14.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ εμβληματική Όπερα του Σίδνεϋ

Η εμβληματική Όπερα του Σίδνεϋ


Της Αναστασίας Παπαδά,

Η Όπερα του Σίδνεϋ αποτελεί ορόσημο όχι μόνο της πόλης, αλλά ολόκληρης της Αυστραλίας. Για πολλούς, συμπεριλαμβάνεται στα αρχιτεκτονικά θαύματα του σύγχρονου κόσμου και όχι άδικα. Κάθε χρόνο, η Όπερα προσελκύει κατά προσέγγιση 8.5 εκατομμύρια επισκέπτες, καθιστώντας την τον νούμερο ένα ταξιδιωτικό προορισμό της Αυστραλίας και ένα από τα πιο πολυσύχναστα κέντρα τέχνης στον κόσμο. Επιπλέον, δίνονται περισσότερες από 2000 παραστάσεις, 365 μέρες το χρόνο, για περισσότερο από 1.5 εκατομμύριο επισκέπτες. Μάλιστα, το 2007 συμπεριλήφθηκε στη λίστα των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Η Όπερα του Σίδνεϊ βρίσκεται στο Bennelong Point, ένα ακρωτήριο στηννότια πλευρά του λιμανιού, ανατολικά της γέφυρας του λιμανιού του Σίδνεϊ. Ονομάστηκε προς τιμήν του Bennelong, ενός από τους δύο Αβοριγίνες, ο οποίος υπηρέτησε ως σύνδεσμος μεταξύ των πρώτων βρετανών εποίκων της Αυστραλίας και του τοπικού πληθυσμού. Το 1947, ο διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σίδνεϊ, Eugene Goossens, αναγνώρισε την ανάγκη της πόλης για μια μουσική εγκατάσταση που θα ήταν έδρα όχι μόνο για τη συμφωνική ορχήστρα, αλλά και για τις όπερες και τις ομάδες μουσικής δωματίου. Η κυβέρνηση της Νέας Νότιας Ουαλίας έδωσε την επίσημη έγκριση και το 1954, συγκάλεσε μια συμβουλευτική ομάδα, την επιτροπή της Όπερας, για να επιλέξει έναν χώρο. Στις αρχές του επόμενου έτους, η επιτροπή συνέστησε το Bennelong Point.

Το 1956, η κρατική κυβέρνηση προώθησε έναν διεθνή διαγωνισμό για ένα σχέδιο που θα περιλάμβανε ένα κτίριο με δύο αίθουσες, το ένα πρωτίστως για συναυλίες και άλλες μεγάλες μουσικές και χορευτικές παραγωγές και το άλλο για δραματικές παραστάσεις και μικρότερες μουσικές εκδηλώσεις. Αρχιτέκτονες από περίπου 30 χώρες υπέβαλαν 233 συμμετοχές. Τον Ιανουάριο του 1957, η κριτική επιτροπή ανακοίνωσε τον νικητή, τον δανικής καταγωγής αρχιτέκτονα Jørn Utzon, ο οποίος κέρδισε τον διαγωνισμό με ένα δραματικό σχέδιο, παρουσιάζοντας ένα συγκρότημα από δύο κύριες αίθουσες δίπλα-δίπλα στο λιμάνι, σε ένα μεγάλο βάθρο.

Η νίκη έφερε στον Utzon διεθνή φήμη. Ωστόσο, η κατασκευή, η οποία ξεκίνησε το 1959, δημιούργησε διάφορα προβλήματα, πολλά από τα οποία οφείλονταν στην καινοτόμο φύση του σχεδίου. Τα εγκαίνια της Όπερας προγραμματίστηκαν αρχικά για την Ημέρα  Ανεξαρτησίας της Αυστραλίας, στις 26 Ιανουαρίου, το 1963, αλλά οι υπερβάσεις κόστους και οι τεχνικές δυσκολίες κατά την εκτέλεση του σχεδίου δυσχέραναν την πορεία του έργου, το οποίο αντιμετώπισε πολλές καθυστερήσεις. Εν μέσω συνεχιζόμενων διαφωνιών με τις κυβερνητικές αρχές που επέβλεπαν το έργο, ο Utzon παραιτήθηκε το 1966.

Η κατασκευή συνεχίστηκε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1973 και τελικά, η Όπερα εγκαινιάστηκε στις 20 Οκτωβρίου 1973, και μεταξύ άλλων παρεβρέθηκε η Βασίλισσα Ελισάβετ ΙΙ.  Πρόκειται για ένα συγκρότημα τέχνης πολλαπλών χρήσεων, του οποίου ο μεγαλύτερος χώρος συναντήσεως, η αίθουσα συναυλιών 2.679 θέσεων, φιλοξενεί συμφωνικές συναυλίες, χορωδιακές παραστάσεις και δημοφιλή μουσικά σόου. Παραστάσεις όπερας και χορού, συμπεριλαμβανομένου και του μπαλέτου, πραγματοποιούνται στο θέατρο της Όπερας, το οποίο έχει χωρητικότητα περίπου 1.500 θέσεις. Υπάρχουν επίσης τρία θέατρα διαφόρων μεγεθών και διαμορφώσεων για σκηνικά, προβολές ταινιών και μικρότερες μουσικές παραστάσεις. Το Forecourt, στο νοτιοανατολικό άκρο του συγκροτήματος, χρησιμοποιείται για υπαίθριες παραστάσεις. Τέλος, το κτίριο φιλοξενεί επίσης εστιατόρια και ένα επαγγελματικό στούντιο ηχογράφησης.


Πηγές

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Παπαδά
Αναστασία Παπαδά
Γεννημένη το 1996 και μεγαλωμένη στην Αθήνα, σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, στην κατεύθυνση των Διεθνών Σχέσεων. Υπήρξε συντάκτρια Κοινωνικών και Ιστορικών Θεμάτων του OffLine Post.