Του Γιώργου Ναθαναήλ,
Στις 3 Νοεμβρίου 1907 γεννήθηκε στην Αθήνα ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της νεότερης Ελλάδας. Πρόκειται για τον Νίκο Εγγονόπουλο, ο οποίος έδωσε μια νέα πνοή στον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας μετά από δύσκολες συγκυρίες. Σπούδασε αρχικά στο Παρίσι και το 1927 ολοκλήρωσε τη στρατιωτική θητεία στην Ελλάδα. Εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο πανεπιστήμιο έως ότου διορίστηκε το 1930 στο Υπουργείο Δημόσιων Έργων ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση σχεδίων πόλεων.
Το 1932 πήγε στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου είχε για δασκάλους του, τον Κωνσταντίνο Παρθένη, τον Φώτη Κόντογλου, τον Ξυγγόπουλο και τον Τσαρούχη. Παράλληλα έκανε σπουδές σε πολλές πόλεις της Ευρώπης αλλά δεν άφησε τη θέση του στο Υπουργείο. Το 1934 τοποθετήθηκε στην Τοπογραφική υπηρεσία ως σχεδιαστής Α’ τάξης. Από το 1938 δίδασκε ζωγραφική και ιστορία της τέχνης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ενώ την ίδια περίοδο γνωρίζει άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες όπως τον Εμπειρίκο, τον Μόραλη και τον ντε Κίρικο.
Τον ίδιο χρόνο ο Εγγονόπουλος θα παρουσιάσει στην έκθεση Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως τα πρώτα του δείγματα ζωγραφικής με θέμα παλιά σπίτια της Δυτικής Μακεδονίας. Τον Ιούνιο κυκλοφόρησε και η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Ο Εγγονόπουλος αρχίζει σιγά σιγά να καταξιώνεται και να θεωρείται και αυτός ένα μέρος της γενιάς του ’30.
Το 1939 είναι και αυτό πλούσιο για τον Εγγονόπουλο. Εκδίδεται η δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Τα κλειδοκύμβαλα της Σιωπής» και το Νοέμβριο έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Ο Εγγονόπουλος καταξιώνεται και σήμερα θεωρείται ένας από τους βασικότερους εκφραστές του υπερρεαλισμού.
Το 1941 πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και κατάφερε να γυρίσει σώος. Το 1945 αποσπάστηκε από το ΕΜΠ ως βοηθός στην έδρα της Διακοσμητικής και του Ελεύθερου Σχεδίου. Αυτή τη θέση τη διατήρησε έως το 1956. Δύο χρόνια πιο πριν εκπροσώπησε τη χώρα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1958 βραβεύτηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης και το 1966 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ τον παρασημοφόρησε με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’. Το 1979 έλαβε και τον Ταξιάρχη του Φοίνικα.
Στις αρχές της δεκαετίας το ’50 έγινε μόνιμος στο ΕΜΠ και συνεπώς παραιτήθηκε από τη θέση του στο Υπουργείο. Υπήρξε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής, της Société Européenne de Culture και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας. Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου, Αρμός. Πίνακες του υπάρχουν σε πολλές γωνιές της Ελλάδας. Ο Νίκος Εγγονόπουλος πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 31 Οκτωβρίου 1985 και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη.