18.1 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΤο δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα

Το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα


Της Γεωργίας Παγιαβλά,

Στο παρόν κείμενο θα πραγματοποιηθεί μια σύνοψη της έρευνας, που δημοσίευσε το 2019 ο Οργανισμός Έρευνας και Ανάλυσης «διαΝΕΟσις», που καταγράφει την εικόνα του δημογραφικού προβλήματος, ενός θέματος που έχει απασχολήσει έντονα το δημόσιο διάλογο στη χώρα μας και που θα συνεχίσει να απασχολεί και τις επόμενες δεκαετίες.

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια βρίσκεται πολύ κάτω από το όριο αντικατάστασης των γενεών (2,1 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία), προσεγγίζοντας τιμές κάτω από το όριο του 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Η πτωτική τάση της γονιμότητας είχε ήδη ξεκινήσει την δεκαετία του 1960 στην Ευρώπη και γίνεται ιδιαίτερα εμφανής τις δεκαετίες 1970-1980, λόγω του αυξημένου ελέγχου της γονιμότητας από τα μέτρα αντισύλληψης και της εισαγωγής των γυναικών στην αγορά εργασία, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να καθυστερούν τη μητρότητα. Οι μελέτες εκείνης της εποχής καταλήγουν ότι είναι ένα προσωρινό φαινόμενο και αρχικά φαίνεται ότι επιβεβαιώνονται, καθώς το 1980 παρατηρείται σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης αύξηση της γονιμότητας. Έτσι, χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Ιταλία και η Ελλάδα που δεν έδειχναν σημάδια βελτίωσης, καθησυχαζόντουσαν ότι στο μέλλον θα αντιστραφεί η κατάσταση. Όμως, το 1990 η πτωτική τάση συνεχίζεται σε όλη την Ευρώπη και το φαινόμενο της ακραία χαμηλής γονιμότητας γίνεται κανονικότητα για πολλές χώρες. Το 2006 παρατηρείται μια αύξηση του ρυθμού γεννήσεων, όμως η τάση ανακόπτεται λόγω της οικονομικής κρίσης του 2008, όπου μέχρι το 2010 η γονιμότητα πέφτει ακόμα χαμηλότερα. Οι εξελίξεις αυτές έχουν οδηγήσει την Ελλάδα, με ρίζες από το 1980, σε ένα σημείο που χαρακτηρίζεται ως μη αναστρέψιμο.

Η εποχή της δεκαετίας του 1960, σε σχέση με το 2019, παρουσιάζει σημαντικές διαφορές. Αρχικά, τα οικογενειακά πρότυπα έχουν αλλάξει σημαντικά. Τότε, πραγματοποιούνταν γάμοι σε νεαρές ηλικίες με υψηλά ποσοστά γεννήσεων, ενώ τώρα παρατηρείται μια ποικιλία οικογενειακών μορφών και σχέσεων, υψηλό ποσοστό διαζυγίων και αποκοπή του θεσμού οικογένειας από την γονιμότητα. Δεύτερον, οι ρόλοι των φύλων, αν και εξελίσσονται με διαφορετικό δυναμισμό σε κάθε χώρα και περιφέρεια, είναι πολύ διαφοροποιημένοι από το 1960. Σήμερα, υπάρχει έντονη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία, αλλά λόγω της δυσανάλογης συμμετοχής των αντρών στις οικογενειακές εργασίες και στη φροντίδα των παιδιών, επιβαρύνονται διπλά (μοντέλο διπλής σταδιοδρομίας) με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η επαγγελματική σταδιοδρομία τους. Τρίτον, παρατηρείται αύξηση του αριθμού συμβίωσης εκτός γάμου και εμφανίζεται ένα νέο φαινόμενο, η ατεκνία. Έτσι, το Παραδοσιακό Μοντέλο της Οικονομικής Θεωρίας της γονιμότητας, που θεωρεί ότι οι προτιμήσεις του ατόμου είναι σταθερές, αντικειμενικοί και υλικοί πόροι δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τη γονιμότητα συναρτήσει των εξελίξεων που έχουν λάβει χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, άρα το μοντέλο της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης (ΔΔΜ) μπορεί να εξηγήσει καλύτερα τις δημογραφικές τάσεις.

Το μοντέλο της ΔΔΜ υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι, ως μέλη της οικογένειας, προσανατολίζονται σε κοινωνικές αξίες και πεποιθήσεις, οι οποίες παρακινούν τις ενέργειές τους. Με άλλα λόγια, αναδεικνύει ως καθοριστικούς παράγοντες της δημογραφικής συμπεριφοράς τις ανθρώπινες ιδέες, τις τάσεις απέναντι στην οικογένεια και τον τρόπο ζωής και όχι τις οικονομικές και υλικές συνθήκες όπως προτάσσει το Παραδοσιακό Μοντέλο. Πιο συγκεκριμένα, η σημερινή εποχή έχει μετατοπίσει το βάρος της τεράστιας συναισθηματικής και οικονομικής επένδυσης στο παιδί που χαρακτηρίζεται από κίνητρα αλτρουισμού, στην επιλογή τεκνοποίησης με κίνητρο την αυτοπραγμάτωση. Βάσει αυτού του συλλογισμού εξηγείται και η αυξανόμενη σημασία της δυάδας ενηλίκων, όπου η εστίαση της οικογένειας μεταφέρεται από τα παιδιά στο ενήλικο ζευγάρι. Παράλληλα, οι νέοι τύποι οικογένειας που έχουν εκδηλωθεί στη σύγχρονη κοινωνία είναι αποτέλεσμα της ανάγκης για αναζήτηση της ατομικής ταυτότητας, παρά τη δημιουργία οικογένειας.

Άρα τι ωθεί τελικά στη μείωση της γονιμότητας;

Η Νεοκλασική Θεωρία της γονιμότητας βασίζεται στην υπόθεση ότι η απόκτηση παιδιού είναι αποτέλεσμα μιας ανάλυσης κόστους-οφέλους και υπάρχουν δύο περιπτώσεις μείωσης της γονιμότητας, είτε λόγω έμφασης στην ποιότητα (πχ επένδυση στην εκπαίδευση του παιδιού) που αυξάνει το κόστος παιδιού, είτε στην αύξηση των μισθών που αυξάνουν το κόστος ευκαιρίας των γονιών. Η δεύτερη περίπτωση δίνει έμφαση στην αρνητική σχέση της γυναικείας απασχόλησης με την γονιμότητα. Έτσι η θεωρία προβλέπει μακροχρόνια σταδιακή μείωση της γονιμότητας, ιδιαίτερα μετά την βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης και τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, αλλά δεν φαίνεται να επαληθεύεται πλήρως για δύο λόγους. Πρώτον, ενώ η σχέση μεταξύ γυναικείας απασχόλησης και γονιμότητας ήταν αρνητική την δεκαετία του 1960, σήμερα παρατηρείται θετική σχέση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γαλλία, οι ΗΠΑ και οι Σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες παρουσιάζουν αυξημένη γονιμότητα με πολύ υψηλά ποσοστά συμμετοχής γυναικών στην απασχόληση, αντίθετα στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία παρατηρείται χαμηλή γονιμότητα και χαμηλά επίπεδα γυναικείας συμμετοχής στην απασχόληση.

Η Θεωρία της Σχετικής Οικονομικής Αποστέρησης υποθέτει ότι η γονιμότητα επηρεάζεται από τις φιλοδοξίες των παιδιών που διαμορφώνονται από το οικογενειακό οικονομικό περιβάλλον, δηλαδή παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε ευκατάστατες οικογένειες, αν είναι ενήλικες σε περίοδο κρίσης θα αναβάλουν την γονιμότητά τους έως ότου δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες. Με άλλα λόγια, η γονιμότητα συνδέεται άμεσα με τις οικονομικές δυνατότητες της εν λόγω γενεάς στα διάφορα στάδια του οικονομικού κύκλου, ένα μοντέλο που θυμίζει τη μαλθουσιανή θεωρία. Όμως, οι πρόσφατες εξελίξεις δεν φαίνεται να επαληθεύουν τη θεωρία, καθώς σε χώρες με ακραία χαμηλή γονιμότητα (Ελλάδα και Ισπανία) μικρές κοορτές αντιμετωπίζουν σωρευτικά προβλήματα που σχετίζονται με τη δημογραφία (υψηλά διαζύγια, λίγοι γάμοι και χαμηλά ποσοστά γονιμότητας).

Μια άλλη απάντηση για την γονιμότητα μπορεί να αποδοθεί στο χαμηλό ρυθμό του ΑΕΠ, την αυξανόμενη ανεργία και την υψηλή αβεβαιότητα στην αγορά εργασίας. Ως συνέπεια των δυσοίωνων μακροοικονομικών μεταβλητών, τα ζευγάρια αναβάλουν την απόκτηση παιδιών και όταν βελτιωθεί το κλίμα προσπαθούν να προλάβουν το ποσοστό αναβολής. Η οικονομική θεωρία προβλέπει ότι εν καιρώ κρίσης, το κόστος ευκαιρίας πέφτει και άρα αυξάνεται η γονιμότητα. Άρα, η γονιμότητα παρουσιάζει ανακυκλική συμπεριφορά, γεγονός που επιβεβαιώνεται εμπειρικά για τις δεκαετίες 1970 και 1980. Όμως, διαπιστώνεται ότι οι εργαζόμενες γυναίκες είναι εκείνες που αποκτούν παιδιά, παρά οι μη εργαζόμενες. Άρα, η γονιμότητα παρουσιάζει κυκλική συμπεριφορά, μια τάση που γίνεται εμφανής από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα. Επίσης, φαίνεται ότι υπάρχει θετική σχέση μεταξύ μόνιμης απασχόλησης και γονιμότητας. Όλα αυτά υποδεικνύουν ότι σήμερα, το ευνοϊκό οικονομικό κλίμα είναι καθοριστικός παράγοντας για την γονιμότητα. Όταν λοιπόν, αυξάνεται η κοινωνική και οικονομική αβεβαιότητα θα μειώνεται η γονιμότητα.

Η Ελλάδα, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, έχει εισέλθει στην παγίδα της χαμηλής γονιμότητας. Το φαινόμενο έχει εκδηλωθεί πολύ πριν την κρίση και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους φυλετικούς ρόλους, στο στενό πλαίσιο της οικογένειας και ευρύτερα στη δημόσια σφαίρα. Συγκεκριμένα, οι αρνητικές- παραδοσιακές αντιλήψεις για την οικογένεια και τους ρόλους των φύλων, σε συνδυασμό με τη δομή εργασίας που υποστηρίζει το μοντέλο του άνδρα ως κύριο εισοδηματία-προστάτη και του χαμηλού ποσοστού γυναικείας συμμετοχής στην απασχόληση. Παράλληλα, η απορρύθμιση της αγοράς, τοποθετεί τους νέους σε ένα ολοένα πιο ανταγωνιστικό, σκληρό και λιγότερο ασφαλές περιβάλλον και η προοπτική ενός παιδιού απειλεί την οικονομική τους ευημερία. Τέλος, η έλλειψη υπηρεσιών φροντίδας και τα χαμηλά επίπεδα οικονομικών παροχών και επιδομάτων και η μητρική άδεια καθιστούν δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να συνδυαστεί η μητρότητα με την απασχόληση.

Ως συνέπεια των παραπάνω, η Ελλάδα βιώνει τις χαμηλότερες ακραίες τιμές Συνολικού Δείκτη Γονιμότητας, ενώ καταγράφει τις υψηλότερες τιμές στο προσδόκιμο ζωής, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της να γερνά. Συγκεκριμένα, το 2000 οι γηραιότερες χώρες του πλανήτη εντοπίζονται στην Ευρώπη και η Ελλάδα είναι δεύτερη (μετά την Ιταλία). Το 2030, 1 στους 4 Έλληνες θα είναι άνω των 65 ετών. Επίσης, η διάμεση ηλικία του πληθυσμού το 2016 είναι 42,6 και είναι τέταρτη στην Ευρώπη. Ένας γηράσκων πληθυσμός εγείρει οικονομικά προβλήματα και απαιτεί δομικές προσαρμογές, για αυτό είναι αναγκαίο να αναθεωρηθούν οι άξονες της οικογενειακής πολιτικής και να συμπεριληφθούν όλες  διαστάσεις πολιτικής (Σχήμα 1).

Σχήμα 1: Διαστάσεις και άξονες Δημογραφικής Πολιτικής.

Γεωργία Παγιαβλά

Ξεκίνησε την πορεία της ως μαθήτρια στα «Εκπαιδευτήρια Νέα Γενιά Ζηρίδη», συνέχισε ως φοιτήτρια στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ως μεταπτυχιακή στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο «Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών», ενώ παράλληλα ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Αυτή τη περίοδο απασχολείται σε μια αστική ΜΚΟ και παράλληλα συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο.  Χόμπυ της η Λογοτεχνία και οι περίπατοι στην Αθήνα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ