Της Ρένας Δανατζή,
Ο ΛΕΞ είναι γέννημα θρέμμα Θεσσαλονίκης και αν κάποιος δε γνωρίζει τη μουσική του και τον πετύχει στο δρόμο, δε θα δει τίποτα να «φωνάζει» στην εμφάνισή του ότι είναι ράπερ ή τέλος πάντων ό,τι είναι ράπερ, όπως αντιλαμβάνεται την έννοια του όρου σήμερα ένας μέσος νέος.
Μιλώντας για ραπ και τραπ, έχουν δημιουργηθεί ατελείωτοι διάλογοι για το ποια πλευρά είναι αυθεντική, ποια έχει θέση στην Ελλάδα του 2019, ποια είναι εμπορική και πολλά ακόμα ζητήματα, τα οποία, μάλλον, παραμένουν αδιευκρίνιστα και χάνονται σε ατέρμονες συζητήσεις ή καυγάδες, αφού το συγκεκριμένο είδος μουσικής γεννήθηκε και μεγάλωσε «στους δρόμους».
Στους στοίχους του ΛΕΞ δε θα ακούσεις για λεφτά, ακριβά ναρκωτικά και κατάκτηση κορυφής. Θα μπορέσεις, όμως, πολύ εύκολα να κάνεις εικόνα όλα όσα περιγράφει, με τρόπο άλλοτε απλό και ωμό και άλλοτε λίγο πιο καυστικό.
Το αστικό 27 που περνάει από τη Σταυρούπολη, οι άνθρωποι που παλεύουν καθημερινά για τα προς το ζην, η δυσκολία να βρεις τον αληθινό έρωτα, τα συνήθη ναρκωτικά στα οποία στρέφονται πολλοί νέοι προσπαθώντας να ξεφύγουν από τα προβλήματά τους, τα εμπόδια που συναντάει κανείς στην προσπάθειά του να αγγίξει τα όριά του, είναι κάποια πράγματα από τα οποία εμπνέεται για να δημιουργήσει τραγούδια.
Ο ΛΕΞ μου δίνει την εντύπωση ότι περπατώντας στη νύφη, όπως την αποκαλεί, παρατηρεί την κάθε λεπτομέρεια και με έναν εντελώς ανεξήγητο, αλλά πολύ γοητευτικό τρόπο, μεταφέρει κάθε φορά τον παλμό της στα τραγούδια του.
Μας έχει πει ξεκάθαρα μέσα από τους στίχους του το ποιος είναι, τι ζητάει από τη ζωή του, πόσες φορές έπιασε τον απόλυτο πάτο, ποιοι ήταν δίπλα του, τι αγαπάει και τι δε θέλει να βλέπει πια. Είναι ο Αλέξης, που όσο και να θέλει να μείνει μακρυά από τα φώτα και τη δημοσιότητα, μας έχει βοηθήσει να τον μάθουμε καλά. Να σιγοτραγουδάμε τους στίχους του, ακόμα κι αν δεν ταυτιζόμαστε απόλυτα μαζί του.
Και όλα αυτά επειδή ο ΛΕΞ δεν έγραψε ποτέ για να γίνει πλούσιος ή διάσημος. Έγραψε γιατί ήθελε να μιλήσει για την πολιτική διαφθορά, για την ελαφρότητα της εποχής, για τη δύσκολη καθημερινότητα των ανθρώπων, για τα ξεσπάσματα ξενοφοβίας και ρατσισμού. Και το έκανε πατώντας πάνω σε μία γραμμή. Πάντοτε το ίδιο ύφος, η ίδια λογική, το ίδιο συναίσθημα.
Ίσως, όπως έχει πει, να νιώθει μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης για τα «δικά τους παιδιά». Όμως, ο ΛΕΞ κατάφερε να κατακτήσει ένα τόσο μεγάλο κοινό επειδή τραγούδησε για όσα βλέπει καθημερινά και όσα τον απασχολούν. Δεν επινόησε εντυπωσιακές καταστάσεις και εμπειρίες για να αρέσουν στα αυτιά των ακροατών. Ίσως και να μην τον ενδιέφερε, άλλωστε.
Στα τραγούδια του, βρίσκουμε μικρά κομμάτια του εαυτού μας. Όλοι όσοι έχουμε ακούσει έστω ένα τραγούδι του, ξέρουμε πως τα αδέρφια του δεν έχουν «τίποτα στον κόσμο» σαν κι εκείνον, ότι στη σημερινή εποχή είμαστε «πού και πού ευτυχισμένοι σαν λοβοτομημένοι», ότι εκεί έξω υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που νιώθουν «ταπεινοί και πεινασμένοι» και κυρίως, ότι ο ΛΕΞ έχει το ταλέντο να μεταφέρει σε έξυπνους στίχους όλα όσα μας πνίγουν. Όλα όσα θέλουμε να καταγγείλουμε, να αλλάξουμε, να σταματήσουμε να ανεχόμαστε, αλλά δε βρίσκουμε τον τρόπο.