσει στα ελληνικά εδάφη είτε μέσω θαλάσσιων, είτε μέσω χερσαίων οδών είναι ουτοπικό. Αυτό που πρέπει να επιδιώξουμε είναι η ίση αναλογική κατανομή στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η επαναπροώθηση όσων δεν δικαιούνται άδεια παραμονής και δεν έχει γίνει ταυτοποίηση στοιχείων πίσω στην Τουρκία ή στις χώρες προέλευσης τους και η αφομοίωση όσων τελικά θα μείνουν στην Ελλάδα.