Της Αναστασίας-Δήμητρας Βογιατζή,
Πρόσφατα, τα ηνία του Βελγικού κράτους ανέλαβε ο Σαρλ Μισέλ, έπειτα από αιφνίδια οικειοθελή παραίτηση των Φλαμανδών εθνικιστών υπουργών από τον κυβερνητικό συνασπισμό εξαιτίας μιας σοβαρής διαφωνίας για το Σύμφωνο του ΟΗΕ για τη Μετανάστευση. Πιο συγκεκριμένα, ο Γιαν Γιαμπόν, πρώην Υπουργός Εσωτερικών προερχόμενος από τη Νέο-φλαμανδική Συμμαχία, συμπλέοντας με τον πρόεδρο του κόμματος Μπαρτ Ντε Βέβερ, είχαν αναφερθεί με απαξίωση και αδιαφορία απέναντι στα δικά τους λέγειν και τις προσωπικές απόψεις και ιδεολογίες τους αναφορικά με το πρόγραμμα μετανάστευσης που είχε παρουσιαστεί. Ωστόσο, η κοινή γνώμη χαρακτήρισε τις ιδέες τους ακραίες και μη προσαρμοσμένες σε μία σύγχρονη κοινωνία, η οποία οδεύει σύμφωνα με το κοινό συμφέρον και σαφέστατα σύμφωνα με τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται. Κατά αυτόν τον τρόπο, μέσω των ευσήμων και της εμπιστοσύνης και ενώπιον του βασιλιά Φιλίππου, ο Μισέλ τέθηκε επικεφαλής μίας κυβέρνησης μειοψηφίας πέντε μήνες πριν τις βουλευτικές εκλογές.
Επιπρόσθετα, ένα χρόνο αργότερα, αυτός παραδίδει τη διακυβέρνηση και τον έλεγχο ενός από τα ισχυρότερα κράτη στην Ευρώπη στη Σοφή Βιλμές. Μια 44χρονη γαλλόφωνη φιλελεύθερη που κατατάσσεται στα φλέγοντα ευρωπαϊκά ζητήματα των τελευταίων ημερών, λαμβάνοντας υπόψιν της τη ρευστότητα και το διαξιφισμό που επικράτησαν τον τελευταίο χρόνο στα Βελγικά εδάφη. Στη σύγχρονη εποχή, με τις απαιτήσεις να είναι αυξημένες και τα συμφέροντα των κρατών να ισορροπούν σε μία άκρως λεπτή κλωστή, φαίνεται το Βέλγιο να προχωρά στην ανέλιξη του με τις εξελίξεις να διαφαίνονται ραγδαίες. Αυτό συμβαίνει, καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας ορίζεται γυναίκα πρωθυπουργός.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μία γυναίκα η οποία ασχολείται με τον πολιτικό χώρο από το 2000, ενώ εκλέχτηκε βουλευτής το 2014, αν και ανέλαβε θέση στην Κυβέρνηση το Σεπτέμβριο του 2015. Μέχρι πρώτινος, εκτελούσε χρέη Υπουργού Προϋπολογισμού με επικεφαλής τον Μισέλ. Το κύριο θέμα, ωστόσο, που απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και που έχει θέσει σε λειτουργία τα μεγάφωνα του πολιτικού προσκηνίου είναι το γεγονός της «γυναικείας διακυβέρνησης».
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να τονιστεί ότι οι εξέχουσες θέσεις και τα υψηλά αξιώματα δεν ορίζονται από κανέναν νόμο και ότι δεν πρέπει να ανήκουν αποκλειστικά στο ένα ή στο άλλο φύλο, αλλά σε εκείνον που θα διοικήσει με αφοσίωση, ακεραιότητα, υπευθυνότητα και με άξονα το κοινό συμφέρον. Όπως είχε πει και ο Ισοκράτης: «το ήθος όλης της πολιτείας είναι το ίδιο μ’ αυτό εκείνων που την κυβερνούν». Σε κανένα σημείο αυτού του αποφθέγματος ο Ισοκράτης δεν αναφέρεται σε πρόσωπο αντρικό ή γυναικείο.
Άλλωστε η «γυναίκα» αποτελεί μέγιστο κεφάλαιο στην ιστορία του κόσμου και ίσως και το πιο αμφισβητήσιμο από όλα λόγω της πληθώρας ιδιοτήτων της. Είναι το πρόσωπο που αναφέρεται πάντα ως εκείνο που διαδραματίζει τους περισσότερους ρόλους στη σύγχρονη κοινωνία. Με το πέρασμα του χρόνου, η γυναίκα μπορεί να «υποδουλώθηκε» στη θέση της κυρίας του σπιτιού και οι κύριες ενασχολήσεις της να περιορίστηκαν στη φροντίδα της οικογενείας και του «νοικοκυριού» έως περίπου και τα μέσα του 20ου αιώνα. Ακόμη, τα δυτικά πρότυπα και οι ριζοσπαστικές αλλαγές στην ιδιωτική και δημόσια ζωή των δύο φύλων δημιούργησαν ένα πεντάγραμμο όπου άνδρας και γυναίκα συνυπήρχαν αρμονικά.
Παρόλα αυτά, διανύοντας τον 21ο αιώνα διακρίνεται βέβαια η άνιση εμπλοκή των δύο φύλων τόσο στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο, όσο και στην πολιτική ζωή. Η πεποίθηση που υπερίσχυε, καθιστούσε την γυναίκα έρμαιο στον ζυγό της ισχύος των δύο φύλων. Το γεγονός αυτό συνεχίζει ακάθεκτο και υφίσταται ακόμη σε αρκετά κράτη. Παρατηρούμε επίσης, ότι στο ευρύ φάσμα της πολιτικής από τα παλαιότερα χρόνια, βάσει καλλιέργειας και μορφώσεως, ο άντρας κατανικούσε την γυναικεία παρουσία αφού ήταν εκείνος που είχε το απαράμιλλο δικαίωμα στα κοινά. Το γυναικείο φύλο δε, για να αποκτήσει τα ισχύοντα πολιτικά δικαιώματα, χρειάστηκαν δεκαετίες σκληρών και συνεχών αγώνων με πρωτοκαθεδρία το δικαίωμα για ψήφο.
Εν κατακλείδι, αξίζει να σημειωθεί ότι η Φιλανδία είναι η πρώτη χώρα που εμπιστεύθηκε ψήφο στις γυναίκες το 1906, ακολούθησε η Αγγλία το 1928, η Ελλάδα το 1952, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία το 1954. Για μία ακόμα φορά λοιπόν, μία χώρα τόσο κραταιή εμπιστεύεται τα ηνία της σε μία γυναίκα για να ανοικοδομήσει τον πολιτικό βίο και να στηρίξει με ακεραιότητα και αφοσίωση αυτόν τον Γολγοθά, όντας πάνω από όλα πολιτικός που υποστηρίζει και υλοποιεί το έργο του λαού.
Σπουδάζει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης αλλά κατάγεται από την Θεσσαλονίκη. Από μικρή ηλικία λόγω κυρίως και του σχολείου, συμμετέχει σε προσομοιώσεις, συνέδρια, διαγωνισμούς και σεμινάρια. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με την πολιτική, την ποίηση και την λογοτεχνία.