Της Στέλλας Μίτιλη,
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, ανακοίνωσε ότι οι 27 χώρες της ΕΕ συμφώνησαν σε νέα, τρίμηνη αναβολή του Brexit μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2020, όπως αιτήθηκε η Βρετανία, με δυνατότητα αποχώρησης στις 30 Νοεμβρίου ή στις 31 Δεκεμβρίου. Πρόκειται για την τέταρτη παράταση του Brexit, το οποίο ήταν να ολοκληρωθεί στις 29 Μαρτίου, 12 Απριλίου, 22 Μαΐου και 31 Οκτωβρίου μετά από έντονες διαβουλεύσεις, κυρίως μεταξύ του Γάλλου προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν και του Βρετανού πρωθυπουργού, Μπόρις Τζόνσον, με το κείμενο, όμως, να αποκλείει κάθε επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας και να ζητεί τον διορισμό ενός Ευρωπαίου επιτρόπου από τη Βρετανία, διατηρώντας, έτσι, την πίεση για την έγκριση της συμφωνίας διαζυγίου. Παράλληλα, αναμένονται οι εξελίξεις περί της επικύρωσης της τελικής συμφωνίας που πέτυχε ο Τζόνσον με τον διαπραγματευτή της ΕΕ, Μισέλ Μπαρνιέ, από τη Βουλή των Κοινοτήτων, μέχρι τα μέσα της ερχόμενης εβδομάδας και σίγουρα πριν οριστικοποιηθεί από τη Βουλή των Λόρδων το νομοσχέδιο για την ημερομηνία των πρόωρων εκλογών -12 Δεκεμβρίου-, που υπερψηφίστηκε εχθές από τη Βουλή των Κοινοτήτων με 438 ναι έναντι 20 όχι. Απότοκο της προσφυγής της Βρετανίας σε πρόωρες κάλπες, θεωρείται η αποδοχή της διεξαγωγής εκλογών από τον επικεφαλής των Εργατικών, Τζέρεμι Κόρμπιν. Πρόκειται ουσιαστικά για βουλευτικές εκλογές, που θα λάβουν τη μορφή «δεύτερου δημοψηφίσματος» για το Brexit. Όμως, τι σημαίνει και, κυρίως, τι θα σημαίνει το Brexit;
Μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, η έξοδος ενός κράτους-μέλους, στην προκειμένη περίπτωση το Brexit (British exit from the European Union), από την ΕΕ είναι εφικτή σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ. Το Ηνωμένο Βασίλειο, λοιπόν, αποφάσισε να κάνει επίσημη χρήση του εν λόγω άρθρου από τις 29 Μαρτίου 2017 με επιστολή στην ΕΕ, ώστε θα έπαυε να είναι μέλος της το αργότερο στις 29 Μαρτίου 2019, μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Ιουνίου 2016, με το οποίο οι Βρετανοί αποφάσισαν ότι δεν επιθυμούν να είναι η χώρα τους μέλος της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, η φράση του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ: «Δεν θα είναι ένα εύκολο διαζύγιο, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο και για έναν θυελλώδη έρωτα», είναι αληθής και αποτελεί μία από τις αιτίες της εξόδου. Το γεγονός ακριβώς ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ποτέ δεν «αγάπησε» την ΕΕ, ζητώντας συνέχεια εξαιρέσεις και με τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα να είναι αρνητικά προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, σε συνδυασμό με τη διπλή άρνηση της Γαλλίας μέχρι την ένταξη της Κοινοπολιτείας στην ΕΕ, τη Θάτσερ να «θέλει τα λεφτά της πίσω» και τη γενικότερη αρνητική στάση της ΕΕ προς το Ηνωμένο Βασίλειο, παρόλο που αποτελούσε την δεύτερη μεγαλύτερη χρηματοδότρια χώρα-μέλος, οδήγησαν στην επιθυμία της να αποχωρήσει.
Τις πραγματικές επιπτώσεις του Brexit δε μπορεί κανείς να γνωρίζει, διότι δεν έχει ξαναγίνει κάτι παρόμοιο και μόνο εικασίες -οι λεγόμενες educated guesses- μπορούν να γίνουν. Αναφορικά, λοιπόν, με τον οικονομικό τομέα, όσο καθυστερεί η οριστική έξοδος, όλα είναι ρευστά και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα ανέβει ακόμα περισσότερο ο πληθωρισμός. Το μέγεθος του αντίκτυπου εξαρτάται από τη στάση της Βρετανίας, την επιλογή της, δηλαδή, για παραμονή στην κοινή αγορά και το ενδιαφέρον της για τη σύναψη οριστικής συμφωνίας με την ΕΕ. Οι συνέπειες, επομένως, μπορεί να είναι και ελάχιστες, ενώ είναι ενδεχόμενο, ύστερα από ένα διάστημα, να επέλθει σταθεροποίηση της κατάστασης, ιδίως για την ΜΒ, επιτυγχάνοντας την ολοκληρωτική επιστροφή της στην εθνική οικονομική κυριαρχία. Το Brexit, όμως, για την Ευρώπη θα σημαίνει τη μη ολοκλήρωση της οικονομικής ένωσης, που αποτελούσε άλλωστε και τον βασικό σκοπό της.
Να σημειωθεί ότι η συμφωνία προβλέπει, με ευέλικτο τον χρόνο ισχύος των παρακάτω ρυθμίσεων, την παραμονή της Βόρειας Ιρλανδίας εντός του ενωσιακού τελωνειακού χώρου, με επακόλουθο το περίφημο «backstop» και εξασφαλίζει τις ωφέλειες από την εμπορική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου, δικαιολογώντας, έτσι, τη χαρά του Ιρλανδού πρωθυπουργού Λίο Βαράντκαρ στη συνέντευξη τύπου της Πέμπτης 17 Οκτωβρίου. Επιπλέον, ο ΦΠΑ συμφωνήθηκε να διατηρηθεί αναλλοίωτος σε όλα τα προϊόντα στην ενιαία αγορά, με παράλληλη εφαρμογή των όρων του Ηνωμένου Βασιλείου για την ψηφιακή αγορά. Αλλά, η Βόρεια Ιρλανδία αποτελεί από μόνη της μια ξεχωριστή υπόθεση…
Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα και τη στερλίνα, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η Τράπεζα της Αγγλίας, τον Απρίλιο του 2016, κράτησε 250 δις στερλίνες για τις πρώτες ανάγκες της, σε περίπτωση που το δημοψήφισμα ήταν αρνητικό, χωρίς να έχουν χρησιμοποιηθεί αυτά τα χρήματα ακόμη, είναι προφανές ότι η στερλίνα θα επηρεαστεί από τα λεγόμενα «κοράκια» του συναλλάγματος, π.χ. τον George Soros. Η κατάσταση αυτή δε θα κρατήσει πολύ και οι συνέπειες πιθανότατα να μην είναι τόσο μεγάλες. Το ίδιο ισχύει και για το ασφαλιστικό σύστημα και τις υπηρεσίες, καθώς οι δυνατότητες του City στα capital markets είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές της υπόλοιπης Ευρώπης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους εργαζομένους στον χρηματοπιστωτικό τομέα, που στο Λονδίνο φτάνουν τους 625.000, ενώ στην Φρανκφούρτη μόλις τους 65.000, πράγμα που μπορεί να σημαίνει και μεγαλύτερο κέρδος της Αγγλίας με την αποχώρησή της από την ΕΕ.
Στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας, ηττημένη βρίσκεται η ΕΕ, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούσε (μαζί με τη Γαλλία) το κράτος-μέλος με την πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη κι έτσι λόγω της αποχώρησής του, είναι πιθανό να εγκαταλειφθεί κάθε προοπτική ανάπτυξης υπερεθνικού στρατιωτικού βραχίονα για την ΕΕ. Τέλος, σχετικά με τον κοινωνικό αντίκτυπο, βάσει ερευνών, στη χειρότερη περίπτωση το κόστος θα είναι μόλις 3,000 στερλίνες το χρόνο ανά οικογένεια (γύρω στα 40 δις), το οποίο επίσης δε μπορεί να είναι βέβαιο ακόμη. Περίπλοκο παραμένει το ζήτημα για το μέλλον των Ευρωπαίων εργαζομένων ή σπουδαστών στο Ηνωμένο Βασίλειο, που νομικά θα θεωρούνται πολίτες «τρίτων χωρών», τυπικά όμως, θα χαίρουν ιδιαίτερων δικαιωμάτων λόγω της οικονομικής και κοινωνικής συνεισφοράς τους στην χώρα.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι δεν προβλέπονται τεράστιες συνέπειες για το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως πιθανότατα θα συνέβαινε στην περίπτωση άλλου κράτους-μέλους, μετά την αποχώρησή του, λόγω ακριβώς της θέσης του διεθνώς, με βάσεις σε διάφορα σημεία του πλανήτη και επειδή πρόκειται για μια σημαντική οικονομική, πυρηνική και στρατιωτική δύναμη με μόνιμη θέση στον ΟΗΕ και ειδικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Με την τελική συμφωνία, πιθανότατα το Ηνωμένο Βασίλειο θα συμμετέχει σε συγκεκριμένες πολιτικές, ακολουθώντας περίπου το νορβηγικό ή ελβετικό μοντέλο. Ωστόσο, το αν και κατά πόσον η συμφωνία αυτή μπορεί να αποτελέσει εκκίνηση μιας νέας εταιρικής σχέσης ανάμεσα σε Ηνωμένο Βασίλειο και ΕΕ και το αν θα υπάρξει πρόοδος σε διμερές, οιονεί διακρατικό πια, επίπεδο, ακόμα δεν μπορεί να είναι ορατό, μέχρι την επικύρωση της συμφωνίας και την έναρξη εφαρμογής της. Οι κερδισμένοι και οι ηττημένοι από τη συμφωνία θα φανούν εν καιρώ, ενώ το μόνο βέβαιο είναι ότι η παλαιότερη ρήση του Ουίνστον Τσόρτσιλ: «We are with Europe, but not of it», λαμβάνει πια σάρκα και οστά.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999, έχει καταγωγή από τον Τύρναβο και είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αποτελεί ενεργό μέλος της AIESEC και έχει συμμετάσχει σε πληθώρα φοιτητικών προσομοιώσεων, συνεδρίων και σεμιναρίων, όπως το MRC 2018, το EuroPA.S 2019 και το 23ο Πανελλήνιο Κοινοβούλιο Νέων της SAFIA. Έχει ασχοληθεί με την ρητορική, έχει γίνει μέλος σε ομάδες, και έχει παρακολουθήσει ομιλίες ποικίλης θεματολογίας. Γνωρίζει την Αγγλική γλώσσα και έχει συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα Erasmus+ στο Τορίνο. Παίζει πιάνο και γενικότερα ασχολείται με την μουσική, λατρεύει τα ταξίδια και τις ταινίες. Έχει έντονο ενδιαφέρον για διεθνή, νομικά και κοινωνικά ζητήματα.